Μεγάλη Τρίτη- Η παραβολή των Δέκα παρθένων

Στην παραβολή των Δέκα παρθένων είναι αφιερωμένη η αποψινή βραδιά, που ψάλλεται ο όρθρος της Μεγάλης Τρίτης. Τί σχέση έχει η παραβολή των Δέκα παρθένων με τη Μεγάλη Εβδομάδα; Γιατί γίνεται ιδιαίτερη μνεία γι’ αυτήν κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα;

Ένας λόγος: Την παραβολή αυτή είπε ο Χριστός λίγο πριν από το εκούσιο Πάθος. Η τελευταία διδασκαλία του Χριστού πριν από το Μυστικό Δείπνο περιέχεται στο 25ο κεφάλαιο του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, και είναι καθαρά εσχατολογική. Αναφέρεται στη βασιλεία των ουρανών και στη δευτέρα παρουσία του Χριστού. Στην αρχή είναι οι δύο γνωστές και συγγενείς παραβολές: η παραβολή των Δέκα παρθένων (Ματθ. 25, 1-13) και η παραβολή των ταλάντων, ή μάλλον του κρύψαντος το τάλαντον (Ματθ, 25, 14-30). Και ακολουθεί η γνωστή περικοπή της μελλούσης κρίσεως (Ματθ. 25, 31-46). Το βράδυ της Μεγάλης Δευτέρας οι ύμνοι μιλάνε και για τα τρία αυτά, και για την παραβολή των Δέκα παρθένων, και για την παραβολή του κρύψαντος το τάλαντον και για την περικοπή της μελλούσης κρίσεως.
Περισσότερο μιλάνε οι ύμνοι για την παραβολή των Δέκα παρθένων. Αυτό δε γίνεται και για ένα δεύτερο λόγο. Στην παραβολή ακούγεται η κραυγή: «Ἰδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται, ἐξέρχεσθε εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ» (Ματθ. 25, 6). Και στις πρώτες μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας ακούγεται η ίδια κραυγή: «Ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῶ μέσῳ τῆς νυκτός». Ακολουθίες του Νυμφίου λέγονται οι ακολουθίες των τριών πρώτων ημερών. Έρχεται ο Νυμφίος. Ο Νυμφίος της παραβολής έρχεται, για να μπει στο νυμφώνα και να γίνουν οι γάμοι. Και ο Νυμφίος Χριστός έρχεται την εβδομάδα αυτή, για να μπει θριαμβευτικά στο Νυμφώνα του ουρανού. Έρχεται να δώσει τη μάχη, για ν’ ανοίξει ο κλειστός νυμφώνας στους ανθρώπους. Έρχεται! Καλούμεθα να τον υπαντήσουμε, να τον υποδεχτούμε.

Αλλά και για τρίτο λόγο γίνεται μνεία της παραβολής των Δέκα παρθένων απόψε. Ο Χριστός είναι ο Νυμφίος. Χρειάζεται πίστη για να το δεχθεί κανείς αυτό. Γιατί; Μπροστά μας τις μέρες αυτές βλέπουμε πληγωμένο και βασανισμένο το πρόσωπο του Χριστού, του Νυμφίου. Ο προφήτης Ησαΐας, 800 χρόνια προ Χρίστου, είδε με καταπληκτική ενάργεια όλα τα πάθη του Σωτήρος, και στην περίφημη προφητεία του 53ου κεφαλαίου του βιβλίου του, που την ακούμε το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής, παρουσιάζει αυτή την παραμόρφωση του προσώπου του Μεσσία, του πάσχοντος Λυτρωτή: «Καὶ εἴδομεν αὐτόν, καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος» (Ησ. 53, 2). Ένας που γνωρίζει το θεϊκό μεγαλείο, το άρρητο κάλλος και την απερίγραπτη ομορφιά του Λόγου του Θεού, του θεανθρώπου Ιησού, βλέποντάς τον το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής ραπισμένο, πληγωμένο, μαστιγωμένο, ματωμένο, θα μπορούσε ν’ αναφωνήσει: – Πω, πω! Πώς έγινε έτσι το ωραιότερο πρόσωπο τού κόσμου! Είναι και τούτο ένα στάδιο της ταπεινώσεως, της κενώσεως του Θεού Λόγου. Ταπείνωσε τον εαυτό του. Τον κατέβασε στη γη από τον ουρανό. Του φόρεσε την ανθρώπινη σάρκα. Τον περιτύλιξε μέσα στα άχυρα του σταύλου. Και τώρα η ταπείνωση πάλι τον περιτυλίγει μέσα στα αίματα και στον πόνο. Πω, πω! Πώς καταδέχτηκε να γίνει για μας ο Νυμφίος Χριστός! Κι όμως δεν παύει να είναι ο ωραιότερος Νυμφίος του κόσμου. Στο Ψαλτήρι εμφανίζεται ασύγκριτη η ομορφιά του: «Ὡραῖος κάλλει παρά τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλ. 44, 2).
Είπαμε τους τρεις λόγους, για τους οποίους η αποψινή βραδιά είναι αφιερωμένη στην παραβολή των Δέκα παρθένων. Είναι γνωστή η παραβολή. Μιλάει για δέκα παρθένες. Περιμένουν να έρθει ο νυμφίος, κατά τη συνήθεια που είχαν τότε. Ο νυμφίος στη περίπτωση εκείνη καθυστέρησε και θα έφθανε τη νύχτα για να παραλάβει τη νύμφη. Οι παρθένες κόρες τον περίμεναν με λαμπάδες αναμμένες λίγο πιο πέρα από το νυφικό σπίτι, να τον υποδεχθούν. Οι λαμπάδες ήταν τότε λυχνάρια, που άναβαν μόνο με λάδι. Αν σωνόταν το λάδι, έσβηναν οι λαμπάδες. Από τις δέκα παρθένες οι πέντε ήταν συνετές, μυαλωμένες. Μαζί με το λυχνάρι τους, τη λαμπάδα τους, πήραν και λάδι, να τροφοδοτούν τη λαμπάδα. Οι πέντε άλλες ήταν ανόητες, ασύνετες, άμυαλες, επιπόλαιες. Πήραν τη λαμπάδα χωρίς λάδι. Οι ώρες περνούσαν, ο νυμφίος αργούσε. Και νύσταξαν και έπεσαν να κοιμηθούν. Κατά τα μεσάνυχτα ακούστηκε φωνή. Ο αγγελιοφόρος προειδοποιεί: «Ἰδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται…». Πετάχτηκαν και οι δέκα. Οι πέντε μυαλωμένες άναψαν τις λαμπάδες τους. Έτοιμες για την υποδοχή. Οι άμυαλες όμως! Πώς ν’ ανάψει το λυχνάρι τους; Λάδι δεν είχαν. Πώς να βρουν τελευταία στιγμή; Να πάρουν από τις άλλες πέντε; Δεν μπορούσαν, γιατί δεν θάφτανε για το δικό τους λυχνάρι το λάδι που θα τους έμενε. Να πάνε ν’ αγοράσουν; Άραγε θα προλάβουν; Μα δεν μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο. Τρέχουν ν’ αγοράσουν. Ο νυμφίος όμως πλησιάζει. Οι πέντε σοφές τον υποδέχονται με αναμμένη τη λαμπάδα. Μπαίνουν μαζί του στο νυμφώνα. Μαζί στο γαμήλιο πανηγύρι, στη μεγάλη χαρά. Σε λίγο, να και φτάνουν, ασθμαίνουσες και καταϊδρωμένες, οι πέντε ασύνετες και άμυαλες. Προχωρούν να μπουν. Μα βρίσκουν κατάκλειστη την πόρτα. Χτυπάνε. Ξαναχτυπάνε. Μα απόκριση καμιά. Φωνάζουν με αγωνία: «Κύριε, Κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν». Και ακούγεται η απόκριση από μέσα. Απόκριση αυστηρή, απόλυτη, τραγική: « Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς». Δεν σάς ξέρω… Μια για πάντα έξω από το νυμφώνα.

(Αρχιμ. Δανιήλ Γ. Αεράκη, «Στη Μεγάλη Εβδομάδα»).