Του Βασιλείου Ιωαχείμοβιτς Νιχηφόρωφ (1901-1941)
Το κείμενο πού ακολουθεί, είναι γραμμένο από το ρώσο λόγιο Βασίλειο Ιωαχείμοβιτς Νιχηφόρωφ (1901-1941), γόνο φτωχής οικογένειας της Τβερ, που, μετά την επανάσταση του 1917, κατέφυγε στην Εσθονία. Από το 1921 ο νεαρός εμιγκρές άρχισε, να δημοσιεύει άρθρα και δοκίμια σε περιοδικά και εφημερίδες με το ψευδώνυμο Βόλγιν (επειδή ο μεγάλος ρωσικός ποταμός Βόλγας σχετιζόταν με τις παιδικές του αναμνήσεις). Το 1937 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Τα ονομαστήρια της γης» και το 1938 «Το οδοιπορικό ραβδί».
Η επιβολή κομμουνιστικού καθεστώτος και στην Εσθονία, μετά την κατάληψή της από τα σοβιετικά στρατεύματα (1940), τον αναγκάζει να σταματήσει τη δημοσιογραφική-συγγραφική δραστηριότητα του. ‘Ένα τρίτο βιβλίο του με τον τίτλο «Αρχαία πόλη», πού από το 1939 ετοιμαζόταν να εκδοθεί, δεν θα δει τελικά το φως της δημοσιότητας. Το Μάιο του 1941, ενώ δουλεύει σε ναυπηγείο, συλλαμβάνεται από τη μυστική αστυνομία και φυλακίζεται με την κατηγορία της αντισοβιετικής προπαγάνδας. Λίγο αργότερα μεταφέρεται στο Κύρωφ (Βιάτκα), οπού δικάζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Εκτελέστηκε με τουφεκισμό στις 14 Δεκεμβρίου του 1941 σαν εχθρός του λαού. Αποκαταστάθηκε το 1991. Το 1971 εκδόθηκε στη Νέα Υόρκη μια επίτομη συλλογή δημοσιευμάτων του Β. Νικηφόρωφ- Βόλγιν, στη ρωσική γλωσσά, με γενικό τίτλο «Το οδοιπορικό ραβδί». Ό συγγραφέας αναπλάθει λογοτεχνικά, με απαράμιλλη ενάργεια και περιγραφική δύναμη, αυθεντικές μαρτυρίες και πραγματικά περιστατικά της εποχής του – εποχής συνταρακτικής, «αποκαλυπτικής» για την πατρίδα του και την Εκκλησία της.
«Φαίνεται πώς είχαν σχεδιάσει από καιρό να κάνουν αντιπερισπασμό στη νυχτερινή ακολουθία της Αναστάσεως. Ολόκληρη τη Μεγάλη Εβδομάδα ήταν αναρτημένα πλακάτ σ’ όλα τα κεντρικά και πολυσύχναστα σημεία της πόλης: ‘’Όρθρος της Κομσομόλ! Ακριβώς στις 12 τα μεσάνυχτα! Ελατέ να δείτε τη νέα κωμωδία του Αντώνη Ίζιουμωφ:
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕ ΦΡΑΚΟ. Στον κεντρικό ρόλο ο ηθοποιός του θεάτρου Μόσχας Αλέξανδρος Ροστόβτσεφ. Χείμαρρος ευφυολογίας! Τρελό γέλιο!’’.
Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, η δημοτική μπάντα πέρασε απ’ όλους τους δρόμους της πόλης, καλώντας το λαό στην παράσταση. Μπροστά από τους οργανοπαίχτες πήγαινε ένας σωματώδης νεαρός με Ιερατική αμφίεση και καλυμμαύχι. Κρατούσε ένα πλακάτ σαν λάβαρο, οπού ήταν ζωγραφισμένος ο Χριστός με φράκο και ψηλό καπέλο! Στα πλάγια βάδιζαν κομσομόλοι με αναμμένες δάδες. Όλη η πόλη είχε σηκωθεί στο πόδι. Πλήθος άρχισε να καταφθάνει στο θέατρο. Πάνω από την κεντρική είσοδο του έγραφε με κόκκινα φωτεινά γράμματα: ‘’Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕ ΦΡΑΚΟ’’.
Στη μεγάλη αίθουσα τα μεγάφωνα μετέδιδαν ραδιοφωνική ομιλία από το σταθμό της Μόσχας με θέμα: ‘’Ό αισχρός ρόλος του χριστιανισμού στην Ιστορία των λαών’’. Όταν σταμάτησαν τα μεγάφωνα, η χορωδία των κομσομόλων, με συνοδεία ακορντεόν, άρχισε να τραγουδάει: ‘’Με την προσευχή δε βλέπω προκοπή. Σβησμένο είναι το χέρι μου. Δε θέλω, όχι, τον προφήτη Ηλία! Δώστε μου το φως του Ηλία!’’ (Υπονοούν τον Λένιν, του οποίου ο πατέρας λεγόταν Ηλίας).
Το πλήθος ξέσπασε σε αλαλαγμούς, βρισιές και χαχανητά. Έβαλαν τα χέρια στους γοφούς, έτριξαν τα δόντια, βρυχήθηκαν: -Κι άλλο, παιδιά! Πιο άγρια! Βαράτε!… ‘’Τρεις γριές ψωμολυσσιάρες. Δυο σαρακιασμένοι γέροι. Άδειο, άδειο το εκκλησάκι. Δεν μαζεύει πια πεντάρα!…’’. – Πιο δυνατά! Δώστε του! Πιο ζωντανά! ‘’Αχ, αυγουλάκι μου δεν έχεις τσουγκριστεί. Με πόσες θεϊκές κουταμάρες έχουμε ποτιστεί!…’’.
Πλησίαζαν μεσάνυχτα. Από τη μικρή εκκλησούλα, πού ήταν κοντά στο θέατρο, βγήκαν οι πιστοί για την τελετή της Αναστάσεως. Σκοτάδι. Οι άνθρωποι δεν ξεχωρίζουν – μονάχα οι φλογίτσες των κεριών, πού τρεμόπαιζαν και προχωρούσαν αργά- αργά: ‘’Τὴν ἀνάστασίν σου, Χριστὲ Σωτήρ, Ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς…’’. Σαν είδαν τη λιτανεία οι κομσομόλοι, ξελαρυγγιάστηκαν στα γιουχαΐσματα και τα σφυρίγματα. Το ‘στησαν πάλι στο τραγούδι: ‘’Έ, συ, μηλαράκι μου, κυλίσου. Ο δρόμος είναι γλιστερός. Παράσυρε όλους τους αγίους. Πάσχα των κομσομόλων’’. Οι φλόγες των κεριών ήταν τώρα ακίνητες μπροστά στην είσοδο του ναΐσκου. Από κει ήρθε η απόκριση στο τραγούδι των κομσομόλων: ‘’Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς µνήµασι, ζωὴν χαρισάµενος’’! Η μεγάλη αίθουσα του θεάτρου ήταν γεμάτη κόσμο. Η παράσταση άρχισε…
Πράξη πρώτη: Πάνω στη σκηνή είχαν αναπαραστήσει το ιερό ενός ναού. Στην υποτιθέμενη αγία τράπεζα βρίσκονταν μπουκάλια με κρασί και μεζέδες. Ολόγυρα, σε ψηλά καθίσματα – αυτά πού έχουν στα μπαρ – ήταν καθισμένοι οι ηθοποιοί, ντυμένοι με Ιερατικά άμφια. Τσούγκριζαν και έπιναν με άγια ποτήρια. Κάποιος άλλος, με διακονικό στιχάρι, έπαιζε φυσαρμόνικα. Στο πάτωμα κάθονταν σταυροπόδι μερικές τάχα καλόγριες κι έπαιζαν χαρτιά. Οι θεατές έσκαγαν στα γέλια. Κάποιος ζαλίστηκε. Την ώρα πού τον έβγαζαν από την αίθουσα, βρυχιόταν σαν θηρίο, γελώντας αγρία και κουνώντας το κεφάλι, μα έχοντας το βλέμμα πάντα καρφωμένο στη σκηνή, οι παράξενοι μορφασμοί του χλωμού προσώπου του προκάλεσαν περισσότερο γέλιο…
Στο διάλειμμα οι υπεύθυνοι της παραστάσεως έλεγαν: -Όσα είδατε είναι μόνο τα λουλούδια, καρποί θα ‘ρθουν σε λίγο! Περιμένετε… Στη δεύτερη πράξη θα βγει ο Ροστόβτσεφ, και τότε πραγματικά θα τρελαθείτε!…
Πράξη δεύτερη: Ό διάσημος ηθοποιός παρουσιάστηκε στη σκηνή κάτω από θύελλα ζητωκραυγών και χειροκροτημάτων. Φορούσε μακρύ, λευκό χιτώνα και στα χέρια του κρατούσε χρυσό Ευαγγέλιο. Παρίστανε το Χριστό. σύμφωνα με το έργο, έπρεπε να διαβάσει δυο στίχους – μονό δυο στίχους – από τους Μακαρισμούς. Πλησίασε αργά, με ιεροπρέπεια, σ’ ένα αναλόγιο και ακούμπησε το Ευαγγέλιο. Με τη βαθιά, κυματιστή φωνή του αναφώνησε: – Πρόσχωμεν! Στην αίθουσα ξαφνικά βασίλεψε απόλυτη σιωπή. Ο Ροστόβστεφ άνοιξε το Ιερό βιβλίο και άρχισε να διαβάζει: -Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται. Στο σημείο αυτό έπρεπε να σταματήσει. Εδώ ακριβώς θα απάγγελλε έναν φοβερό, χλευαστικό, βλάσφημο μονόλογο, πού θα τελείωνε με τη φράση: ‘’Φέρτε μου το φράκο και το καπέλο!’’. Δεν έγινε όμως αυτό! Ο ηθοποιός απροσδόκητα σωπαίνει. Και η σιωπή του κρατάει τόσο πολύ, πού από τα παρασκήνια αρχίζουν ν’ ανησυχούν. Του υπαγορεύουν τα λόγια πού έπρεπε να πει, του κάνουν απεγνωσμένα νοήματα… αυτός όμως στέκεται σαν μαρμαρωμένος. Δεν ακούει, δεν βλέπει, δεν καταλαβαίνει τίποτα. Τέλος, σε μια στιγμή, συνταράζεται ολόκληρος. Με τρομαγμένο βλέμμα κοιτάζει το ανοιχτό Ευαγγέλιο. Τα χέρια του τραβάνε σπασμωδικά το χιτώνα. Το πρόσωπο του αλλοιώνεται. Στυλώνει τα μάτια στο βιβλίο και αρχίζει πρώτα να ψιθυρίζει κι έπειτα να διαβάζει όλο και πιο δυνατά: -Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται. Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται… Είναι απίστευτο! Στο θέατρο, που πριν από λίγο το δονούσαν οι βλαστήμιες και οι εμπαιγμοί, επικρατεί τώρα νεκρική σιγή. Και μέσα σ’ αυτή τη σιγή κυκλοφορούν, σαν τις πασχαλινές λαμπάδες ολόγυρα στην εκκλησία, τα λόγια του Χρίστου: -Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου… Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν… προσεύχεσθε ὑπέρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καί διωκόντων ὑμᾶς…
Ο Ροστόβτσεφ διάβασε αργά και καθαρά ολόκληρο το πέμπτο κεφάλαιο του κατά Ματθαίον ευαγγελίου, και κανένας δεν κουνήθηκε, κανένας δεν διαμαρτυρήθηκε. Μήπως η Ιερόσυλη μεταμόρφωση του ηθοποιού είχε αποκαταστήσει μπροστά στα μάτια τους – όπως, άλλωστε, και στου ίδιου τα μάτια – τη γκρεμισμένη εικόνα του ζωντανού Κυρίου;… Στα παρασκήνια ακούγονταν δυνατοί ψιθυρισμοί και νευρικοί βηματισμοί. Δεν είναι δυνατόν! Θ’ αστειεύεται ο Ροστόβτσεφ! Κάποιο κόλπο σκαρώνει! Να, τώρα, οπού να ‘ναι, μ’ ένα χτύπημα στα γόνατα, με δυο του λέξεις, θα ξεσηκώσει το κοινό! θα τους κάνει να χτυπιούνται!… Μα στη σκηνή έγινε κάτι ακόμα πιο απροσδόκητο, που έκανε αργότερα ολόκληρη τη χώρα να το συζητάει: Ο Ροστόβτσεφ σχημάτισε μ’ ευλαβική επίδεκτικότητα πάνω στο σώμα του το σημείο του σταυρού, και είπε: -Μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου! Κάτι ακόμα πήγε να πει, αλλά τη στιγμή εκείνη κατέβασαν την αυλαία. Μετά από λίγα λεπτά, μια νευρική φωνή ανακοίνωσε από τα μεγάφωνα: -Λόγω ξαφνικής ασθένειας του συντρόφου Ροστόβτσεφ, η σημερινή θεατρική παράσταση ματαιώνεται!».