Πολλές φορές συναντάμε ανθρώπους που γεμάτοι από κατήφεια και μελαγχολική διάθεση προσπαθούν να μας πείσουν πόσο μαύρη είναι η ζωή τους. Όλα τούς πάνε ανάποδα, όλοι τούς εχθρεύονται και τους υπονομεύουν, οι ίδιοι πονάνε παντού και πάσχουν από διάφορες αρρώστιες, τα οικονομικά τους βρίσκονται σε στενότητα… Πρόκειται γι’ ανθρώπους που η απαισιοδοξία τούς έχει καταβάλει και είναι αυτοί που ο λαός μας λέει ότι «βλέπουν το ποτήρι όχι μισογεμάτο, μα μισοάδειο». Θυμίζει η περίπτωσή τους τους οπαδούς της φιλοσοφίας του αθέου υπαρξισμού, οι οποίοι εκκινώντας από τα φοβερά γεγονότα που εκτυλίχτηκαν κατά τον 20ο αι. –παγκόσμιους πολέμους, αύξηση εγκληματικότητας, έξαρση ναρκωτικών– τόνιζαν και τονίζουν ότι δεν υπάρχει τίποτε καλό στον πλανήτη μας, ότι ο χαρακτηρισμός «κόσμος» που είχαν δώσει οι αρχαίοι Έλληνες στον κόσμο μας, δηλαδή ότι είναι κόσμημα: κάτι που έχει τάξη και ομορφιά, δεν ισχύει, ότι η μόνη βεβαιότητα είναι ο φόβος που φωλιάζει στον άνθρωπο και η συνακόλουθη ανασφάλεια.
Από την άλλη μεριά, στον αντίποδα, μπορεί να συναντήσουμε αγίους ανθρώπους της Εκκλησίας, οι οποίοι ζουν στον ίδιο με τους παραπάνω κόσμο, μα η διάθεσή τους είναι παντελώς διαφορετική: έχουν μία πνευματική ισορροπία καταπλήσσουσα, είναι γαληνεμένοι και ειρηνικοί στη ζωή τους, το άγχος και η ανασφάλεια είναι ξένες προς αυτούς καταστάσεις, κι ακόμη: η χαρά και η ευτυχία φαίνεται καθαρά ότι διακατέχουν τον εσωτερικό τους κόσμο.
Βεβαίως στη δεύτερη αυτή περίπτωση είμαστε υποχρεωμένοι να πούμε ότι η χαρά και η ευτυχία των αγίων αυτών δεν είναι μία μόνιμη και συνεχής κατάσταση. Υπάρχουν και γι’ αυτούς στιγμές ή περίοδοι μεγαλύτεροι στη ζωή τους, που βιώνουν τη θλίψη, τη στενοχώρια, την απαισιοδοξία, τον φόβο και την ανασφάλεια. Αλλά πρόκειται για διαπαιδαγώγηση του Θεού προκειμένου να παγιωθούν στη χαρά και όχι για αρνητική θεώρηση της ζωής και μάλιστα μερικές φορές με φιλοσοφικές προϋποθέσεις.
Τι είναι εκείνο άραγε το οποίο προκαλεί τις διαφορετικές θεωρήσεις των δύο παραπάνω περιπτώσεων; Πώς άλλοι άνθρωποι τα βλέπουν όλα μαύρα, κατά το κοινώς λεγόμενο, και άλλοι τα βλέπουν πλημμυρισμένα στο φως, αφού και οι μεν και οι δε βρίσκονται κάτω από τον ίδιο παρονομαστή: να ζουν τη ζωή αυτού του κόσμου;
Εκείνο που διαφοροποιεί τους ανθρώπους είναι η οπτική γωνία από την οποία βλέπουν τον κόσμο και τη ζωή. Και την οπτική αυτή γωνία τη δημιουργεί η υπάρχουσα ή μη πίστη τους στον Θεό. Ο καθένας βλέπει τον κόσμο με τα μάτια της ψυχής. Αν η ψυχή είναι δεμένη με τον Θεό και φωτίζεται από Αυτόν, τότε μπορεί να επισημάνει την παρουσία Του σε κάθε τι από τη δημιουργία, οπότε βλέπει το νόημα των πραγμάτων και έχει λόγους να χαίρεται. Αν όμως ο άνθρωπος δεν πιστεύει στον Θεό ή γενικώς παρουσιάζει μία λειψή πίστη, αυτό που ονομάζουμε ολιγοπιστία, τότε τον κόσμο θα τον δει με τα κυριαρχημένα από τα πάθη του και τις ανασφάλειές του μάτια της ψυχής του, οπότε ο χρωματισμός του κόσμου θα είναι ανάλογος: όλα κακά και άσχημα.
Η σύγχρονη ψυχολογία έχει επισημάνει την αλήθεια αυτή, όταν χρησιμοποιεί τον όρο «προβολή», για να ερμηνεύσει τους χαρακτηρισμούς και τις αξιολογήσεις των ανθρώπων σχετικά με τη ζωή τους και τον κόσμο που τους περιβάλλει. Υποστηρίζει δηλαδή ότι όταν προβαίνουμε σε κάποια αξιολόγηση ενός γεγονότος ή μιας καταστάσεως, στην πραγματικότητα προβάλλουμε προς τα έξω ό,τι κυριαρχεί στον εσωτερικό μας κόσμο: αν ο κόσμος μας αυτός είναι ισορροπημένος, ισορροπημένα θα βλέπουμε και τα γύρω μας· αν υπάρχει κάποια εμπλοκή μέσα μας, την εμπλοκή αυτή θα προβάλλουμε και προς τα έξω. Γι’ αυτό και οι κρίσεις μας τις περισσότερες φορές είναι επισφαλείς και υπό αμφισβήτηση: εξαρτώνται άμεσα από το τι κυριαρχεί μέσα μας.
Ο απόστολος Παύλος τη σχέση αυτή μεταξύ της ψυχής και του κόσμου από πλευράς αξιολογήσεως την κατέγραψε με τη φράση: «πάντα καθαρά τοῖς καθαροῖς» (Τιτ. 1, 15). Όλα είναι καθαρά γι’ αυτούς που είναι καθαροί στην ψυχή. Η επισήμανση έτσι της πονηρίας και της κακίας στον κόσμο συνιστά ταυτοχρόνως και φανέρωση της πονηρίας και της κακίας στη δική μας ψυχή. «Ο πονηρός άνθρωπος, εκ του πονηρού θησαυρού της καρδίας εκβάλλει τα πονηρά» (Ματθ. 12, 35).
Από την πατερική μας παράδοση είναι πολύ γνωστό εν προκειμένω το περιστατικό που καταγράφει ο αββάς Δωρόθεος, κατά το οποίο τρεις διερχόμενοι από ένα δρόμο άνθρωποι το σούρουπο και βλέποντας κάποιον να περιμένει στη γωνία, έκαναν τρεις διαφορετικές σκέψεις γι’ αυτόν. Ο ένας σκέφτηκε ότι πρόκειται για κλέφτη που περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να κλέψει τα σπίτια· ο άλλος σκέφτηκε ότι περιμένει τη φίλη του για να πάνε να πορνέψουν· και ο τρίτος έκανε τη σκέψη ότι περιμένει τον φίλο του για να πάνε στην αγρυπνία της παρακείμενης Εκκλησίας. Είναι φανερό ότι στο περιστατικό έχουμε ανάγλυφη την περίπτωση του φαινομένου της ψυχολογικής προβολής. Ο καθένας ερμήνευσε τα πράγματα σύμφωνα με το περιεχόμενο της καρδιάς του.
Το τί πρέπει να κάνουμε, πιστεύουμε, είναι πια αυτονόητο. Χρειάζεται να αγωνιζόμαστε ως πιστοί στην καλλιέργεια των λεγομένων καλών λογισμών. Να αρχίσουμε συστηματικά δηλαδή να βλέπουμε τον κόσμο μας, τους συνανθρώπους μας, τον εαυτό μας, τη φύση με τα μάτια που μας έχει πει να βλέπουμε ο Χριστός, οι Απόστολοι και οι άγιοί μας. Και αυτό πιο συγκεκριμένα σημαίνει να επιμένουμε στην αίσθηση καταρχάς της πανταχού παρουσίας του Θεού μας. Ο κόσμος όλος είναι δημιούργημα του Τριαδικού Θεού και εξαρτάται απολύτως από Αυτόν. Η πιο φυσική λοιπόν σκέψη και αίσθηση είναι να νιώθει κανείς την παρουσία Εκείνου στα πάντα. Να συνηθίσουμε να βλέπουμε την παρουσία του Χριστού στο πρόσωπο των συνανθρώπων μας. Ό,τι κι αν είναι ο συνάνθρωπος κι ό,τι κι αν κάνει, δεν παύει να αποτελεί εικόνα του Θεού και μυστική παρουσία Εκείνου. Να αρχίσουμε να βλέπουμε και τον ίδιο μας τον εαυτό σε σχέση άμεση με τον Χριστό. Αποτελούμε ως βαπτισμένοι στο όνομά Του, πέρα από εικόνες Του, και μέλη του σώματός Του, κατοικητήριά Του, ναούς του αγίου Πνεύματός Του.
Η συστηματική καλλιέργεια των λογισμών αυτών δεν μας οδηγεί σε χώρους ουτοπίας, δεν μας βγάζει από την πραγματικότητα. Ίσα- ίσα μας προσγειώνει στην καθαυτό αλήθεια, αφού μας κάνει να μη μένουμε στην επιφάνεια των γεγονότων και του κόσμου, αλλά να βλέπουμε το βάθος τους. Άλλωστε ποιος άλλος γνωρίζει καλύτερα τον κόσμο και τον άνθρωπο από τον ίδιο τον Δημιουργό τους, τον Κύριο Ιησού Χριστό; Όταν λοιπόν μας προσανατολίζει ο ίδιος ο Χριστός σ᾽ αυτήν την όραση των πραγμάτων, ποιος θα είναι εκείνος, εκτός από τον άπιστο άνθρωπο, που θα την αμφισβητήσει;
Ο γνωστός άγιος Γέροντας Παΐσιος επί του προκειμένου είχε πει πάρα πολλά. Συνήθιζε μάλιστα να επαναλαμβάνει: «Πρέπει πάντοτε να προσέχουμε και να έχουμε μία συνεχή αμφιβολία για το αν τα πράγματα είναι έτσι που τα σκεπτόμαστε. Γιατί, όταν κανείς συνεχώς ασχολείται με τους λογισμούς του και τους εμπιστεύεται, τα φέρνει έτσι ο διάβολος, ώστε να κάνει τον άνθρωπο πονηρό, έστω κι αν είναι από τη φύση του αγαθός… Πρέπει να έχουμε καλούς λογισμούς. Αν δεν έχουμε, τότε και ο Μέγας Αντώνιος να είναι γέροντάς μας και να κάνει συνέχεια θαύματα, δεν θα μπορέσει σε τίποτε να μας βοηθήσει᾽! Το πρόβλημά μας όμως είναι ακριβώς τούτο: η πίστη μας. ´Η θα αυξήσουμε την πίστη μας για να συνδεθούμε με τον Χριστό και την παναγία Τριάδα, ή θα ταλαιπωρούμαστε από την ολιγοπιστία και την απιστία μας, βουλιάζοντας μέσα στην ανισορροπία των παθών και των κακιών μας και γενόμενοι έρμαια του διαβόλου. Από την απάντηση που θα δώσουμε και τη στάση που θα κρατήσουμε, εξαρτάται αν θα ζούμε τη ζωή μας – και την εδώ και την αιώνια – ως κόλαση ή ως παράδεισο».