Σ’ ἕνα μοναστήρι ζοῦσε ἕνας εὐλαβέστατος ἱερεύς· (τὸ γεγονὸς μοῦ διηγήθηκε ὁ μακαριστὸς Γέροντας Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος γιὰ πολλὰ χρόνια ἦταν καὶ Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου στὸ Ἅγιον Ὄρος.) Ὀλιγογράμματος ἦταν ὁ ἱερεύς, ἀλλὰ κληρικὸς δυνατῆς πίστεως, μεγάλης ἀρετῆς καὶ πολλῶν πενυματικῶν ἀγώνων. Παρέμενε στὴν Προσκομιδὴ ὄρθιος γιὰ πολλὲς ὧρες, παρ’ ὅλο ποὺ εἶχαν ἀνοίξει οἱ φλέβες τῶν ποδιῶν του καὶ ἔτρεχαν. Πολλὲς φορὲς φαίνονταν τὰ αἴματα, ποὺ ἔτρεχαν κάτω στὸ ἔδαφος ἀπὸ τὴν ὄρθοστασία γιὰ τὴν μνημόνευσι τῶν πολλῶν ὀνομάτων. Μέχρι τελευταίας στιγμῆς ἄνθρωπος θυσίας· καὶ μάλιστα ἐκοιμήθη ἀμέσως μετὰ ἀπὸ Θεία Λειτουργία.
Ὅπως ἦταν ὀλιγογράμματος, ἀπὸ κάποια παρανόησι τρόπον τινά, δὲν τοποθετοῦσε κανονικὰ τὶς μερίδες στὸν Ἅγιο Δίσκο. Ὅταν τοποθετοῦμε τὴ μερίδα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου πάνω στὸν Ἅγιο Δίσκο, λέμε: «Παρέστη ἡ Βασίλισσα ἐκ δεξιῶν Σου…» Ὁ γέροντας ἱερεὺς νόμιζε ὅτι, ἀφοῦ λέγει «ἐκ δεξιῶν Σου», πρέπει νὰ τοποθετῆται ἡ μερίδα τῆς Παναγίας δεξιὰ τοῦ Ἀμνοῦ (ὅπως κοίταζε τὸν Ἅγιο Δίσκο)· δηλαδὴ τοποθετοῦσε ἀνάποδα τὶς μερίδες.
Κάποτε ἐπισκέφθηκε τὴν Ἱερὰ Μονὴ ἕνας ἀρχιερεύς, γιὰ νὰ χειροτονήση ἕναν διάκονο. Στοῦς Αἴνους μπαίνει ὁ ἀρχιερεὺς στὸ Ἱερὸ Βῆμα, ντύνεται καὶ ἐν συνεχείᾳ πηγαίνει στὴν Προσκομιδὴ, ἡ ὁποία ἔχει ἤδη ἑτοιμασθῆ μέχρι κάποιου ὁρισμένου σημείου, καὶ ἀπὸ κεῖ καὶ ὕστερα συνεχίζει ὁ ἀρχιερεὺς πρῶτος τὶς μνημονεύσεις, αὐτὸς καὶ μόνον αὐτός.
Πρόσεξε, λοιπόν, ὁ ἀρχιερεὺς ἐκεῖνος ὅτι τὶς μερίδες τὶς εἶχε τοποθετήσει ἀνάποδα ὁ ἱερεύς.
– Δὲν τὶς ἔβαλες καλά, πάτερ μου, τὶς μερίδες, τοῦ εἶπε. Γιὰ ἔλα ἐδῶ, πάτερ. Ἡ Παναγία μπαίνει ἀπὸ ’δῶ καὶ τὰ Τάγματα μαίνουν ἀπὸ ’κεῖ. Δὲν σοῦ τὸ εἶπε κανένας, δὲν σὲ εἶδε κανένας πῶς κάνεις τὴν Προσκομιδή;
– Ναί, Σεβασμιώτατε, ἀπάντησε ὁ γέροντας Ἱερεύς. Κάθε μέρα, ποὺ λειτουργῶ (διότι δὲν ὑπῆρξε ἡμέρα, ποὺ νὰ μὴ λειτουργήση), μὲ βλέπει ὁ Ἄγγελος διάκονός μου, ἀλλά δὲν μοῦ εἶπε τίποτα. Συγγνώμη, ποὺ σὰν ἀγράμματος ποὺ εἶμαι, ἔκανα τέτοιο λάθος· θὰ προσέχω ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς.
– Ποιός; ποιὸς εἶπες ὅτι σὲ ὑπηρετεῖ ἐδῶ; ρώτησε ὁ ἐπίσκοπος. Δὲν σὲ ὑπηρετεῖ μοναχός;
– Ὄχι, εἶπε ὁ ἱερεύς, Ἄγγελος Κυρίου.
Βουβάθηκε ὁ ἐπίσκοπος, τὶ νὰ πῆ;! Ἔμεινε κατάπληκτος καὶ βέβαια κατάλαβε ὅτι μπροστὰ του εἶχε ἕναν ἁγιασμένο κληρικό. Τὸ μεσημέρι, μετὰ τὴν τράπεζα, ὁ ἐπίσκοπος ἀποχαιρέτησε τὸν Ἡγούμενο καὶ τοὺς ὑπολοίπους μοναχοὺς καὶ ἀνεχώρησε.
Τὴν ἄλλη ἡμέρα, νύχτα ἀκόμη, ὅταν πῆγε ὅπως πάντα ὁ γέροντας ἱερεὺς ἔβαλε σωστὰ τὶς μερίδες.
– Ὡραῖα, τοῦ εἶπε, πάτερ! Τώρα τὰ ἔβαλες σωστά!
– Ναί, ἐσὺ ἤξερες τὸ λάθος μου, ποὺ ἔκανα τόσα χρόνια! Καὶ γιατὶ δὲν μοῦ τὸ ἔλεγες, γιατὶ δὲν μὲ διόρθωσες; ρώτησε.
– Τὸ ἔβλεπα, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν ἔχω τέτοιο δικαίωμα. Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ διορθώνω ἱερέα. Ἐγώ, συνέχισε ὁ Ἄγγελος, ἔχω ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ διακονῶ καὶ νὰ ὑπηρετῶ τὸν ἱερέα. Μόνο ὁ ἐπίσκοπος ἔχει τέτοιο δικαίωμα!
Κι ἐμεῖς παίρνουμε τοὺς ἱερεῖς στὸ στόμα μας καὶ ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ τοὺς κατακρίνουμε, τοὺς κατηγοροῦμε, τοὺς κουτσομπολεύουμε καὶ γιὰ χίλια δυὸ ἄλλα πράγματα ἀσχολούμεθα μ’ αὐτούς. Προσοχή, λοιπόν, πῶς θὰ ὁμιλοῦμε ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς γιὰ τὸν ὁποιονδήποτε κληρικό.
Κέντρο τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι τὸ μεγάλο, τὸ ἀνυπέρβλητο, τὸ ὑπερακατάληπτο γεγονὸς τῆς Μεταβολῆς τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ καὶ πρέπει νὰ τὸ δεχώμεθα αὐτὸ μέσα στὴ σιωπή. Νὰ σιγοῦν, ἂν εἶναι δυνατὸν γιὰ λίγο οἱ ἱεροψάλτες, οὔτως ὤστε ὅλο τὸ γεγονὸς νὰ τὸ παίρνουμε μέσα μας, μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ὁμιλοῦσα σιωπή. Διότι ἡ σιωπὴ αὐτή, κατὰ τὴ Μεταβολὴ τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, ὀμιλεῖ περισσότερο ἀπὸ κάθε τι ἄλλο μέσα στὶς καρδιές μας.
Πρωτ. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου
Εμπειρίες κατά τη Θεία Λειτουργία