Ο μήνας Νοέμβριος με την μνήμη του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου στα μέσα του, ζωντανεύει μπροστά μας την ασκητική, μαχητική και μαρτυρική μορφή αυτού του μεγάλου εκκλησιαστικού ανδρός, πού κυριολεκτικώς έγραψε ιστορία.
Γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας το 354 μΧ. από τον Σεκοϋνδο, πού ήταν ανώτερος αξιωματικός του στρατού της Συρίας, και την Ανθούσα. Ο πατέρας του πέθανε λίγο χρόνο μετά την γέννησή του, η δε μητέρα του, μόλις εικοσάχρονη τότε, αφοσιώθηκε στην ανατροφή του παιδιού της με ιδιαίτερη επιμέλεια. Η φρόνηση και η αρετή της Ανθούσης μαρτυρείται και από τον θαυμασμό του διακεκριμένου διδασκάλου του υιού της, του Λιβανίου, ο όποιος, αν και ειδωλολάτρης, όταν την γνώρισε εξεπλάγη από την σωφροσύνη της.
Ο Ιωάννης διακρίθηκε μεταξύ των μαθητών της Σχολής και θαυμαζόταν για την σπάνια καλλιέπεια και την πλούσια ευγλωττία του. Την μόρφωσή του ολοκλήρωσε με την σπουδή της φιλοσοφίας και της ρητορικής και πολύ γρήγορα εμφανίστηκε στα δικαστήρια ως συνήγορος, αποκτώντας ασυναγώνιστη φήμη. Όμως, ο Χρυσόστομος ήταν μια ψυχή πού βαθιά αγαπούσε τον Χριστό και την Εκκλησία Του. Εγκατέλειψε, λοιπόν, την λαμπρή σταδιοδρομία του συνηγόρου και περιεβλήθη τον ταπεινό τρίβωνα του μοναχού, για να διακονήσει τώρα την Εκκλησία, με τα τάλαντα πού του χάρισε ο Θεός και τα όποια εξαιρετικώς αξιοποίησε. Αφοσιώθηκε τότε στην προσευχή, την μελέτη των Γραφών και την άσκηση, συγχρόνως δε εμαθήτευσε στην ερημιτική ζωή, πλησίον αγίων αναχωρητών, οι όποιοι εμόναζαν εις τα πέριξ υψηλά της Αντιοχείας.
Σε ηλικία 34 ετών χειροτονήθηκε διάκονος και ασχολήθηκε με την διδαχή και την συγγραφή πραγματειών. Γρήγορα ο Ιωάννης κυριάρχησε στην πνευματική ζωή της πόλεως, ιδιαιτέρως με το διαλεκτικό του τάλαντο, με την ρητορική του ικανότητα και τον επιχειρηματικό του λόγο. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος σε ηλικία 40 ετών και ύστερα από δωδεκαετή ιερατική διακονία στην Αντιόχεια, το έτος 397 ανήλθε στον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Ο βίος του υπήρξε πολυτάραχος, διότι εστερείτο της «ελαστικότητας» έναντι των αρχόντων και της προσαρμοστικότητας έναντι των κέντρων εξουσίας της εποχής του. Αρχιεράτευσε στην Κωνσταντινούπολη εννέα χρόνια και επτά μήνες, εκοιμήθη δε στα Κόμανα του Πόντου, στις 14 Σεπτεμβρίου του 407, οδεύοντας μαρτυρικώς προς τον τόπο της εξορίας του, την Πιτυούντα, στα παράλια του Ευξείνου Πόντου. Οι λόγοι, «Δόξα τω θεώ πάντων ένεκεν» εσφράγισαν την πολυκύμαντη ζωή του, μια ζωή προσφοράς και θυσίας, πού τον ανέδειξε όχι μόνον απαράμιλλο ομιλητή του εκκλησιαστικού άμβωνος, αλλά και απαράμιλλο εργάτη και εμπνευστή του εκκλησιαστικού και κοινωνικού έργου.
Το συγγραφικό του έργο είναι εκτεταμένο και πολύπτυχο. Μεταξύ των άλλων, συνέγραψε δύο παιδαγωγικές πραγματείες, με σπουδαιότερη την «Περί Κενοδοξίας και Ανατροφής των τέκνων». Σε όλο του το έργο, όμως, διάσπαρτες υπάρχουν πολυάριθμες παιδαγωγικές γνώμες, οι όποιες καλύπτουν όλες τις πτυχές των μεγάλων προβλημάτων της αγωγής. Εύστοχα διατυπώθηκε η εκτίμηση, ότι ο μαρτυρικός Ιεράρχης επέδρασε δια μέσου των αιώνων και επιδρά και θα συνέχιση να επιδρά και στο μέλλον «τόσο πολύ στα ήθη των ανθρώπων, όσο κανένας άλλος παιδαγωγός στον κόσμο», με εξαίρεση τον Θεάνθρωπο Κύριο μας και τον απόστολο Παύλο.
Από τις παιδαγωγικές ιδέες αυτού του μεγάλου Πατρός και χριστιανού Παιδαγωγού θα επιχειρήσουμε μια μικρή σταχυολόγηση με την ευκαιρία της μνήμης του και της αφιερώσεως, από την Εκκλησία μας, του τρέχοντος έτους στα 1600 χρόνια από την κοίμησή του, για να ακούσουμε, για λίγο έστω, την φωνή του οικουμενικού τούτου διδασκάλου.
Για τον ιερό Χρυσόστομο, η αγωγή είναι «τέχνη, έργο δυσκολότερο από οποιοδήποτε άλλο. Γιατί, τί μπορεί να συγκριθεί με την προσπάθεια να καλλιεργεί κανείς την ψυχή του νέου και την διάνοια του»; Ποιος δεν θα συμφωνούσε με την γνώμη αυτή, ιδιαίτερα σήμερα, πού η άσκηση της αγωγής έγινε σχεδόν δραματική;
Δεν είναι ούτε εύκολο ούτε απλό το έργο της αγωγής. Τριπλό είναι, λέει ο χρυσορρήμων Πατήρ. Η πρώτη φροντίδα είναι η απαλλαγή από την κακία, η δεύτερη άφορα την πρόσκτηση της αρετής και η τρίτη την διαφύλαξή της. Αυτό το τελευταίο θέλει πολύ κόπο. Ένα έργο δύσκολο, όπως είναι η αγωγή των παιδιών, υπάρχει ο κίνδυνος να καταβάλει την αντοχή και να εξαντλεί την υπομονή του κοπιάζοντας. Ενδέχεται μάλιστα να τον εξώθηση και στην οργή. Αλλά το έργο της αγωγής μοιάζει με την ιατρική φροντίδα. «Πρέπει να σπεύδουμε να θεραπεύουμε και όχι να οργιζόμαστε και να αγανακτούμε. Γιατί και ο γιατρός, όταν διαπίστωση ότι δεν υποχωρεί το νόσημα, δεν παραιτείται, ούτε δυσανασχετεί, αλλά τότε περισσότερο προετοιμάζεται για την ευσέβεια και την θεραπεία». Η αγωγή πρέπει να ασκείται με πολλή επιμέλεια. Γιατί, «όπως ακριβώς, όταν παραμελεί κανείς το χωράφι του, βγάζει αγριόχορτα, όταν όμως καλλιεργείται με επιμέλεια, παράγει ώριμο καρπό, έτσι και η ψυχή του ανθρώπου, όταν μένη αδούλευτη γεννάει αγκάθια παραπτωμάτων, ενώ εκείνη πού βρίσκεται κάτω από φροντίδα επιμελή, δίνει πλούσιο τον καρπό της αρετής.
Η αγωγή δεν άφορα μόνο τον νου του ανθρώπου, αλλά κυρίως την ψυχή, πού είναι ο πραγματικός θησαυρός του ανθρώπου. Γι’ αυτό, ιδιαίτερα μάλιστα οι γονείς, πού πολλαπλώς είναι πρώτοι δάσκαλοι του παιδιού, πρέπει να έχουν κατά νουν πώς η μόρφωση της ψυχής του παιδιού είναι το σπουδαιότερο και το αναγκαιότερο έργο τους. Υπογραμμίζει, λοιπόν, ο σοφός Πατήρ: «Δεν διαμορφώνεις χρυσά σκεύη, αλλά την ψυχή, πού είναι πολυτιμότερη από οποιοδήποτε χρυσό σκεύος διαμορφώνεις, όπως ακριβώς ο χαλκουργός το σκεύος».
Είναι, αλήθεια, ότι ιδιαίτερα σήμερα, πού διακατεχόμαστε όλοι από την υλιστική νοοτροπία «του έχειν» και όχι «του είναι», η παρεχόμενη αγωγή, και της οικογενείας και του σχολείου, έγινε μονομερής. Παραθεωρούμε την αγωγή της ψυχής και επιδιώκουμε να μετατρέψουμε τα παιδιά μας σε δεξαμενές γνώσεων. Κανείς δεν θα υποβίβαζε την σημασία της γνώσεως, αν δεν περιθωριοποιούσαμε τον ανθρωπιστικό της χαρακτήρα. Ο ιερός Πατήρ μας συστήνει να μην καλλωπίζουμε τα παιδιά με εξωτερικά στολίδια και πολυτέλεια, αλλά ικετεύει, παρακαλεί, εξορκίζει: «πριν από όλα τα άλλα έργα σας, να φροντίζετε την αγωγή των παιδιών σας… Ανάθρεψε το παιδί σου με τέτοιον τρόπο, ώστε να γίνει αθλητής του Χριστού…και δίδαξε το να είναι ευλαβές από την παιδική του ηλικία…».
Η αγωγή, χωρίς να περιφρονεί τον έξω άνθρωπο, έχει στόχο τον έσω. Δεν πρέπει, λοιπόν, να είναι επιφανειακή και επιπόλαιη. «Δεν πρέπει να κόβουμε μόνον την κορυφή των βλαβερών ζιζανίων (των παθών), γιατί όταν μένουν οι ρίζες τους στο χώμα, αναπτύσσονται και πάλι, αλλά πρέπει να βγάζουμε τις ρίζες τους, πού είναι βαθιά στο χώμα, και να τις εκθέτουμε γυμνές στις καυτές ακτίνες του ήλιου, για να ξεραθούν εύκολα».
Πολλές είναι οι φροντίδες των γονέων για την σωματική υγεία του παιδιού, πολλοί οι κόποι και οι θυσίες και μεγάλη ή μεριμνά τους να μην λείψει από το παιδί τους κανένα από τα θεωρούμενα ως αγαθά. Σ’ αυτήν την ηλικία, επιμένει ο ιερός Πατήρ, πρέπει να επιμελούμεθα της αγωγής του, διότι όσο είναι μικρό είναι και εύπλαστο, διαμορφώνεται ο χαρακτήρας του. Όταν, όμως, δεν αξιοποιήσουμε τα παιδικά του χρόνια, μεγαλώνοντας γίνεται δύσκαμπτο στο καλό. «Αν οι καλές διδασκαλίες εντυπωθούν στην ψυχή του παιδιού, όταν ακόμη είναι τρυφερή, κανείς δεν μπορεί να τις αφαίρεση…Επωφελήσου αυτήν την κατάσταση όπως πρέπει. Σύ πρώτος θα απόλαυσης τους αγαθούς καρπούς …Κοπιάζεις για το συμφέρον σου, για τον εαυτό σου…». Και ακόμη, ο σωστός παιδαγωγός πρέπει να συνδυάζει την επιείκεια με την αυστηρότητα, χωρίς να λησμονεί το «μέτρο», «Όπως στο άλογο πού τρέχει προς τον γκρεμό, βάζουμε χαλινάρι στο στόμα, το συγκρατούμε με δύναμι και το μαστιγώνουμε πολλές φορές, για να το σώσουμε, έτσι και το επαναστατημένο παιδί, δεν το αφήνουμε ελεύθερο και ασύδοτο, αλλά χρησιμοποιούμε αντί για χαλινάρι την αυστηρότητα και την τιμωρία, για να το συγκρατήσουμε στο δρόμο προς τον γκρεμό και να το σώσουμε».
Ποια, όμως, είναι η «σωστή» αγωγή; Επιγραμματικά θα λέγαμε πώς ο ιερός Πατήρ θεωρεί σωστή αγωγή εκείνην, πού σκοπό έχει να οδήγηση τους νέους στην Θεογνωσία. Αυτό αποτελεί εγγύηση για το μέλλον τους, το εγγύς και το αιώνιο.
Ας ευχόμαστε, οι παιδαγωγικές συμβουλές του μεγάλου Πατρός, να γίνουν ο καθημερινός πρακτικός οδηγός των γονέων κυρίως, ώστε να είναι καλλίκαρπος και πολύκαρπος ο αγώνας τους.
Από το περιοδικό «Αγία Λυδία», τεύχος 417, Νοέμβριος 2007