Πρωτοχρονιά

Πρωτοχρονιά

Τήν 1η Ἰανουαρίου ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας τήν Περιτομή τοῦ Χριστοῦ καί τήν μνήμη τοῦἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου. Τό διπλό αὐτό ἑορτολογικό περιεχόμενο ἔχει μία λαμπρά ἐκπροσώπησι στήν ἀκολουθία τῆς ἡμέρας. Καί δικαίως, γιατί ἡ μέν περιτομή καί ὀνοματοδοσία τοῦ Χριστοῦ κατά τήν ὀγδόη ἡμέρα ἀπό τῆς γεννήσεως Του ἀποτελεῖ, τήν βεβαίωσι τῆς σαρκώσεως καί τῆς προσλήψεως ἀπό τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ τῆς τελείας ἀνθρωπίνης μορφῆς ἀναλλοιώτως καί τῆς εἰσόδου Του στόν λαό τοῦ Θεοῦ. Ὁ δέ Μέγας Βασίλειος εἶναι ὁἀληθινά μέγας ἱεράρχης, πού μέ τήν ἁγιότητα τοῦ βίου του, τά σοφά του συγγράμματα καί τήν ἔξοχο δρᾶσι του ἀνεδείχθη Πατήρ καί φωστήρ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἐφάμιλλο τοῦὁποίου δέν ἐγνώρισε ἴσως ἄλλον ὁ χριστιανικός κόσμος. Καί ἡ δεσποτική ἑορτή τῆς Περιτομῆς καί ἡ μνήμη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου περιττό καί νά εἰποῦμε, ὅτι δέν ἔχουν καμμία σχέσι πρός τήν ἔναρξι τοῦ ἔτους, τήν πρωτοχρονιά. Ἡ περιτομή ἐτέθη τήν 1η Ἰανουαρίου, γιατί αὐτή εἶναι ἡ ὀγδόη ἡμέρα ἀπό τά Χριστούγεννα. Ἡ μνήμη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, γιατί κατά τήν 1η Ἰανουαρίου τοῦἔτους 379 συνέβη ὁ θάνατος, ἡ κοίμησις ἐπί τό χριστιανικώτερον, τοῦ ἁγίου Πατρός. Ἡ σύνδεσις τοῦ δευτέρου πρός τήν πρωτοχρονιά, τά δῶρα, τά γλυκίσματα κλπ., ἔχει καθαρῶς λαογραφικό χαρακτῆρα.

 Ἡ Ἐκκλησία ἐπισήμως φαίνεται σάν νά ἀγνοῇ τήν ἀλλαγή τοῦ ἔτους, τίς πανηγύρεις καί τίς ἐκδηλώσεις πού τήν συνοδεύουν, καί νά ζῇ σ᾿ἕνα ἄλλο δικό της κόσμο, πού δέν ἐπηρεάζεται ἀπό τήν ἀλλοίωσι τῶν φθαρτῶν καί ρεόντων χρονικῶν συστημάτων τοῦ προσκαίρου αὐτοῦ κόσμου. Ὁμολογουμένως αὐτό δέν θά ἦταν ἀσύμφωνο πρός τόν ὑπερκόσμιο χαρακτῆρα τῆς λατρείας μας. Γιά τόν ἄναρχο, αἰώνιο καί ἀτελεύτητο Θεό ἡμέρες, μῆνες καί ἔτη δέν ὑπάρχουν. Χίλια ἔτη γιά Ἐκεῖνον εἶναι σάν τήν χθεσινή ἡμέρα πού πέρασε καί σάν ἕνα τρίωρο νυκτερινῆς φρουρᾶς, κατά τόν ψαλμῳδό (Ψαλμ. 89, 4). Ἤ, ὅπως συμπληρώνει ὁ ἀπόστολος Πέτρος, «μία ἡμέρα παρά Κυρίῳὡς χίλια ἔτη καί χίλια ἔτη ὡς ἡμέρα μία» (Β´ Πετρ. 3, 8). Αὐτήν ἀκριβῶς τήν προσήλωσι καί τήν δουλική προσκόλλησι στά «ἀσθενῆ καί πτωχά στοιχεῖα» τῶν κοσμικῶν ὑπολογισμῶν καταδικάζει καί ὁἀπόστολος Παῦλος γράφοντας στούς Γαλάτας: «Ἡμέρας παρατηρεῖσθε καί μῆνας καί καιρούς καί ἐνιαυτούς! Φοβοῦμαι ὑμᾶς μήπως εἰκῆ κεκοπίακα εἰς ὑμᾶς» (Γαλάτ. 4, 10).

Χωρίς ὅμως ἡ Ἐκκλησία νά ἀρνηθῇ τόν ὑπερκόσμιο χαρακτῆρα τῆς λατρείας της καί χωρίς νά δουλωθῇ στούς καιρούς τοῦ κόσμου τούτου, ἦταν ἑπόμενο καί νά μή μπορῇ νά παραβλέψῃ τήν διάκρισι καιρῶν καί ἐνιαυτῶν. Δέν εἶναι μόνο θεῖος ὀργανισμός, ἀλλά καί ἀνθρώπινος. Δέν εἶναι μόνο ὑπερκόσμιος, ἀλλά καί ἐγκόσμιος. Τέλειος τύπος συγκερασμοῦ τῶν δύο αὐτῶν στοιχείων τῆς ἐδόθη ἀπό τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό. Ὅπως Ἐκεῖνος ἦτο «τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος», «ὁμοούσιος τῷ Πατρί κατά τήν Θεότητα καί ὁμοούσιος ἡμῖν κατά τήν ἀνθρωπότητα», ὅπως αἱ δύο φύσεις ἡνώθησαν στόν Θεάνθρωπο Χριστό ἁρμονικά καί ἀχώριστα, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ Ἐκκλησία, κατά τό πρότυπο τῆς κεφαλῆς της, διεμορφώθη σέ θεανθρώπινο ὀργανισμό. Καί ἡ λατρεία της ἀκριβῶς συνεκέρασε τό θεῖο καί τό ἀνθρώπινο ἀτρέπτως καί ἀχωρίστως. Ὅπως δέ ἀκριβῶς ἡ θεία φύσις στόν Χριστό προσέλαβε καί ἐθέωσε καί τήν ἀνθρωπίνη, ἔτσι καί ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας προσέλαβε καί ἐξαγίασε τά σχήματα τοῦ κόσμου τούτου. Τά ἐξεχριστιάνισε, τά ἐθέωσε. Δέν τά ἀπέρριψε οὔτε τά συνέτριψε, ὅπως καί ὁ Χριστός δέν ἀπέρριψε οὔτε κατέκαυσε μέ τό πῦρ τῆς Θεότητος τό ὀστράκινο σκεῦος τῆς ἀνθρωπίνης σαρκός πού περιεβλήθη.

Τήν ἐφαρμογή τῶν ἀνωτέρω εὑρίσκομε καί στό ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ἀκούσθηκε στόν κόσμο τό εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας καί συνεκροτήθη ἡ Ἐκκλησία, δέν ἐφρόντισε νά ἐφεύρῃ κανένα νέο ἡμερολόγιο, οὔτε νά ἐπινοήσῃ νέες ὑπερκόσμιες χρονικές ὑποδιαιρέσεις. Στά μέρη ὅπου διεδόθη βρῆκε πολλά συστήματα καταμετρήσεως τοῦ χρόνου, διάφορα ἡμερολόγια. Τά υἱοθέτησε καί τά ἐξεχριστιάνισε. Χαρακτηριστικά παραδείγματα εἴδαμε στήν ἀναδρομή πού ἐκάμαμε κατά καιρούς στό λειτουργικό ἔτος. Τίς ἱερές ἡμέρες τῶν ἡμερολογίων τῶν Ἑβραίων ἤ εἰδωλολατρῶν δέν τίς κατήργησε· τίς ἐβάπτισε εἰς Χριστόν καί τίς ἐνέδυσε τόν Χριστόν, ὅπως καί τούς Ἑβραίους καί τούς εἰδωλολάτρας. Ἡ 14η τοῦ Νισάν, τό Πάσχα τῶν Ἑβραίων, ἡἀνάμνησις τῆς διαβάσεως τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης, ἔγινε Πάσχα Κυρίου, διάβασις τοῦ Χριστοῦ καί ὅλων ἡμῶν μαζί Του ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν. Ἡ ἑορτή τῆς παραδόσεως τοῦ Νόμου καί τοῦ θερισμοῦ, ἡ Πεντηκοστή, ἔγινε ἑορτή τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τῆς ἐνάρξεως τοῦ πνευματικοῦ θερισμοῦ. Τό Σάββατο, ἡ ἑβδομαδιαία ἑορτή τῆς καταπαύσεως τῶν ἔργων, ἔγινε Κυριακή, ἡ ἑβδομαδιαία ἑορτή τῆς ἀναστάσεως. Ἡ 25η Δεκεμβρίου, ἡ εἰδωλολατρική ἑορτή τῆς γεννήσεως τοῦ ἡλίου, ἔγινε ἑορτή τῆς γεννήσεως τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης, τοῦ Χριστοῦ, κ.ο.κ.

Καί ἡ πρώτη τοῦ ἔτους; Ἐδῶ τά πράγματα εἶναι περισσότερο πολύπλοκα, γι᾿ αὐτό καί ἡ ἱστορία τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῆς πρωτοχρονιᾶς εἶναι μακρά καί ἀνώμαλος. Ἴσως ὅμως γι᾿ αὐτό ἔχει καί περισσότερο ἐνδιαφέρον. Δέν θά παρακολουθήσωμε ὅλον αὐτόν τόν λαβύρινθο. Καί μόνο μιά ματιά στό πλῆθος καί στήν ποικιλία τῶν ἡμερολογίων, πού βρῆκε ὁ Χριστιανισμός κατά τήν πρώτη περίοδο τῆς ζωῆς του, εἶναι ἱκανή νά μᾶς δημιουργήσῃ τήν ἐντύπωσι βιβλικῆς Βαβέλ. Σχεδόν κάθε πόλις καί περιοχή εἶχε τό ἰδικό της ἡμερολόγιο, πού πολλές φορές καί αὐτό διεκρίνετο σέ παλαιό καί σέ νέο. Αὐτό κυρίως ὠφείλετο στήν ἔλλειψι σταθεροῦ κριτηρίου γιά τήν μέτρησι τοῦ χρόνου, φυσικά καί στήν διάσπασι τῶν λαῶν τῆς γῆς. Ὁ ἥλιος καί ἡ σελήνη καί τά φυσικά φαινόμενα ἔδιδαν σέ ὅλους τούς λαούς τά μέτρα τῆς διαιρέσεως τοῦ χρόνου. Τό γράφει καί ἡ Γένεσις: «Καί εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτωσαν φωστῆρες ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ εἰς φαῦσιν ἐπί τῆς γῆς, τοῦ διαχωρίζειν ἀνά μέσον τῆς ἡμέρας καί ἀνά μέσον τῆς νυκτός· καί ἔστωσαν εἰς σημεῖα καί εἰς καιρούς καί εἰς ἡμέρας καί εἰς ἐνιαυτούς» (Γεν. 1, 14). Ἀλλ᾿ ἀπό τοῦ σημείου αὐτοῦ μέχρι τοῦ νά ὑπάρξῃ κοινός τρόπος καταμετρήσεως τοῦ χρόνου ἡ ἀπόστασις εἶναι μεγάλη. Τό ἡλιακό καί τό σεληνιακό ἔτος, ἡ ἐναλλαγή τῶν ἐποχῶν τοῦ ἔτους καί τῶν φάσεων τῆς σελήνης, δέν μᾶς δίδουν τό ἴδιο μέτρο. Οὔτε ἦταν εὔκολος, ἰδίως μέ τίς ἀστρονομικές γνώσεις τῆς ἐποχῆς, ὁ ὑπολογισμός μέ ἀπόλυτο ἀκρίβεια τῆς διαρκείας τῶν περιόδων αὐτῶν. Ἄς προστεθῇ σ᾿ αὐτά καί ἡ παράλογος πολλές φορές, ἰδίως σέ τέτοιου εἴδους θέματα, συντηρητικότης τῶν ἀνθρώπων, πού προτιμοῦν νά μένουν προσκεκολλημένοι σέ μία παλαιά, ἀποδεδειγμένως ἐσφαλμένη, μορφή, ἀπό φόβο πρός τό νέο καί τό ἄγνωστο. Εἰδικώτερα γιά τήν ἐκλογή τῆς ἡμέρας τῆς ἐνάρξεως τοῦ ἔτους τό κριτήριο ἦταν ἀκόμη περισσότερο ἀσταθές, ἀνάλογα μέ τίς προϋποθέσεις πού ἐπικρατοῦσαν. Ἄν δηλαδή θά ἐλαμβάνετο ὡς ἀρχή τό ἡλιοστάσιο καί ποῖο ἀπό τά δύο, τό θερινό ἤ τό χειμερινό, ἄν ἡ ἰσημερία καί ποία ἀπό τίς δύο, ἡ ἐαρινή ἤ ἡ φθινοπωρινή, ἄν οἱ ἐποχές τοῦ ἔτους καί ποιά ἀπό τίς τέσσαρες, ἄν καμμία θρησκευτική ἑορτή ἤ κάποιο σημαντικό πολιτικό γεγονός. Ὅλοι αὐτοί οἱ σταθμοί χρησιμοποιοῦνται ὡς ἀφετηρία τοῦ ἔτους στά ἐπί μέρους τοπικά ἡμερολόγια. Πολλές φορές ἔχομε στό ἴδιο ἡμερολόγιο διάφορες πρωτοχρονιές, παλαιά καί νεωτέρα, θρησκευτική καί πολιτική κ.λπ.

Ἔτσι στήν Ρώμη κατά τό παλαιό ἡμερολόγιο τοῦ Ναουμᾶ Πομπηλίου ἀρχή τοῦ ἔτους ἦταν ἡ 1η Μαρτίου, τοῦ πρώτου μηνός τῆς ἀνοίξεως. Ἀπό αὐτό τό ἡμερολόγιο διατηροῦνται ἀκόμη τά ὀνόματα τοῦ ἑβδόμου, ὀγδόου, ἐνάτου καί δεκάτου μηνός (Σεπτέμβριος, Ὀκτώβριος, Νοέμβριος καί Δεκέμβριος), καίτοι κατά τό νεώτερο ἡμερολόγιο ἡ ἀρίθμησίς των εἶναι διαφορετική. Ὁ Ἰούλιος Καῖσαρ μετερρύθμισε τό ἡμερολόγιο τοῦ Ναουμᾶ τό ἔτος 45 π.Χ (Ἰουλιανόν ἡμερολόγιον) καί πρώτη τοῦ ἔτους καθωρίσθη ἡ 1η Ἰανουαρίου. Ἡ ἡμέρα αὐτή ἑωρτάζετο ἀπό τούς ἐθνικούς μέ μεγάλη ἐπισημότητα, θυσίες, μεταμφιέσεις, τυχηρά παιγνίδια, μέθες καί ὄργια. Μερικά ἀπό τά ἔθιμα αὐτά ἐπεβίωσαν στίς χριστιανικές κοινωνίες, παρά τήν ἀντίδρασι τῶν Πατέρων καί τίς ἀπαγορεύεις τῶν Συνόδων. Ἡ 1η Ἰανουαρίου πάντως παρέμεινε ὡς πρώτη τοῦ ἔτους στήν Δύσι καί μετά τήν πλήρη ἐπικράτησι τοῦ χριστιανισμοῦ, ἄν καί σέ ὡρισμένα μέρη της ὡς πρώτη τοῦ ἔτους ἐθεωρεῖτο ἡ 1η Μαρτίου, ἡ παλαιά πρωτοχρονιά, τά Χριστούγεννα, ὁ Εὐαγγελισμός ἤ τό Πάσχα.

Στήν Ἀνατολή ὑπῆρχαν περισσότερα ἡμερολόγια καί περισσότερες πρωτοχρονιές. Οἱ Ἑβραῖοι ὡς πρῶτο μῆνα θεωροῦσαν τόν σεληνιακό μῆνα Νισάν, τόν πρῶτο τῆς ἀνοίξεως, κατά τήν πανσέληνο τοῦὁποίου (14 Νισάν) ἑώρταζαν τό Πάσχα. Ἀργότερα ὡς πρῶτο μῆνα ὥρισαν τόν Τισρί, τόν πρῶτο σεληνιακό μῆνα τοῦ φθνοπώρου. Ἐπί μακρό πάντως χρονικό διάστημα συνυπῆρχαν οἱ δύο πρωτοχρονιές, ἡ 1η τοῦ Νισάν καί ἡ 1η τοῦ Τισρί.

Τά περισσότερα τοπικά προχριστιανικά ἡμερολόγια τῆς Ἀνατολῆς, ὅπως τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί τῆς Ἐφέσου, τῆς Κρήτης, τῆς Κύπρου, τῆς Βιθυνίας καί τῆς Ἡλιουπόλεως τῆς Συρίας εἶχαν ὡς πρωτοχρονιά τήν ἡμέρα τῆς φθινοπωρινῆς ἰσημερίας, τήν 24η Σεπτεμβρίου, ἤ τήν πλησιεστέρα πρός αὐτήν ἀρχή νέου μηνός, δηλαδή τήν 1η Ὀκτωβρίου, ὅπως τά ἡμερολόγια τῆς Ἀντιοχείας καί τῆς Σελευκείας τῆς Συρίας. Ἡ 23η Σεπτεμβρίου ἐν τῷ μεταξύ ἔγινε ἡ ἐθνική ἑορτή τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους, γιατί ἦταν ἡ γενέθλιος ἡμέρα τοῦ Ὀκταβιανοῦ Αὐγούστου. Στήν 23η λοιπόν τοῦ Σεπτεμβρίου μετετέθη ἀπό τήν 24η ἡ πρώτη τοῦ ἔτους. Ἡ 23η Σεπτεμβρίου ὡρίσθη τό 312 μ.Χ. ὡς ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου ἤ τῆς Ἰνδικτιῶνος, δηλαδή τῆς περιόδου τοῦ περί φόρου ρωμαϊκοῦ διατάγματος, πού ἴσχυε γιά 155 ἔτη. Ἴνδικτος βραδύτερον κατήντησε νά σημαίνῃ καί τήν περίοδο ἑνός ἔτους, ἀρχή δέ τῆς Ἰνδίκτου τήν πρωτοχρονιά. Αὐτήν τήν πρωτοχρονιά τῆς 23ης Σεπτεμβρίου ἐδέχθη κατά πρῶτον καί ἐξεχριστιάνισε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς. Σ᾿ αὐτήν ἐτέθη τό πρῶτο γεγονός τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας, ἡ σύλληψις τοῦ Βαπτιστοῦ. Ἀπό αὐτήν ἤ τήν μετά ἀπό αὐτήν Δευτέρα ἤρχιζε ἡ κατά συνέχειαν ἀνάγνωσις τοῦ Εὐαγγελίου, ἀπό τό Κατά Λουκᾶ Εὐαγγέλιο, πού ἐκτός ἀπό τήν σύλληψι τοῦ Βαπτιστοῦ μᾶς ἀφηγεῖται καί ἄλλα γεγονότα τῆς ἀρχῆς τῆς ἱστορίας τῆς Καινῆς Διαθήκης, πού δέν μᾶς διέσωσαν οἱ ἄλλοι εὐαγγελισταί, ὅπως τόν εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου, τήν ἐπίσκεψι στήν Ἐλισάβετ καί τήν γέννησι τοῦ Προδρόμου. Τό ἔτος 462 μ.Χ. μετετέθη ἡ πρώτη τοῦ ἔτους στήν 1η Σεπτεμβρίου γιά πρακτικούς λόγους καί γιά νά συμπίπτῃ πρώτη τοῦ ἔτους καί πρώτη τοῦ μηνός. Ἡ ἡμέρα αὐτή ἦταν εἰς τό ἑξῆς ἡ ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου, ἡ πρωτοχρονιά, καθ᾿ ὅλη τήν βυζαντινή περίοδο. Καί αὐτή καθηγιάσθη ἀπό τήν Ἐκκλησία.

Ἡ ἀκολουθία τῆς 1ης Σεπτεμβρίου, πού περιέχεται σήμερα στά λειτουργικά μας βιβλία, ἀναφέρεται κατά μέγα μέρος στήν πρώτη τοῦ ἔτους. Τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς λειτουργίας ἐλήφθη πάλι ἀπό τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ, πού περιγράφει τήν πρώτη δημοσία ἐμφάνισι τοῦ Κυρίου στήν συναγωγή τῆς Ναζαρέτ καί τό πρῶτό Του κήρυγμα γιά τόν «ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν» (Λουκ. 4, 16 ἐξ.). Τό Τυπικό τῆς Ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Ι´ αἰῶνος προβλέπει λιτανεία «εἰς τόν φόρον» καί τό Τυπικό τῆς Ἁγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης τοῦ ΙΕ´ αἰῶνος λιτανεία ἀνά τήν πόλιν καί ἁγιασμό ὑδάτων. Τό τελευταῖο αὐτό μᾶς διασώζει καί τίς αἰτήσεις τῆς ἐκτενοῦς, πού ἐλέγοντο ἀπό τόν ἀρχιερέα εἰς τό τέλος τῆς λιτανείας: «Ὑπέρ τῆς οἰκουμενικῆς καταστάσεως καί εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν καί τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως…». «Ὑπέρ τῆς ἀπολυτρώσεως τῶν ψυχῶν ἡμῶν καί ὑπέρ τοῦ συντριβῆναι τόν Σατανᾶν ὑπό τούς πόδας ἡμῶν καί ὑπέρ τοῦ ἄσειστον καί ἄφλεκτον καί ἀναίμακτον διαφυλαχθῆναι τήν πόλιν ταύτην καί πᾶσαν πόλιν καί χώραν…».

Ὅταν κατά τούς νεωτέρους χρόνους ἡ ρωμαϊκή πρωτοχρονιά τῆς 1ης Ἰανουαρίου ἦλθε καί στήν Ἀνατολή, ἡ Ἐκκλησία γιά διαφόρους λόγους δέν εἶχε πιά τήν δύναμι νά τήν ἀφομοίωσῃ καί νά τήν ἐκχριστιανίσῃ. Ἔμεινε προσκεκολλημένη στήν μεσαιωνική της πρωτοχρονιά, στήν ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου, τήν 1η Σεπτεμβρίου, σέ μία ἡμέρα πού δέν ἦταν πιά πρωτοχρονιά. Κατά τήν 1η Ἰανουαρίου ἀκούονται σήμερα στούς ναούς μας λόγοι γιά τήν πρώτη τοῦ ἔτους κατά τό κήρυγμα – καί αὐτό εἶναι μέρος τῆς θείας λατρείας – καί στό τέλος τῆς λειτουργίας γίνεται μία δοξολογία ἀνάμικτη μέ δέησι γιά τήν εὐλογία τοῦ νέου χρόνου, πού ἔχει εἰσαχθῆ κάπως ἐμβαλωματικά στό κατά τά ἄλλα ἄσχετο πρός τήν πρώτη τοῦ ἔτους λειτουργικό περιεχόμενο τῆς ἡμέρας. Ἕνα ἀπαραμίλλου ὅμως κάλλους ὑμνογραφικό ὑλικό μένει ἀνεκμετάλλευτο, καταχωσμένο κάτω ἀπό τά ἐρείπια τῆς παλαιᾶς πρωτοχρονιᾶς, τῆς 1ης Σεπτεμβρίου. Ἀπό αὐτό θά ἀνασύρωμε μερικά ἐκλεκτά τροπάρια: Τό ἰδιόμελο τοῦ πλ. β´ ἤχου, ποίημα τοῦ ὑμνογράφου Βυζαντίου, πού ψάλλεται στό «Καί νῦν» τῶν στιχηρῶν τοῦἑσπερινοῦ· «Ὁ Πνεύματι ἁγίῳ συνημμένος…». Τό πρῶτο κάθισμα τοῦ πλ. δ´ἤχου, προσόμοιον τοῦ «Τήν Σοφίαν καί Λόγον»· «Ὁ καιρούς καρποφόρους…». Τό πρῶτο ἐξαποστειλάριο «Θεέ θεῶν καί Κύριε…». Καί τέλος τό δεύτερο στιχηρό τῶν αἴνων, ἰδιόμελο τοῦ δ´ ἤχου, ποίῃμα Ἰωάννου μοναχοῦ· «Ἡ βασιλεία σου, Χριστέ ὁ Θεός…». Καί τά τέσσαρα αὐτά τροπάρια, ὅπως καί ὅλα τά ἄλλα τῆς ἡμέρας ἐκείνης, εἶναι γεμᾶτα ἐμπιστοσύνη πρός τόν Θεό, τόν δημιουργό καί προνοητή τοῦ παντός· στά χέρια Του ἀφήνουν τούς πόθους καί τούς φόβους τοῦ λαοῦ Του· ζητοῦν νά χαρίσῃ ὁ Θεός στόν κόσμο Του τήν εἰρήνη, νά κατευθύνῃ τά ἔργα τῶν χειρῶν τῶν δούλων Του, νά δώσῃ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εὐκαιρίες δοξολογίας τοῦ ὀνόματός Του καί νά εὐλογήσῃ «τόν στέφανον τοῦἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός» Του. Τί ἄλλα καλλίτερα καί πληρέστερα αἰτήματα θά μποροῦσε νά ἀπευθύνῃ ὁ ἄνθρωπος στόν Θεό κατά τήν ἀνατολή τοῦ νέου ἔτους;

 

«Ὁ Πνεύματι ἁγίῳ συνημμένος,

ἄναρχε Λόγε καί Υἱέ,

ὁ πάντων ὁρατῶν καί ἀοράτων

συμπαντουργός καί συνδημιουργός,

τόν στέφανον τοῦἑνιαυτοῦ εὐλόγησον,

φυλάττων ἐν εἰρήνῃ

τῶν ὀρθοδόξων τά πλήθη,

πρεσβείας τῆς Θεοτόκου

καί πάντων τῶν ἁγίων σου».

 

 

«Ὁ καιρούς καρποφόρους καί ὑετούς

οὐρανόθεν παρέχων τοῖς ἐπί γῆς

καί νῦν προσδεχόμενος

τάς αἰτήσεις τῶν δούλων σου,

ἀπό πάσης λύτρωσαι

ἀνάγκης τήν πόλιν σου·

οἱ οἰκτιρμοί καί γάρ σου

εἰς πάντα τά ἔργα σου.

Ὅθεν τάς εἰσόδους

εὐλογῶν καί ἐξόδους,

τά ἔργα κατεύθυνον

ἐφ᾿ἡμᾶς τῶν χειρῶν ἡμῶν

καί πταισμάτων τήν ἄφεσιν

δώρησαι ἡμῖν, ὁ Θεός·

σύ γάρ ἐξ οὐκ ὄντων τά σύμπαντα,

εἰς τό εἶναι παρήγαγες»

  

 

«Θεέ θεῶν καί Κύριε,

τρισυπόστατε φύσις,

ἀπρόσιτε, ἀΐδιε,

ἄκτιστε καί τῶν ὅλων

δημιουργέ, παντοκράτορ,

σοί προσπίπτομεν πάντες

καί σέ καθικετεύομεν·

Τό παρόν ἔτος τοῦτο,

ὡς ἀγαθός,

εὐλογήσας φύλαττε ἐν εἰρήνῃ

τούς βασιλεῖς καί ἅπαντα

τόν λαόν σου, οἰκτίρμον».

 

 

«Ἡ βασιλεία σου, Χριστέ ὁ Θεός,

βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων

καί ἡ δεσποτεία σου

ἐν πάσῃ γενεᾷ καί γενεᾷ·

πάντα γάρ ἐν σοφίᾳἐποίησας,

καιρούς ἡμῖν καί χρόνους προθέμενος·

διό εὐχαριστοῦντες κατά πάντα

καί διά πάντα βοῶμεν·

Εὐλόγησον τόν στέφανον τοῦἐνιαυτοῦ

τῆς χρηστότητός σου

καί καταξίωσον ἡμᾶς

ἀκατακρίτως βοᾶν σοι·

Κύριε, δόξα σοι».

 

Ἰω. Φουντούλη, ἀπό τό βιβλίο  «ΛΟΓΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ»