H παραβολή του ασώτου υιού

H παραβολή του ασώτου υιού

  1. Ἡ θρασύτητα τοῦ γυιοῦ καί ἡ καλωσύνη τοῦ Πατέρα.

Ὁ Κύριος καί σωτήρας μας Ἰησοῦς Χριστός, μᾶς εἶπε τήν παραβολή τοῦ ἀσώτου, γιά νά μᾶς δείξει πῶς πρέπει νά προσέχουμε τή ζωή μας καί τό Νά μᾶς διδάξει, ὅτι στή ζωή μας, πρέπει νά ἔχουμε πρῶτα τό καθῆκον. Καί μέσα στό μυαλό μας καί τήν καρδιά μας, νά ἔχουμε πρῶτα ἀπ’ ὅλα, τήν ἀπέραντη ἀγαθότητα, καλωσύνη καί εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ. Τήν σκέψη ὅτι ὁ Θεός εἶναι πολυεύσπλαγχνος, γεμάτος ἀγάπη καί καλωσύνη. Ὅλα τά ἄλλα πρέπει νά εἶναι δεύτερα, τρίτα καί τελευταῖα.

Μᾶς εἶπε λοιπόν ὁ Κύριος: Ἕνας πατέρας εἶχε δύο παιδιά. Τά δύο παιδιά του ὅμως, ἦταν δύο διαφορετικοί κόσμοι. Ὁ ἕνας εἶχε τό νοῦ του στόν ἑαυτό του. Στό τί θέλω, τί μοῦ ἀρέσει. Καί ὁ ἄλλος εἶχε τήν σκέψη του στό καθῆκον. Τί ὀφείλω νά κάνω. Τί πρέπει νά κάνω. Τί ἔχω χρέος νά κάνω, ἀπέναντι στό Θεό καί πατέρα.

Ὁ πρῶτος γυιός, θά λέγαμε ὁ ἔξυπνος καί ὁ μάγκας τῆς σημερινῆς ἐποχῆς, πῆγε μιά μέρα στόν πατέρα του καί τοῦ εἶπε: —Πατέρα, τί νά τό κάνω ἐγώ νά περιμένω νά πεθάνεις, γιά νά σέ κληρονομήσω. Τότε πού θἄχω γεράσει; Χάρισμά σου τότε. Ἐγώ τώρα τά θέλω. Νά μᾶς δώσεις, νά μᾶς μοιράσεις τήν περιουσία, νά μπορέσω καί ἐγώ νά κάνω ὅτι θέλω. Ἐγώ, τώρα τά θέλω τά χρήματα. Ὁ πατέρας φέρθηκε μέ καλωσύνη. Καί τοὖπε: —Καλά παιδί μου, νά σᾶς τά μοιράσω.

Καί μοίρασε τήν περιουσία του στά δύο. Τά μισά τοῦ πρώτου παιδιοῦ καί τά ἄλλα μισά τοῦ ἄλλου. Καί δικά του; Τίποτε. Γιατί ὁ πατέρας αὐτός, δέν ἦταν τοῦ ἑαυτοῦ του, δέν ζοῦσε γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά ἦταν τοῦ καθήκοντος. Τί πρέπει νά κάνει γιά τά παιδιά του. Καί ἀφοῦ τά μοίρασε, ἔμεινε χωρίς περιουσία. Ὁ νεώτερος υἱός, πῆρε τό μερδικό του, τά μισά καί ἔφυγε μακρυά. Γιατί κάθε ἄνθρωπος πού θέλει νά κάνει τή ζωή του, μέ ἁπλά λόγια, «βρώμικη» ζωή, δέν θέλει τά μάτια τοῦ πατέρα του, τῆς μάνας του καί τῶν γνωστῶν του ἀπό πάνω του. Θέλει νά κρυφτεῖ ἀπό τά μάτια τους. Γι’ αὐτό πῆγε ὁ νεώτερος σέ χώρα μακρινή. Ἐκεῖ ἄρχισε νά ζεῖ, ὅπως τοῦ ἄρεσε. Ὅπως τοῦ κάπνιζε. Μέ ἁμαρτίες, μέ διασκεδάσεις, μέ ἀσωτεῖες, μέ πορνεῖες. Γιά τίς ὁποῖες θά ἀκούσατε στόν Ἀπόστολο, ὅτι ἡ πορνεία εἶναι ἡ χειρότερη ἁμαρτία. Μολύνει ὄχι μόνο τήν ψυχή, ἀλλά καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ὅλα τά ἁμαρτήματα βέβαια πρέπει νά τά ἀποφεύγετε, ἀλλά ἰδιαίτερα φροντίστε νά φεύγετε μακρυά ἀπό τήν πορνεία. Γιατί εἶναι μία ἀπό τίς χειρότερες ἁμαρτίες, πού διώχνει ἀπό τήν ψυχή τήν χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος». Γλεντοῦσε λοιπόν αὐτός ὁ νεαρός, ἐκεῖ ποῦ πῆγε, καί νόμιζε ὅτι ἐπιτέλους ζεῖ καί ἀπολαμβάνει τή ζωή.

  1. Μιά ὀχιά κρυμμένη στά ἄνθη.

Θά τό ποῦμε μέ μιά ἱστορία. Κάποτε, ἕνα παιδί, μάζευε μέσα ἀπό τά καλάμια, κάποια ὡραῖα λουλούδια, πού τοῦ ἄρεσαν. Ἀλλά, ψάχοντας γιά τά λουλούδια, μιά ὀχιά πού ἦταν ἐκεῖ, τόν δάγκωσε. Καί τό παιδί δηλητηριάστηκε. Ἔβαλε τίς φωνές, ἔτρεξαν μερικοί ἄνθρωποι καί προσπάθησαν νά τό βοηθήσουν μέ τά γιατροσόφια πού ἤξεραν. Τοὔδεσαν τό χέρι, τοῦ τὄσκισαν στήν πληγή, ἔτρεξε αἷμα ἀρκετό καί βγῆκε τό δηλητήριο. Τό παιδί πρήστηκε, μαύρισε τό δέρμα του, βασανίστηκε πολλές ἡμέρες, πόνεσε, κινδύνευσε, ἀλλά τελικά σώθηκε «ὡς ἐκ θαύματος». Βέβαια ὑπέφερε φοβερά. Καί εἶχε πρόβλημα σέ ὅλη τοῦ τή ζωή. Ἀπό τό ὅτι πῆγε στά καλάμια νά μαζέψει τί; Ὄμορφα λουλούδια. Πού τοῦ ἄρεσαν. Ποῦ νά τό φανταστεῖ ὅτι πίσω ἀπό τήν ὀμορφιά τους, παραμόνευε ὁ θάνατος… Ὅπως μέσα στά καλάμια καί πίσω ἀπό τά λουλούδια, εἶναι δυνατόν νά κρύβεται ἡ ὀχιά, καί νά θέτει σέ κίνδυνο τήν ζωή μας, ἔτσι καί πίσω ἀπό μερικά «πράγματα» πού εἶναι εὐχάριστα καί μᾶς ἀρέσουν καί τά ἐπιδιώκομε, ἐκεῖνα πού εἶναι ἀντίθετα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, κρύβεται μιά ἄλλη ὀχιά πιό ἐπικίνδυνη ἀπό αὐτή πού ξέρομε. Γιατί ἡ ὀχιά πού ξέρομε δηλητηριάζει τό σῶμα, ἡ ἄλλη, δηλητηριάζει τήν ψυχή. Καί ἡ μέν σωματική ζωή, τήν ὁποία δεχθήκαμε καί κληρονομήσαμε ἀπό τόν πατέρα μας καί ἀπό τήν μητέρα μας, ὁπωσδήποτε μιά ἡμέρα θά τελειώσει. Ἡ ζωή ὅμως πού πήραμε ἀπό τόν Θεό, ὅταν μᾶς ἔδωσε ψυχή καί ἡ ζωή πού μᾶς χάρισε στό ἅγιο βάπτισμα εἰς τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, δέν τελειώνουν. Καί ἔχουμε δυνατότητα καί δικαίωμα, νά τήν διατηρήσουμε αἰώνια στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ἐμεῖς «παίζουμε» μέ τά ὄμορφα, -ἄν εἶναι δυνατόν νά τά ποῦμε ὄμορφα – τοῦ κόσμου τούτου. Τά φθαρτά καί παροδικά. Πόσο θαυμάζουμε τά λουλούδια! Ἀλλά ὅσο ὄμορφα καί ἄν εἶναι, ἡ ὀμορφιά τους κρατᾶ μιά ἡμέρα, δυό ἡμέρες, τρεῖς ἡμέρες. Μετά μαραίνονται. Ἐλάχιστο χρόνο μένουν ὄμορφα τά λουλούδια. Ἔπειτα εἶναι γιά πέταμα. Γίνονται βρωμιά, σαπίζουν. Δέν κάνουν γιά τίποτε. Κατά τόν ἴδιο τρόπο, ἅμα ἐξετάσει καί φιλοσοφήσει κανείς σωστά ἐκεῖνα πού μᾶς ἀρέσουν καί μᾶς γοητεύουν στή ζωή, ἕνα τίποτε εἶναι. Πέρασε; Δέν μένει τίποτε. Σάν τό λουλούδι, τό κρίνο. Πού ἔτσι καί τσαλακώσεις λίγο τό φύλλο του, πάει· εἶναι γιά πέταμα. Αὐθημερόν μάλιστα. Τόσο μάταιη εἶναι ἡ ἀπόλαυση πού μᾶς προσφέρει ἡ ἁμαρτία. Ἤπιες; Τελείωσε τό πιοτό; Τί κέρδισες; Μένεις μέ τό ρεζιλίκι τοῦ μεθυσιοῦ. Ἤ, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος, ἔπεσε ἕνας ἄνθρωπος σέ πορνεία. Τελείωσε. Τί ἔμεινε; Τίποτα ἀπολύτως. Μόνο τίποτα; Ἔμεινε ἡ πίκρα στήν ψυχή καί τό βάρος τῆς ἁμαρτίας. Μιά σαπίλα καί μιά δυσωδία πού κάνουν τό Πανάγιο Πνεῦμα νά φεύγει. Καί τούς ἀγγέλους νά ἀπομακρύνονται. Ὀργίσθηκε κάποιος καί θέλησε νά βρίσει. Ἤ νά βλαστημήσει. Τό ἔκανε. Ἔβρισε καί βλαστήμησε. Καί λοιπόν; Γιά μιά στιγμή, νομίζει ὅτι κάτι ἔκανε· καί λέει: «Ἔ, καλά τοῦ τήν ἔκανα τοῦ ἀλήτη». Καί μετά; Μετά μόνο τό βάρος τῆς ψυχῆς. Γιά πόσο; Μπορεῖ καί γιά αἰώνια. Μπορεῖ καί γιά πάντα.

  1. Μακρυά ἀπό τόν Θεό εἶναι μεγάλη φτώχεια.

Πότε δέν θά εἶναι γιά πάντα; Μόνο ὅταν ὁ ἄνθρωπος «ἔλθει εἰς αἴσθησιν». Λέγει παρακάτω ὁ Χριστός, ὅτι ὁ ἄσωτος σιγά- σιγά ξόδεψε τόν πλοῦτο, πού πῆρε ἀπό τόν πατέρα του. Ἐννοεῖται ὅτι πλοῦτος εἶναι τά χαρίσματα πού μᾶς. Ποιά χαρίσματα εἶναι αὐτά; Ἀγάπη γιά τό συνάνθρωπο. Τιμή γιά τό συνάνθρωπο. Σεβασμός γιά τό συνάνθρωπο. Διάθεση βοήθειας γιά τό συνάνθρωπο. Ὅλα αὐτά τά μεγάλα χαρίσματα, ἡ εὐγένεια τῆς ψυχῆς πού ἔχουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μέσα στή ζωή τῆς ἁμαρτίας, καταστρέφονται ὅλα. Τότε ὁ ἄνθρωπος βλέπει τόν ἄλλο σάν ἀντικείμενο ἐκμεταλλεύσεως. Καί προσπαθεῖ νά τόν ἐκμεταλλευτεῖ. Τί νά τοῦ ἐκμεταλλευτεῖ; Τήν τσέπη του, τόν κόπο του, τήν ψυχή του, τό σῶμα του. Ὅλα θέλει νά τά ἐκμεταλλευτεῖ, ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει ὑποδουλωθεῖ στήν ἁμαρτία, γιά τό δικό του κέφι. Γιά τό τί τοῦ ἀρέσει. Γιά τό τί θέλει. Ἐνῶ τό θέλημα τό ἅγιο τοῦ Θεοῦ εἶναι νά λέμε: Ὁ ἄνθρωπος ἀπέναντί μου, εἶναι εἰκόνα τοῦ Πατέρα μου «τοῦ ἐν οὐρανοῖς». Παιδί του, σάν κι ἐμένα. Ἀδελφός μου εἶναι. Τί ἔχω χρέος νά κάνω; Νά τόν ἀγαπάω. Νά τόν προστατεύω. Νά τόν βοηθῶ. Νά τόν σέβομαι. Εἴτε εἶναι ἄνδρας, εἴτε εἶναι γυναίκα. Εἴτε εἶναι ἀγόρι, εἴτε εἶναι κορίτσι. Τί διαφορά ὑπάρχει; Μιά οἰκογένεια εἴμαστε, τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος σκέπτεται ἔτσι τί γίνεται; Ἄγγελος ἐπάνω στή γῆ. Ὅταν σκέπτεται ἀλλιῶς, γίνεται δαιμόνιο. Καί πτωχεύει. Συνεχῶς πτωχεύει. Ἔτσι λοιπόν καί ὁ ἄσωτος μακρυά ἀπό τόν Θεό καί σκορπίζοντας τόν πλοῦτο, ἐπτώχευσε τόσο πολύ, πού αἰσθανόταν ὅτι βρίσκεται σέ μεγάλη ἀνάγκη. Καί ὅ,τι τρώει, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό ξυλοκέρατα. Πού τρῶνε τά γουρούνια. Γιατί ἐκεῖ καταντάει ἀδελφοί ὁ ἁμαρτωλός. Ὁ ἄνθρωπος μακρυά ἀπό τόν Θεό. Τρώει, καί ἐκείνη τήν στιγμή πού τρώει, νομίζει πώς κάτι κάνει, ἀλλά ἀμέσως μετά μένει μέ πίκρα. Τίποτε ἄλλο. Γι’ αὐτό δέν ὑπάρχει στούς ἁμαρτωλούς χαρά. Χαρά εἶναι νά μπορεῖς νά μείνεις καί μοναχός σου. Τί ζήλεψαν οἱ μοναχοί ἀπό τούς βράχους τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἤ τοῦ Σινά; Γιατί πῆγαν ἐκεῖ; Γιά νά προσευχηθοῦν γιά τήν ψυχή τους. Ἔχουν τή χαρά μέσα τους, στήν καρδιά τους. Δέν ψάχνουν νά τήν βροῦν πουθενά.

Τό ἴδιο γίνεται καί μέ κάθε ἄνθρωπο. Ὅσο πιό κοντά πηγαίνει στό Θεό, τόσο πιό πολύ ἔχει τή χαρά μέσα του. Ἐνῶ ἄν ψάχνει ἀλλοῦ νά τή βρεῖ, δέν τή βρίσκει. Ὁ ἄσωτος, ὅταν κατάλαβε ὅτι ἔπεσε πολύ χαμηλά, θυμήθηκε τά παλιά καί εἶπε: «Ἀλήθεια, πῶς ἤμουνα κάποια φορά κοντά στόν πατέρα μου;». Καί ποῦ αὐτή ἡ σκέψη εἶναι ἡ πολυτιμότερη σκέψη πού κάνει ὁ ἄνθρωπος. Νά ξεχωρίσει ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι καταστροφή, καί ἡ ζωή κοντά στό Θεό, εἶναι ζωή ἀληθινή καί σωτηρία. Μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού κάνει τέτοιες σκέψεις.

  1. Ὁ Πατέρας πού περιμένει καί συγχωρεῖ.

Μόλις ἔκανε τή σκέψη αὐτή ὁ ἄσωτος καί προχώρησε πρός τόν πατέρα του, ὁ πατέρας τόν εἶδε ἀπό μακρυά καί ἔτρεξε νά τόν ἀγκαλιάσει καί νά τόν φιλήσει. Ἦταν ἄξιος ὁ ἄσωτος νά τόν ἀγκαλιάσει καί νά τόν φιλήσει ὁ πατέρας; Γιά ποιά συμπεριφορά; Τήν ἀπέναντί του; Νά τήν ὀνομάσουμε ὅπως τήν λέμε μέ ἁπλά λόγια: «γαϊδουρινή συμπεριφορά»; Ἤ γιά τήν συμπεριφορά του ἀπέναντι τῶν ἄλλων ἀνθρώπων; Ἀλλά ὁ Χριστός μᾶς δείχνει καί μᾶς λέει, ὅτι μόλις ὁ ἄνθρωπος κάνει τή σκέψη ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι καταστροφή καί ἡ ζωή κοντά στό Θεό εἶναι σωτηρία, ὅσο χαμηλά καί ἄν ἔχει πέσει, ἐπειδή σκέφτηκε σωστά, γίνεται ἀγαπητός στό Θεό. Πού τρέχει νά τόν ἀγκαλιάσει, νά τόν φιλήσει καί νά τόν ὑποδεχθεῖ. Παρότι ἀκόμη δέν ἔχει διορθώσει τίποτε ἀπό τά πάθη του. Νά ἕνα μεγάλο δίδαγμα: Πρέπει ὅσο μποροῦμε περισσότερο, νά φροντίζουμε νά βάζουμε μέσα στό μυαλό μας τή σκέψη ὅτι ἡ ἁμαρτία, τό θέλημά μας, ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό, εἶναι ἡ χειρότερη καταστροφή. Ἡ ζωή τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ χειρότερη καταστροφή. Ὁ πατέρας ἀγκάλιασε τόν ἄσωτο καί τόν πῆρε στό σπίτι του. Καί ὁ ἄσωτος τοῦ ἔλεγε: «Πάτερ, δέν εἶμαι ἄξιος νά ὀνομάζομαι υἱός σου». Τά καλά παιδιά, ταυτίζουν τό θέλημά τους καί τήν καρδιά τους μέ τόν πατέρα τους. Δέν ἔχει ἄλλα μυαλά ὁ πατέρας, ἄλλα τό παιδί. Δέν θέλει ἄλλα ὁ πατέρας καί ἄλλα τό παιδί. Κάθε καλό παιδί προσπαθεῖ ἡ καρδιά του καί μυαλό του, νά εἶναι ἑνωμένα μέ τόν πατέρα του. Νά τόν ἀγαπάει, νά τόν ὑπακούει, νά τόν σέβεται, νά τόν τιμάει. Καί ὁ πατέρας, θέλει νά κάνει τά πάντα γιά τό παιδί του. Πῆρε ὁ πατέρας τόν ἄσωτο, τόν ἔντυσε μέ τό καλύτερο ροῦχο, τοῦ φόρεσε δαχτυλίδι καί ἔσφαξε τόν μόσχο τόν σιτευτό. Τί σημαίνουν αὐτά; Μέ τή μετάνοια καί τήν ἐξομολόγησή τοῦ ἔσβυσε τίς ἁμαρτίες του. Καί τοῦ ἐφόρεσε τό πρῶτο ἔνδυμα. Ἐκεῖνο πού φοροῦσε πρίν φύγει. Τή στολή τοῦ ἁγίου βαπτίσματος. Ὅταν ἁμαρτήσουμε, τή χάνουμε τή στολή τοῦ ἁγίου βαπτίσματος. Ὅταν μετανοήσουμε μᾶς τήν ξαναφοράει ὁ Θεός. Καί μᾶς δίνει τό δαχτυλίδι ὅτι εἴμαστε δικοί του. Καί θυσιάζει τόν μόσχο τόν σιτευτό. Μόσχος σιτευτός εἶναι ὁ Χριστός πού ἐσφάγη ἐπάνω στό Σταυρό, καί ἔχυσε τό αἷμα του, γιά νά γίνει τροφή μας. Νά τόν τρῶμε, νά δυναμώνει ἡ ψυχή μας. Νά ἀποκτᾶ ὑγεία, εὐρωστία καί τή δύναμη νά περπατάει μέσα στόν κόσμο, γιά νά φτάσει στήν αἰώνια ζωή. Γι’ αὐτό κάθε Κυριακή καί κάθε ἄλλη μέρα κάνουμε Λειτουργία, γιά νά προσφέρεται στό λαό τοῦ Θεοῦ, στά τέκνα τοῦ Θεοῦ πού θέλουν νά εἶναι κοντά Του, τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ μόσχος ὁ σιτευτός, γιά νά δυναμώνουμε στό καθῆκον μας ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ.

  1. Ξέρεις νά εὐεργετεῖς τό παιδί σου;

Ἐνῶ διασκέδαζαν καί ὁ πατέρας ἦταν γεμάτος χαρά γιά τόν ἐρχομό τοῦ υἱοῦ του, γύρισε ὁ πρεσβύτερος υἱός, ὁ μεγαλύτερος, ἀπό τά χωράφια πού εἶχε πάει γιά τίς δουλειές του, γιά τό καθῆκον του. Ἀλλά ὅταν ἄκουσε πῶς γύρισε ὁ ἄσωτος υἱός καί ὅτι ὁ πατέρας κάνει τέτοια διασκέδαση στενοχωρήθηκε. «Ἐγώ, ὅλη μου τή ζωή δέν ἔκανα τίποτε ἄλλο, ἀπό τό νά τοῦ κάνω τό θέλημά του αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ πατέρα μου. Καί ποτέ δέν μοῦ εἶπε, πᾶρε καί σύ ἕνα κατσικάκι νά πᾶς νά γλεντήσεις, ὄχι μέ τίς πόρνες, -ποτέ μου δέν πῆγα σέ τέτοιες διασκεδάσεις- ἀλλά μέ τούς φίλους μου». Ποιούς φίλους θά εἶχε αὐτό τό καλό παιδί; Ὁπωσδήποτε καλά παιδιά! Γιατί ὁ πατέρας δέν τοὔδωσε ποτέ ἕνα κατσίκι, νά πάει νά γλεντήσει μέ τούς φίλους του; Καλό παιδί μέ καλά παιδιά. Γιατί ὁ Πατέρας ἐκεῖνος εἶναι συνετός, καί ἅγιος. Ὁ ἐπουράνιος Πατέρας ἦταν. Ξέρει ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι λάσπη πού γλιστράει. Καί ἡ διασκέδαση εἶναι λάσπη πού γλιστράει. Ἅμα ἀρχίσει νά γλεντάει μέ τούς φίλους του, δέν θά ἀργήσει νά πάει καί στά χειρότερα. Γι’ αὐτό οἱ καλοί γονεῖς, δέν πρέπει νά δίνουν θάρρος στά παιδιά τους, γιά γλέντια καί γιά διασκέδαση. Γιατί; Γιά νά μήν πᾶνε καί παραπέρα ἀπό τό σωστό καί τό κανονικό. Κάνοντας ἔτσι εὐεργετοῦν τά παιδιά τους. Γιατί τά σώζουν. Τούς δίδουν δύναμη.

Ὁ Πατέρας αὐτός, ὁ ἐπουράνιος Πατέρας, ὅταν ἄκουσε πώς ὁ γυιός του πείσμωσε, βγῆκε ἔξω καί τοῦ εἶπε: —Παιδί μου, τί σκέψεις εἶναι αὐτές πού κάνεις; Ἐσύ εἶσαι πάντοτε μαζί μου. Δέν μέ κατάλαβες ἀκόμη; Δέν κατάλαβες τί ἔχω στήν καρδιά μου; Μόνο ἀγάπη καί πόνο. Πῶς γιά μιά στιγμή μοῦ ξεφεύγεις παιδί μου; Σέ ποιόν μοιάζεις αὐτή τή στιγμή; «Εὐφρανθῆναι καί χαρῆναι ἔδει». Ἔπρεπε νά γεμίσεις χαρά. Ἀδελφός σου εἶναι αὐτός πού ἦλθε. Νεκρός ἦταν. Καί ἀναστήθηκε. Καί ἀπολωλός ἦταν. Τόν εἴχαμε χάσει, τόν εἴχαμε ξεγράψει. Καί νάτος ζωντανός Γιατί δέν χαίρεσαι παιδί μου; «Εὐφρανθῆναι καί χαρῆναι ἔδει».

  1. Ὁ αὐτοκράτορας σώζει τόν ληστή.

Θά τελειώσουμε μέ μία ὡραία ἱστορία. Ὅτι μᾶς λέει, ἔγινε στήν Κωνσταντινούπολη, ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ ἀοιδίμου καί μακαρίου βασιλιά μας, Μαυρικίου. Ὁ Μαυρίκιος ἦταν ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος. Ἔκανε προσευχές, νηστεῖες πολλές καί εἶχε ζῆλο γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἦταν εὔσπλαγχνος, πολυέλεος καί μακρόθυμος. Κάποτε τοῦ εἶπαν, πώς σ’ ἕνα μέρος ἦταν ἕνας λήσταρχος, πού ἔκλεβε, καί ἔσφαζε χωρίς κανένα δισταγμό. Ἔκαναν λοιπόν συμβούλιο, γιά νά δοῦν τί θά κάνουν καί πῶς θά τόν ἀντιμετωπίσουν. Λέει κάποιος: «Νά στείλουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀστυνομίας. Ποῦ θά πάει; Θά τόν πιάσουν, θά τόν σκοτώσουν, νά ἡσυχάσει ὁ κόσμος». Τούς λέει ὁ Μαυρίκιος: «Μιά ἁπλή κουβέντα εἶναι νά τόν πιάσουν νά τόν σκοτώσουν, νά ἡσυχάσει ὁ κόσμος. Καί ἡ ψυχή αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ποῦ θά πάει, ἀμετανόητη, φορτωμένη μέ τόσες ἁμαρτίες;». —Καί τί θέλεις νά κάνουμε βασιλιά μου μ’ αὐτό τό ἀγρίμι; Εἰπέ μας. —Θά κάνουμε κάτι, τούς λέει καί ἄν δέν πιάσει, νά γίνει τό δικό σας. Καί τί ἔκανε λέτε; Ἔβγαλε ἕνα διάγγελμα: «Ἐσένα τάδε ληστή πού γυρίζεις καί κακοποιεῖς τόν κόσμο, σέ προσκαλῶ ἐγώ, ὁ Μαυρίκιος ὁ βασιλιάς. Νά ρθεῖς εἰρηνικά στήν πόλη, νά σοῦ δώσω ὅτι χρειάζεσαι γιά μιά καλή ζωή. Νά ζήσεις ἔντιμα καί ἤρεμα. Νά μήν κάνεις κακό στόν κόσμο. Καί θά σέ συγχωρήσω, γιά ὅλα ὅσα ἔχεις κάνει μέχρι τώρα». Τό ἄκουσε ὁ ληστής, συγκινήθηκε καί εἶπε: «Ὁ Μαυρίκιος, αὐτός ὁ τόσο καλός ἄνθρωπος ζητάει ἐμένα καί μοῦ δείχνει τέτοια καλωσύνη, γιά νά μήν χάσω τήν ψυχή μου. Ἀμέσως ἄφησε τό λημέρι του καί ξεκίνησε γιά τόν αὐτοκράτορα. Γιατί τοὖρθε ἡ σωστή σκέψη: «Βρέ, δέν πάω καί ἐγώ νά μπῶ στό δρόμο τοῦ Θεοῦ; Μοῦ δίνει τέτοια εὐκαιρία». Ἀλλά περπατώντας γιά νά φτάσει στά ἀνάκτορα, νά βρεῖ τόν Μαυρίκιο, τόν ἔπιασε μεγάλη κατάνυξη καί ἄρχισε νά κλαίει. Στό τέλος ἔκατσε σέ μιά πέτρα καί ἔκλαιγε, ἔκλαιγε, ἔκλαιγε. Καί ὅσο σκεπτόταν ὅτι θά παρουσιαστεῖ στό Μαυρίκιο, τόν βασιλιά, καί θά τοῦ πεῖ: «Ἦρθα βασιλιά μου, ζητῶ τήν συγγνώμη σου καί σέ εὐχαριστῶ γιά τήν ἀγάπη σου, τήν καλωσύνη σου, τήν εὐσπλαγχνία σου», τόσο ἔτρεχαν τά δάκρυα. Καί μόνο πού τό σκεπτόταν ἔλεγε: «Αὐτός τοῦ Θεοῦ μοιάζει. Τέτοια καλωσύνη νἄχει σέ μένα τό τέρας». Τόσο πολύ τόν ἔπιασε ἡ κατάνυξη, καί τόσο πολύ ἔκλαψε πού φαίνεται πώς ὁ ἄνθρωπος ἔπαθε συγκοπή, πέθανε κλαίγοντας. Τό εἶδαν οἱ σύντροφοί του, πού ἦταν μαζί του, καί πῆγαν καί εἶπαν στόν Μαυρίκιο: «Ὁ ληστής ἔπαθε αὐτό καί αὐτό. Ἀπό τά πολλά κλάματα, ἀπό τή μετάνοια καί ἀπό τή συναίσθηση, ἔκλεισε τά μάτια του, κλαίγοντας».

Ὅταν τό ἄκουσε ὁ Μαυρίκιος ἔκανε τό σταυρό του καί εἶπε: «Δόξα σέ σένα Χριστέ μου. Πατέρα τοῦ ἐλέους καί τῆς φιλανθρωπίας καί τῶν οἰκτιρμῶν. Ἕνας ληστής σώθηκε τότε πού ἤσουνα σύ καρφωμένος στό Σταυρό, ἐπειδή σοῦ εἶπε: ‘’Μνήσθητί μου Κύριε, ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου’’. Καί ἕνας δεύτερος ληστής, ὅμοια φάρα, ὅμοια ποιότητα, σώθηκε ἐπί τῶν ἡμερῶν μου, ἐξ αἰτίας τῆς καλῆς μου διάθεσης, ἐξ αἰτίας τῆς δικῆς μου προσφορᾶς. Δόξα νἄχεις Χριστέ μου, πού μοῦ ἔδωσες τέτοια χαρά. Νά δῶ νά μετανοήσει ἕνας ληστής ἐξ αἰτίας τῆς καλωσύνης.

Αὐτή τήν καλωσύνη μᾶς διδάσκει ὁ Χριστός ὅτι πρέπει νά ἔχουμε στήν καρδιά μας. Καί ὅταν βλέπουμε ἄνθρωπο νά κάνει τό σταυρό του καί νά θέλει νά κάνει ἕνα τόσο δά βηματάκι, γιά νά πάει πιό κοντά στό Χριστό, καί ἀπό τήν κακή συμπεριφορά, τήν ὁποιαδήποτε, νά θέλει νά διορθωθεῖ καί νά γίνει λίγο καλύτερος, πρέπει νά αἰσθανόμαστε τέτοια χαρά καί τέτοια εὐφροσύνη, ὥστε νά νομίζουμε ὅτι οἱ στιγμές αὐτές εἶναι οἱ πιό εὐτυχισμένες τῆς ζωῆς μας. Καί ἐμεῖς, νά φροντίζουμε νά μήν ξεχνᾶμε, ὅτι ἔχουμε χρέος νά κάνουμε πάντοτε τό καθῆκον μας ἀπέναντι τοῦ Κυρίου. Τοῦ Πατέρα τοῦ ἐπουρανίου. Καί ἀπέναντι τῶν ἀδελφῶν μας, τῶν τέκνων τοῦ Πατέρα μας τοῦ ἐπουρανίου. Ἀκόμη νά ἔχουμε στό μυαλό, καί στήν καρδιά μας τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ. Καί νά φροντίζουμε, ἐπειδή εἶναι Πατέρας μας, νά τόν μιμούμεθα στήν ἀγάπη, στήν εὐσπλαγχνία καί στήν καλωσύνη ἀπέναντι ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Λέει ἕνας μεγάλος συγγραφέας, ὁ μεγαλύτερος ἴσως τοῦ κόσμου, ὁ περίφημος Θεόδωρος Ντοστογιέφσκι, πού ἦταν καί μεγάλος φιλόσοφος: «Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου εἶναι τό ὡραιότερο κείμενο, τά ὡραιότερα λόγια πού ἔχουν γραφεῖ σέ ὅλο τόν κόσμο». Καί ὅταν πέθαινε, παρακάλεσε τό παιδί του: «Διάβασέ μου, παιδί μου, ν’ ἀκούσω γιά τελευταία φορά τήν παραβολή τοῦ ἀσώτου, νά εὐφρανθεῖ ἡ ψυχή μου». Ὅσο ὁ γυιός του διάβαζε, ὁ Θεόδωρος Ντοστογιέφσκι, ὁ τόσο σοφός ἄνθρωπος, ἔκλαιγε συνεχῶς καί δόξαζε τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.

Καί ἐμεῖς, νά ἀκοῦμε μέ αὐτή τήν συγκίνηση πάντοτε, τό θεόσδοτο κείμενο πού λέγεται «Παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ». Ἀμήν!

 

Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου (†)