Οι Μυροφόρες
Μεγάλη Παρασκευή απόγευμα, λίγο πριν γείρει ο ήλιος στη δύση του στο Γολγοθά. Ο Ιωάννης, ο αφοσιωμένος μαθητής του Κυρίου, και οι λίγες μαθήτριες που παρέμειναν εκεί ατενίζουν με αβάσταχτο πόνο και βαθιά θλίψη το νεκρό σώμα του αγαπημένου τους Κυρίου να κρέμεται άψυχο πάνω στον σταυρό. Κι ένας φόβος μεγάλος και απειλητικός τριγυρνά στη σκέψη όλων τους: ο κίνδυνος να μείνει άταφο το άχραντο σώμα του νεκρού αγαπημένου τους. Ποιος όμως θα τολμήσει να το ζητήσει για να του αποδώσουν νεκρικές τιμές; Και μάλιστα πριν δύσει ο ήλιος! Ο χρόνος κυλά αδυσώπητος. Σ’ αυτήν την κρίσιμη ώρα που το αδιέξοδο τρομοκρατεί τις καρδιές, μια αναπάντεχη λύση φαίνεται στον ορίζοντα. Κάποιοι ανηφορίζουν προς τον Γολγοθά. Ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, ο κρυφός μαθητής, και ο Νικόδημος, ο νυχτερινός μαθητής· εκλεκτά μέλη του Ιουδαϊκού Συνεδρίου. Τι να συμβαίνει άραγε; Μέσα στην καταχνιά της Μεγάλης Παρασκευής ο Ιωσήφ τόλμησε. Παρουσιάσθηκε στον Πιλάτο ζητώντας το σώμα του Χριστού. Ο Πιλάτος έμεινε έκπληκτος: Πώς τόσο γρήγορα πέθανε ο Ιησούς! Και όταν βεβαιώθηκε από τον εκατόνταρχο γι’ αυτό, απάντησε θετικά στον Ιωσήφ. Όλα πλέον γίνονται αστραπιαία. Ο Ιωσήφ αγόρασε καινούργιο σεντόνι και ο Νικόδημος προμηθεύτηκε εκατό λίτρα σμύρνας και αλόης. Και αφού έφθασαν στον Γολγοθά με πόνο βαθύ και δάκρυα πολλά, κατέβασαν ευλαβικά το σώμα του Κυρίου από τον σταυρό. Το τύλιξαν με τα οθόνια, το περιέλουσαν με τα πολύτιμα μύρα τους και τα καυτά τους δάκρυα. Και το εναπέθεσαν στο καινούργιο μνημείο, που ήταν σκαλισμένο στο βράχο, και κύλησαν μπροστά ένα μεγάλο λίθο.
Ο κίνδυνος να μείνει το σώμα του Εσταυρωμένου άταφο ξεπεράστηκε. Για να γίνει όμως αυτό, κάποιοι τόλμησαν. Οι δυο κρυφοί μαθητές του Κυρίου που τώρα αποκαλύπτονται. Τώρα δεν υπολογίζουν ούτε τη θέση τους στο Ιουδαϊκό Συνέδριο ούτε τον κίνδυνο να γίνουν αποσυνάγωγοι. Τολμούν. Επειδή αγάπησαν τον Κύριο και πίστεψαν σ’ Αυτόν. Τώρα ήρθε η ώρα να αποδείξουν στην πράξη την πίστη τους. Και το αποδεικνύουν στην κρισιμότερη ώρα με σύνεση, αλλά και με τόλμη. Και δίνουν το μάθημα της τόλμης σ’ εμάς που κάποτε δειλιάζουμε ν’ αποκαλύψουμε τις θρησκευτικές μας πεποιθήσεις. Και μας καλούν να μη διστάζουμε να υψώνουμε τη φωνή μας όταν το κακό θριαμβεύει, όταν πολεμείται ο Χριστός και η Εκκλησία του. Αλλά να παίρνουμε θέση· να τολμούμε με σύνεση και θάρρος. Χωρίς να φοβόμαστε τις αντιδράσεις και το κόστος. Και οι κίνδυνοι θα υπερνικώνται.
Κοντά στο σταυρό του Κυρίου την ώρα της αποκαθηλώσεως οι αφοσιωμένες μαθήτριες του Κυρίου παρατηρούσαν προσεκτικά πού τοποθετήθηκε το σώμα του Κυρίου. Πώς άντεξαν να βλέπουν νεκρό Αυτόν που επί τρία χρόνια έδινε φως και ζωή; Πόσο θα ήθελαν να Του προσφέρουν και τα δικά τους ακριβά μύρα της αγάπης τους! Όμως ο χρόνος και ο νόμος δεν τους το επέτρεπε. Και αφού περίμεναν με αδημονία να περάσει το Σάββατο, αγόρασαν αρώματα για να έλθουν το πρωί της επόμενης ημέρας στον τάφο. Πολύ πρωί ξεκίνησαν για το μνημείο. Ένα θέμα μόνο τις προβλημάτιζε: Ποιος θα αποκυλίσει τον μεγάλο λίθο από την είσοδο του τάφου; Μόλις όμως πλησίασαν και έστρεψαν τα μάτια τους προς το μνημείο, είδαν έναν άγγελο να κάθεται στα δεξιά ντυμένο με λευκή στολή, και γέμισαν φόβο και κατάπληξη. Αυτός όμως τους είπε: Μη φοβάστε. Ζητάτε τον Ιησού τον Ναζαρηνό τον εσταυρωμένο. Αναστήθηκε! Δεν είναι εδώ. Να, είναι αδειανός ο τόπος που Τον έβαλαν. Αλλά πηγαίνετε και πέστε στους μαθητές του και στον Πέτρο ότι θα σας περιμένει στη Γαλιλαία. Εκεί θα τον δείτε, όπως σας το είχε πει. Και εκείνες έφυγαν από το μνημείο γεμάτες τρόμο και έκσταση. Και δεν είπαν τίποτε σε κανένα, διότι είχαν κυριευθεί από φόβο.
Γιατί όμως φοβήθηκαν οι γυναίκες αυτές; Αυτές ατρόμητες ξεκίνησαν μέσα στη νύχτα προς το μνημείο και δεν υπολόγισαν ούτε τους μανιασμένους Ιουδαίους ούτε τους απειλητικούς Ρωμαίους στρατιώτες ούτε τους ληστές που καιροφυλακτούσαν ούτε το φόβο που ασφαλώς προκαλούσε η ώρα και ο τόπος ο ερημικός, τόπος νεκρών. Τι ήταν λοιπόν αυτός ο φόβος;
Οι γυναίκες αυτές είδαν το μνημείο κενό, τον λίθο αποκυλισμένο, τον άγγελο απαστράπτοντα να τους λέει κάτι που φαινόταν αδιανόητο: Ο εσταυρωμένος νεκρός «οὐκ ἔστιν ὧδε». Κι αυτές κυριεύθηκαν από τρόμο και έκσταση, διότι άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι μέσα στο μνημείο έγινε κάτι πολύ μεγάλο. Το συγκλονιστικότερο θαύμα του κόσμου. Εκεί μέσα νικήθηκε ο θάνατος. Εκεί μέσα αναστήθηκε όχι ένας άνθρωπος, όπως πριν λίγες ημέρες ο Λάζαρος, αλλά ο ίδιος ο Θεάνθρωπος Κύριος. Και αναστήθηκε όχι για να ξαναπεθάνει κάποτε, αλλά για να μην πεθάνει ποτέ. Και οι Μυροφόρες λοιπόν τα είχαν χαμένα, έμειναν εκστατικές, διότι δεν μπορούσαν τότε να διανοηθούν αυτό που τα πράγματα έδειχναν ότι εκεί στο κενό μνημείο, Αυτός που αναστήθηκε, Αυτός τον Οποίο διακονούσαν επί τρία χρόνια δεν ήταν μόνο ο Διδάσκαλός τους, ο Μεσσίας, ο μέγας προφήτης, αλλά ήταν ασυγκρίτως ανώτερος, ο ίδιος ο Θεός! Και μέσα από τα βάθη του νου τους μια αλήθεια, η μεγαλύτερη αλήθεια δονούσε τις καρδιές τους. Ο Χριστός Ανέστη!