Η καταλαλιά

 

Αν δεχθείς τα βρωμερά λόγια εκείνου που καταλαλεί, θα προξενήσεις στην προσευχή σου, με τους λογισμούς, κηλίδες ακαθαρσίας και θα μισήσεις αδικαιολόγητα αυτούς που σε συναναστρέφονται.

Όταν τ’ αφτιά σου θα γεμίσουν από την απανθρωπιά αυτών που καταλαλούν, τότε όλους θα τους υποτιμάς και όλους θα τους θεωρείς το ίδιο ακάθαρτους· όπως ακριβώς και το μάτι, όταν θαμπωθεί από δυνατό έγχρωμο φως, δεν μπορεί να διακρίνει καθαρά το σχήμα των αντικειμένων που βλέπει.

Πρέπει λοιπόν να φυλάμε τη γλώσσα μας και τ’ αφτιά μας, ώστε μήτε να λέμε τίποτα κακό για τον πλησίον μας, μήτε ν’ ανεχόμαστε καν ν’ ακούμε κάτι τέτοιο. Γιατί έχει γραφτεί: «Οὐ παραδέξῃ ἀκοὴν ματαίαν» (Εξ. 23, 1). Και αλλού: «Τὸν καταλαλοῦντα λάθρᾳ τὸν πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον» (Ψαλμ. 100, 5). Και σ’ άλλο σημείο πάλι: «Ὅπως ἂν μὴ λαλήσῃ τὸ στόμα μου τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ. 16, 4).

Εμείς όμως μιλάμε ακόμα και για έργα που δεν έκαναν οι άνθρωποι! Γι’ αυτό πρέπει όχι μόνο να μην πιστεύουμε όσα μας λένε και να μην τα παραδεχόμαστε καθόλου, αλλά και να ενεργούμε και να μιλάμε σύμφωνα με το παράδειγμα του προφήτη: «Ἐγενόμην ὡσεὶ ἄνθρωπος οὐκ ἀκούων καὶ οὐκ ἔχων ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ ἐλεγμούς» (Ψαλμ. 37, 15).