Ένα πρωϊνό στο Μετρό

 

Ένα πρωϊνό για μένα ξεχωριστό που με έκανε και δάκρυσα. Μπαίνοντας πριν λίγα λεπτά στο τρίτο βαγόνι, έπεσα πάνω σε ένα καρότσι μπροστά στην πόρτα. Ίσα – ίσα που έκλεισε η πόρτα. Καλά, λέω μέσα μου, με τόσο κόσμο πώς μπαίνει και αναπηρικό καρότσι. Ήδη δεν είχα επιβιβαστεί στον προηγούμενο συρμό που είχε περάσει πριν τέσσερα λεπτά επειδή δεν χωρούσε να μπει τόσος κόσμος.

Γύρισα την πλάτη κρατήθηκα όπως μπορούσα και χάζευα έξω. Στην επόμενη στάση έπρεπε να κατέβει ο κόσμος οπότε μπήκα και ξαναβγήκα για να μπορέσουν όσοι ήθελαν να αποβιβαστούν. Προχώρησα πιο μέσα επειδή δημιουργήθηκε περισσότερο χώρος. Τότε μου κόπηκαν τα γόνατα. Αντίκρυσα πάνω στο αναπηρικό καρότσι ένα νεαρό παιδί περίπου 12 – 14 χρονών. Τα πόδια του είναι πιο μικρά από το σώμα του. Καθόταν με τέτοιο τρόπο που δεν μπορούσε να στηρίξει το σώμα του. Τα χερούλια του καροτσιού τα κρατούσε η μητέρα του. Δεν μπορούσε να το δει. Το κεφάλι του έπεφτε κάτω. Ξάφνου τον ακουμπάει στον ώμο ένα αντρικό χέρι και τον κρατάει εκεί σταθερά. Γυρίζω και κοιτάζω κι εγώ, ήταν ο πατέρας του. Ένας άνδρας ψηλός πάνω από 1.80 γύρω στα 40 – 45.

Δεν θα ξεχάσω μα ποτέ δεν θα ξεχάσω το βλέμμα του παιδιού αυτού στον πατέρα του. Τον κοίταξε μέσα στα μάτια. Το βλέμμα δεν το έπαιρνε από τον πατέρα του. Στιγμιαία κατέβασε το βλέμμα του το παιδί αλλά πάλι τον ξανακοίταξε. Ήταν σαν του έλεγε σε σένα στηρίζομαι… μην με αφήσεις ποτέ. Βλέπω αυτά και αρχίζουν τα υγραίνονται τα μάτια μου. Θεέ μου, μονολογώ, έχω έναν άγγελο δικό σου μπροστά μου. Σταματά το τρένο, στάση «Ευαγγελισμός». Μάλλον θα κατέβει εδώ. Μπορεί να πηγαίνουν το παιδί τους στο Νοσοκομείο. Κόσμος σαν μυρμήγκια τρέχει εδώ και εκεί να προλάβει. Τι να προλάβει όμως; αναρωτιέμαι. Για ποια ζωή τρέχουμε; Για την παρούσα ή την μέλλουσα; Ο χρόνος στιγμιαία σταμάτησε για μένα εκείνη τη στιγμή. Βλέπω μόνα τα μάτια του παιδιού. Επόμενη στάση «Σύνταγμα». Κατεβαίνουν όλοι και το παιδί με τους γονείς του είναι ακόμη μέσα. Εγώ δεν βγαίνω και περιμένω μην τυχόν χρειάζονται βοήθεια με το καρότσι.

Τότε ρωτάω τον Πατέρα του: «Θέλετε να σας βοηθήσω σε κάτι;». Μου απαντά: «Όχι! Ευχαριστώ, ρε φίλε!». H φωνή του, η χροιά της φωνής του φανέρωνε μεγάλη θλίψη και πόνο καρδιάς. Αυτός ο άνθρωπος σκέφτηκα με τόσο μεγάλο Σταυρό στέκεται όρθιος. Ο γιός του, του χαμογελά από το αναπηρικό καρότσι και εκείνος πρέπει να του δώσει δύναμη.

Τρέχουν τα μάτια μου. Φοράω τα γυαλιά μου και ανεβαίνω τις κυλιόμενες σκάλες. Η καρδιά μου χτυπά δυνατά, προσπαθώ να συνέλθω. Δεν τρέχω στις σκάλες, δεν αγχώνομαι να πάω να χτυπήσω την κάρτα μου στη δουλειά, δεν με νοιάζει… Σκέφτομαι αυτήν την οικογένεια μόνο. Φαίνεται ο Κύριος με αγαπάει ακόμη και μου στέλνει στο δρόμο μου Αγγέλους για να με συνετίζει.

Ήθελα να σας πω αυτά. Ήθελα να μοιραστώ μαζί σας αυτό το πρωϊνό στο Μετρό. Δεν ξέρω γιατί έχω γίνει τόσο ευαίσθητος. Δεν ξέρω εάν αυτό είναι καλό ή κακό.

Σας καλημερίζω γιατί έχει θολώσει η οθόνη και δεν βλέπω καλά… Εύχομαι ο Κύριος να κάνει Αγγέλους και τους γονείς του και να ακούσει τις προσευχές τους.