«Ἐν εἰρήνη τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν»

 

Εἶναι ἡ πρώτη αἴτησις καί ἐκφώνησις τῆς Μεγάλης Συναπτῆς. Μετά τό «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία» ἀρχίζει ἡ Μεγάλη Συναπτή», τά λεγόμενα «Εἰρηνικά». Σ᾿ αὐτήν περιλαμβάνονται ὅλες οἱ αἰτήσεις, πού ἀφοροῦν τή ζωή τοῦ ὅλου ἀνθρώπου καί ἰδιαιτέρως οἱ αἰτήσεις γιά τήν πολλαπλῆ εἰρήνη. Εἶναι ἡ πρώτη παρουσία τῆς Ἐκκλησίας μπροστά στόν Θεό καί σέ ὅλες τίς ἐπίγειες ἀνάγκες καί περιστάσεις τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου.

Οἱ τρεῖς πρῶτες δεήσεις εἶναι γιά τήν εἰρήνη. Γιατί ἡ εἰρήνη εἶναι τό ὀξυγόνο, εἶναι ὁ καθαρός ἀέρας, μέσα στόν ὁποῖο μπορεῖ νά ζήση ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Τό πρῶτο πρᾶγμα, πού μᾶς χρειάζεται, γιά νά σταθοῦμε μπροστά στόν Θεό, εἶναι ἡ εἰρήνη. Εἰρηνικοί νά εἴμεθα πρῶτα μέσα μας κι ὕστερα μεταξύ μας: μέ τό σύντροφό μας, μέ τά παιδιά μας, μέ τούς γονεῖς, μέ τά ἀδέλφια, μέ τούς οἰκείους, μέ τούς συγγενεῖς, μέ τόν κάθε πλησίον, γιατί μόνον ὅταν ἔχουμε εἰρήνη μέσα στήν καρδιά μας μποροῦμε νά ἔχουμε καί μεταξύ μας. Μέσα στήν Ἐκκλησία τίποτα δέν μποροῦμε νά ποῦμε καί νά κάνουμε χωρίς εἰρήνη.

Ὁ ἐπίσκοπος, ὅταν μπαίνη στόν Ναό γιά νά χοροστατήση, εἴτε στόν Ἐσπερινό, εἴτε στόν Ὄρθρο καί Θεία Λειτουργία, στέκεται στό κέντρο τοῦ Ναοῦ, δέν ἀνεβαίνει ἀμέσως στόν θρόνο, ἀλλά ἀφοῦ πρῶτα κάνει τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, εὐλογεῖ σταυροειδῶς (μπροστά, πίσω, δεξιά, καί ἀριστερά) τόν λαό τοῦ Θεοῦ λέγοντας μέσα του τό «εἰρήνη πᾶσι». Καί τότε ἀνεβαίνει στόν θρόνο.

Ὅταν δέν ὑπάρχει εἰρήνη στήν καρδιά ἀλλά ἐπικρατοῦν διαφορές, κακίες, μίση καί σκληρότητα, δέν μποροῦμε νά φέρουμε οὔτε λειτουργίες – πρόσφορα – στόν Ναό. Δέν  μποροῦμε νά λειτουργηθοῦμε ὅπως πρέπει, πολύ δέ περισσότερο νά κοινωνήσουμε. Ἀλλοίμονο στίς σκληρές ἐκεῖνες καρδιές, πού δέν τίς μαλακώνει ἡ συγγνώμη, ἡ συγχωρητικότητα, ἡ ἀγάπη.

Στό μαρτυρολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας ἀναφέρεται ἕνα συνταρακτικό γεγονός:

Ὑπῆρχαν δυό χριστιανοί στά χρόνια τῶν Διωγμῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν μιά διαφορά μεταξύ τους. εἶχαν διαπληκτισθῆ, εἶχαν φιλονικήσει καί δέν μιλοῦσαν ὁ ἕνας στόν ἄλλον. Ὁ ἕνας λεγόταν Νικηφόρος καί ὁ ἄλλος Σαπρίκιος. Ὁ Σαπρίκιος μάλιστα ἦταν καί ἱερεύς.

Οἱ εἰδωλολάτρες, λοιπόν, μετά ἀπό μιά καταγγελία, πιάνουν τόν Σαπρίκιο μαζί μέ ἄλλους χριστιανούς καί τόν κλείνουν στή φυλακή. Τό μαθαίνει ὁ Νικηφόρος, τρέχει στή φυλακή, πέφτει γονατιστός ἔξω ἀπό τά σίδερα τῆς φυλακῆς καί λέει:

– Σαπρίκιε, συγχώρεσέ με. Αὐτή τήν ὥρα, πού πλησιάζει τό μαρτύριο, συγχώρεσέ με!

– Ὄχι δέν σέ συγχωρῶ! ἀπαντᾶ ὁ Σαπρίκιος.

Ἐπεμβαίνουν οἱ συναθλητές του στό μαρτύριο, καί τοῦ λένε:

– Σαπρίκιε, συγχώρεσέ τον!

– Ὄχι· μοῦ ἔκανε τόσο μεγάλο κακό, πού δέν τόν συγχωρῶ!

Ἔρχεται ἡ ὥρα μαζεύουν τούς Μάρτυρες καί τούς πηγαίνουν σιδηροδέσμιους στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου. Ἀπό πίσω ὁ Νικηφόρος.

–Σαπρίκιε, συγχώρεσέ με!

– Δέν σέ συγχωρῶ! ἦταν ἡ ἀπάντησις τοῦ Σαπρίκιου.

Τότε συνέβη κάτι φοβερό: Ὅταν ἔπεσαν τά πρῶτα κεφάλια κάτω ἀπό τά σπαθιά τῶν δημίων καί ἦρθε ἡ σειρά του νά ὁμολογήση τόν Χριστό γιά τελευταία φορά καί νά ἀποκεφαλισθῆ, ὁ Σαπρίκιος χάνει τό θάρρος του καί ἀρνεῖται τόν Χριστό!!! Τόν ἐγκαταλείπει ἡ Θεία Χάρις!!! Διότι μέσα στήν καρδιά του δέν κυριάρχησε ἡ ἀγάπη, ἡ συγγνώμη, ἡ συγχωρητικότητα.
Ὁ Νικηφόρος πού βλέπει τόν Σαπρίκιο νά ἀρνῆται τόν Χριστό, τρέχει καί παίρνει τή θέσι του! Ὁμολογεῖ, μαρτυρεῖ, ἀποκεφαλίζεται. Καί γίνεται Ἅγιος Μάρτυρας τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἐτσι λοιπόν, ὁ ἕνας πού εἶχε μῖσος στήν καρδιά καί σκληρότητα, ἀποδοκιμάσθηκε ἀπό τόν Θεό καί ἡ θυσία του δέν ἔγινε δεκτή. Στερήθηκε τῆς θείας Χάριτος, δηλαδή τῆς θείας δυνάμεως, καί δέν μπόρεσε νά μαρτυρήση. Ἐνῶ ὁ ἄλλος, πού εἶχε ἀγάπη, εὐλογήθηκε ἀπό τόν Θεό καί ἡ θυσία του ἔγινε δεκτή. Ἔτσι καί οἱ δικές μας προσφορές καί θυσίες πρός τόν Θεό, δέν γίνονται δεκτές, ἄν μέσα στήν καρδιά μας ἐπικρατῆ ἡ κακία, τό μῖσος, ἡ ἀσπλαχνία, ἡ σκληρότης καί ἡ ἀσυγχωρησία. Γι᾿ αὐτό ἄς μήν ταράζουν τήν καρδιά μας τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας πάσης φύσεως λογισμοί ἔχθρας, ἐκδικήσεως, ταραχῆς, γογγυσμοῦ, θεομαχίας. Εἰρήνη λοιπόν στήν καρδιά μας κι ὅταν ἀκόμα οἱ πιό μεγάλες ἀδικίες τοῦ κόσμου μᾶς πληγώνουν καί μᾶς ταλαιπωροῦν. Εἰρήνη μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Εἰρήνη Χριστοῦ.

Δυστυχῶς, μέσα στόν ἴδιο Ναό πολλές φορές βρίσκονται χριστιανοί, πού ἔξω ἀπό αὐτόν δέν μιλοῦν, δέν λένε οὔτε καλημέρα· καί τά πρόσωπα αὐτά μπορεῖ νά εἶναι γονεῖς καί παιδιά, νύφες καί πεθερές, συγγενεῖς καί φίλοι, ἀδέλφια μεταξύ τους! Μέ τό μῖσος μπαίνουν στήν Ἐκκλησία, μέ τό μῖσος βγαίνουν. Μέ τό μῖσος ζοῦν μέχρι τό θάνατο. Δέν ἐννοοῦν νά δώσουν ὁ ἕνας στόν ἄλλον συγχώρησι. Ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ ἔχει φύγει πλέον ἀπό τίς καρδιές τους καί βασιλεύει τό μῖσος τοῦ διαβόλου. Λοιπόν, νά τούς λέτε, ἀλλά κι ἐσεῖς νά τό γνωρίζετε, ὅτι ὅσα πρόσφορα κι ἄν προσφέρουν κι ὅσα κεριά κι ἄν ἀνάψουν κι ὅσες Λειτουργίες κι ἄν κάνουν κι ὅσες ἐλεημοσύνες κι ἄν δώσουν, δέν ὠφελοῦνται σέ τίποτα.

Ἡ σκληρότης καί τό ἄσπλαγχνον τῆς καρδίας εἶναι θανάσιμη ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία φέρνει μέσα στόν ἄνθρωπο τήν ταραχή, τήν σύγχυσι. Μέ τήν σκληρότητα καί τήν ἀδιαλλαξία ὁ χριστιανός γίνεται ἐχθρός τοῦ Θεοῦ, ἐχθρός τοῦ ἑαυτοῦ του καί ἐχθρός τοῦ πλησίον.

Ἐχθρός τοῦ Θεοῦ, διότι χωρίζεται ἀπό Αὐτόν. Ἐχθρός τοῦ ἑαυτοῦ του, διότι χάνει τήν εἰρήνη του. Ἐχθρός τοῦ πλησίον, διότι γεμίζει ταραχή καί κακία. «Ἐν εἰρήνη τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν». Ζητοῦμε τήν εἰρήνη ἀπό τόν Χριστό, διότι Αὐτός μέ τή Σταυρική Του Θυσία τήν δώρησε στόν κόσμο. Αὐτήν τήν εἰρήνη τήν κερδίζουμε μέ τήν μετάνοια. Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, ὅταν Τόν πλησιάσουμε μετανοοῦντες, μᾶς στέλνει ἐκεῖ, πού βασιλεύει ἡ εἰρήνη Του. «Πορεύου εἰς εἰρήνην»(3), μᾶς λέγει καί μᾶς στέλνει στόν ἅγιο Ναό Του, στήν Ἐκκλησία Του, πού εἶναι τό ἄσυλο καί τό ἀνάκτορο τῆς εἰρήνης.

Μέσα στόν Ναό, μέ τίς πρεσβεῖες τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῶν Ἀγγέλων καί τῶν Ἁγίων, ἡ ψυχή μας – ἐφ᾿ ὅσον εἶναι ὄντως εἰρηνική – βοηθούμενη καί ὑπό τῆς καθαρᾶς προσευχῆς, ἀσκεῖται στήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι θεωρία τοῦ Θεοῦ. Πιό ἁπλᾶ: μέ τήν εἰρήνη μέσα της ἡ ψυχή, βιώνει τήν «Εὐλογημένη Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

Πρωτ. Στεφάνου Ἀναγνωστόπουλου, Εμπειρίες κατά την Θεία Λειτουργία.