Αν θυμηθεί κανείς ποτέ αυτόν που τον λύπησε ή τον πρόσβαλε ή τον αδίκησε ή του έκανε ένα οποιοδήποτε άλλο κακό, οφείλει να τον θυμηθεί και να τον θεωρήσει ως γιατρό της ψυχής του και εκ βάθους ψυχής να προσεύχεται γι’ αυτόν.
Αν όμως κάνει σκέψεις εναντίον του, πρέπει να γνωρίζει ότι κάνει κακό εναντίον της ίδιας της ψυχής του, όπως οι δαίμονες. Μάλλον δε, γίνεται ο ίδιος στον εαυτό του δαίμονας και εχθρός, διότι δεν επιθυμεί να απαλλαγεί από την κακία, αλλά θέλει να υποφέρει από ασθένεια αθεράπευτη. Διότι, αν δεν ήταν πραγματικά άρρωστος, δεν θα σκεφτόταν άσχημα για εκείνον που τον λύπησε ή ζημίωσε και ο οποίος στάλθηκε σε αυτόν από τον Χριστό ως γιατρός και με την ύβρη ή τη ζημία που του προξένησε τον ωφέλησε, διότι έτσι φανερώθηκε το πάθος που κρυβόταν μέσα του.
Αν πράγματι επιθυμεί να θεραπευθεί, οφείλει να τον θεωρεί ως ευεργέτη και να δέχεται οτιδήποτε του κάνει αυτός, ως φάρμακο ιαματικό που του στέλνει ο Χριστός, και να ευχαριστεί για όλα αυτά, αν και προς το παρόν του δημιουργούν πικρία και πόνο. Διότι ο ασθενής ουδέποτε δέχεται ευχαρίστως την εγχείρηση ή την καυτηρίαση ή το να πιει καθαρτικά φάρμακα, αλλά και με αηδία τα σκέφτεται. Όταν όμως πείσει τον εαυτό του ότι χωρίς αυτά είναι αδύνατο να απαλλαγεί από την ασθένεια, εγκαταλείπει τον εαυτό του στον γιατρό, γνωρίζοντας ότι με μικρή αηδία θα απαλλαγεί από πολυχρόνια ασθένεια.
Καυτήρας του Ιησού είναι εκείνος που σου προξενεί ζημίες και ύβρεις, αλλά σε απαλλάσσει από την πληγή της πλεονεξίας και της υπερηφάνειας. Αν όμως δεν ανέχεσαι να υποφέρεις όλα αυτά και όχι μόνο δεν ευχαριστείς, αλλά και σκέφτεσαι να εκδικηθείς τον εχθρό σου, τότε μοιάζει σαν να λες στον Χριστό: «Δεν θέλω να με θεραπεύσεις, δεν δέχομαι τα φάρμακά σου· προτιμώ να σαπίσει το σώμα μου από τα τραύματά μου». Και τότε τι θα κάνει για σένα ο αγαθός Κύριος; Γνώριζε, αδελφέ, ότι εκείνος που αποφεύγει τον πειρασμό, τον οποίο αν υπέμενε θα ωφελούνταν η ψυχή του, αποφεύγει και χάνει την αιώνια ζωή.
Ο ταπεινός άνθρωπος, καθετί λυπηρό που θα ακούσει ή που θα πάθει εξαιτίας της κακίας των άλλων, το χρησιμοποιεί ως αφορμή για να προσβάλει και να εξυβρίσει τον εαυτό του. Αν πάλι συμβεί να ταραχθεί ποτέ ο ταπεινός από την ύβρη και την αδικία που παθαίνει, ευθύς σπεύδει να προσευχηθεί, και με την προσευχή καταπραΰνεται η ταραχή της καρδιάς του. Και δεν κάνει μόνο αυτό, αλλά και όταν ταράζεται, με αυστηρότητα επιπλήττει και ελέγχει τον εαυτό του, λέγοντας στην ψυχή του: «Τι θυμώνεις, άθλια ψυχή; Τι ταράζεσαι όπως αυτοί που αφρίζουν; Αυτή ακριβώς η ταραχή αποδεικνύει ότι είσαι άρρωστη· διότι, αν δεν ήσουν άρρωστη, δεν θα υπέφερες. Γιατί, ταλαίπωρη ψυχή, σταμάτησες να κατηγορείς τον εαυτό σου και κατηγορείς τον αδελφό διότι σου φανέρωσε την ασθένεια που ήταν κρυμμένη μέσα σου και άγνωστη ως τώρα; Μιμήσου τον Χριστό, ο Οποίος ‘’λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων οὐκ ἠπείλει’’ (Α΄ Πετρ. 2, 23)».
Δ. Παναγοπούλου, Ο αείμνηστος καλός εργάτης του Ευαγγελίου, Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη.