Στα τρία χρόνια του δημόσιου βίου Του, ο Ιησούς Χριστός έκανε πολλά θαύματα.. Ένα από αυτά ήταν και η θεραπεία του παραλυτικού στην κολυμβήθρα Βηθεσδά. Αυτό το γεγονός μας περιγράφει η ευαγγελική περικοπή από το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο (5, 1-15), που διαβάζεται την τέταρτη Κυριακή μετά το Πάσχα.
Ο Χριστός, σε επίσκεψή Του στην πόλη των Ιεροσολύμων, βρέθηκε στην προβατική κολυμβήθρα Βηθεσδά, ένα τόπο όπου πλήθος αρρώστων, κουτσών, τυφλών και παράλυτων μαζευόταν, στις στοές της κολυμβήθρας. Όλοι αυτοί περίμεναν τον Άγγελο Κυρίου να αναταράξει τα νερά για να μπουν μέσα. Ο πρώτος από αυτούς που θα έμπαινε στα νερά, θα λάμβανε και την ίαση. Σταμάτησε ο Χριστός σε ένα παραλυτικό, ο οποίος ήταν σε αυτή την κατάσταση για τριάντα οχτώ χρόνια και τον ρώτησε: «Θέλεις να γίνεις καλά;».
Στον σύντομο διάλογο που ακολούθησε μεταξύ των δύο αντρών ο παραλυτικός λέγοντας «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», εξέφρασε αυτή τη μοναξιά και την εγκατάλειψη από τους ανθρώπους του, οι οποίοι δεν τον βοηθούσαν να μπει στην κολυμβήθρα και να λάβει την ίαση. Στη συνέχεια ο Χριστός τον θεράπευσε και οι Ιουδαίοι, σαν να ήταν τυφλοί, αντί να δουν το θαύμα, κατέκριναν τον πρώην παραλυτικό επειδή περπάτησε το Σάββατο και παραβίασε τον Νόμο. Ο Ιησούς ξανασυνάντησε τον παραλυτικό και τον συμβούλευσε λέγοντάς του να μην αμαρτάνει, για να μην πάθει τίποτα χειρότερο. Το ευαγγελικό ανάγνωσμα κλείνει με την ομολογία από τον παραλυτικό προς τους Ιουδαίους, ότι ο Ιησούς ήταν Εκείνος που τον γιάτρεψε.
Σε όλα τα θαύματα του Χριστού, μα σε αυτό περισσότερο, μπορεί να καταλάβει κανείς το πόσο ακέραιος και δυναμικός ήταν ο Χρίστος. Τον πρώτο λόγο τον έχει πάντα ο Ίδιος. Εκείνος σταμάτησε στον παραλυτικό, Εκείνος τον ρώτησε αν θέλει να γίνει καλά και μετά Εκείνος έφυγε μέσα από το πλήθος μετά το θαύμα χωρίς να Τον καταλάβει κανείς και Εκείνος ξαναβρήκε τον παραλυτικό.
Την πρώτη κίνηση στη συνάντηση του Θεού και του ανθρώπου την κάνει πάντα ο Θεός. Αυτό που ζητάει από μας είναι η θέλησή μας, η συγκατάθεσή μας. Ακριβώς αυτό που ρώτησε τον παραλυτικό: «Θέλεις να γίνεις καλά;». Αυτή τη δυναμικότητα του Χριστού δεν μπορούν να κατανοήσουν ούτε οι άνθρωποι της εποχής του, ούτε οι άνθρωποι του σήμερα. Και αυτό γιατί η αγάπη του Θεού είναι τόση, ώστε προκειμένου να σώσει τον άνθρωπο, δεν υπάρχει για τον Θεό κανένα εμπόδιο, ούτε Νόμος, ούτε Σάββατο.
Οι άνθρωποι είχαν εγκαταλείψει τον παράλυτο της περικοπής, διότι όποιος είχε πρόβλημα υγείας θεωρείτο απόβλητος από την κοινωνία. Θεωρούσαν ότι η αρρώστια ήταν τιμωρία από τον Θεό για κάποια αμαρτία δική του ή των γονιών του. Γι’ αυτό και ο παραλυτικός πήγε στο τέλος στου Ιουδαίους. Για να δουν την ίασή του και να τον αποδεχθούν. Ο Θεός δεν ζητά τίποτα και δίνει τα πάντα, ενώ ο άνθρωπος ζητά τα πάντα και δεν δίνει τίποτα.
Είθε ο Θεός να φωτίζει τα σκοτάδια μας, για να καταλαβαίνουμε τη θαυματουργική παρουσία Του στη ζωή μας και στις ζωές των άλλων. Να απελευθερώσει τον νου μας από τη φυλακή της τυπολατρίας ώστε να σκεφτόμαστε και να πράττουμε με μόνο κίνητρο και κανόνα την αγάπη μας για Εκείνον και τον συνάνθρωπο.