Άρχισε δειλά-δειλά να γίνεται λόγος περί αλλαγής του τρόπου μετάδοσης του σώματος και του αίματος του Χριστού στους πιστούς. Το παράδοξο δεν είναι ότι η φιλολογία αυτή καλλιεργείται από ανθρώπους άγευστους της εκκλησιαστικής και μυστηριακής ζωής (σύμφωνα με τα τωρινά δεδομένα, διότι αυτά αλλάζουν. Πρώην τέτοιοι άγευστοι, όταν «ἦλθον εἰς ἑαυτόν», έφτασαν σε ανείπωτα πνευματικά ύψη. Για παράδειγμα, απόστολος Παύλος, Μαρία η Αιγυπτία, Σαμαρείτιδα, αγία Πελαγία, Μωυσής ο Αιθίοπας, άγιος Βάρβαρος, άγιος Αχμέτ ο νεομάρτυς και άλλοι αναρίθμητοι.
Το παράδοξο είναι ότι από χείλη εκκλησιαστικών ανδρών, αρχιερέων – ιερέων θεολόγων, του εσωτερικού και του εξωτερικού, γίνεται πλέον λόγος για την αλλαγή αυτή. Το επιχείρημα είναι ότι ο τρόπος μετάδοσης της Θείας Κοινωνίας δεν είναι δογματικό ζήτημα. Έτσι θα μειωθούν οι πιθανότητες μετάδοσης κάποιας μεταδοτικής ασθένειας και το κυριότερο, θα πάψουν να σκανδαλίζονται άνθρωποι με ελλιπή, στρεβλή ή και ανύπαρκτη πίστη. Για την Εκκλησία ποτέ δεν τέθηκε θέμα αλλαγής του τρόπου μετάδοσης των τιμίων δώρα από φόβο μετάδοσης μεταδοτικών ασθενειών, όπως θα καταδειχθεί παρακάτω. Όσον αφορά στο θέμα του σκανδαλισμού, αυτό ουσιαστικά είναι ανύπαρκτο. Ποτέ ένας πιστός δεν θα σκανδαλισθεί και δεν θα φοβηθεί, σε αντίθεση με έναν που αμφιβάλλει και φοβάται, και ο οποίος καλά κάνει και δεν προσέρχεται στη Θεία Κοινωνία διότι τότε οπωσδήποτε θα ασθενήσει, σύμφωνα με τον παύλειο λόγο «ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει, μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, διὰ τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι καὶ κοιμῶνται ἱκανοί» (Α΄ Κορ. 11, 29-30).
Το ζήτημα δεν είναι τωρινό. Τέθηκε μετ’ εντάσεως και τη δεκαετία του 1980. Τη δεκαετία που μεσουρανούσε η φοβερή μεταδοτική ασθένεια του AIDS, ο κορωνοϊός της εποχής. Το 1988, ο τότε Βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος Βασίλειος Αγοράστης, είχε καταθέσει ερώτηση στη Βουλή, ζητώντας από το αρμόδιο Υπουργείο και τους Ιατρικούς Συλλόγους να λάβουν θέση για το θέμα της Θείας Κοινωνίας, «για το απαράδεκτο και θλιβερό αυτό φαινόμενο» όπως ακριβώς έγραφε, με την οποία θα μεταδιδόταν το AIDS!
Ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών ανέλαβε δράση και εξέδωσε απάντηση αποστομωτική, που θα τη ζήλευαν οι πιο καταρτισμένοι θεολόγοι. Ο Ιατρικός Σύλλογος κατηγορηματικά υποστηρίζει ότι, η μετάδοση της Θείας Κοινωνίας είναι θέμα πίστεως και όχι ιατρικό και ότι ουδέποτε έχει αναφερθεί έστω «μία βεβαιωμένη περίπτωση απλού πιστού, στον οποίο να έχει μεταδοθεί αρρώστια με τη Θεία Μετάληψη. Ούτε και ιερέως ο οποίος μάλιστα μετά την κοινωνία των πιστών κάνει την κατάλυση και καταπίνει όλα τα υπόλοιπα της Θείας Κοινωνίας μέχρι τρυγός (μέχρι την τελευταία σταγόνα), μαζί με ότι από το στόμα του κάθε μεταλαμβάνοντος δια της Αγίας Λαβίδος, κατέληξε στο Άγιο Ποτήριο. Ούτε ακόμα και τότε που έβραζε η φυματίωση, εθέριζε η σύφιλη και η λέπρα ήταν ευρύτατα διαδεδομένη! Τα ίδια προφανώς θα ίσχυαν αν ετίθετο θέμα και για το AIDS».
Είναι γεγονός ότι ο τρόπος μετάδοσης της Θείας Κοινωνίας δεν είναι δογματικό θέμα. Αν ανήκε στη χορεία του δόγματος τότε αυτός ο τρόπος θα παρέμενε αμετάβλητος στο διάβα των αιώνων. Αυτό όμως δε συμβαίνει. Μέχρι τον 10ο περίπου αιώνα, ο τρόπος μετάδοσης της Θείας Κοινωνίας είναι ίδιος ή ομοιάζει με τον τρόπο που ο Χριστός κοινώνησε τους μαθητές του. Ο Χριστός ευλογεί τον άρτο, τον διασπά, χωρίς μαχαίρι και τον δίδει στους μαθητές Του. Στη συνέχεια, από το ίδιο ποτήριο, τους κοινωνά όλους (το ποτήριο είναι πάντα κοινό, δεν αλλάζει ποτέ, όσοι τρόποι μετάδοσης της Θείας Κοινωνίας κι αν αλλάξουν – βλ. Ματ. 26, 26-27).
Έχουμε αρκετό πηγαίο υλικό που αποδεικνύει ότι τους πρώτους αιώνες όλοι κοινωνούσαν με διαφορετικό τρόπο από τον γνωστό σε όλους μας. Λαβίδα δεν υπήρχε. Οι λαϊκοί κοινωνούσαν όπως και οι ιερείς, πρώτα το σώμα, δια των χειρών του ιερέως ή του διακόνου και στη συνέχεια το αίμα του Χριστού, από το ίδιο ποτήριο, δια των χειρών του διακόνου. Η πιο παραστατική μαρτυρία του τρόπου μετάληψης των πρώτων χριστιανών προέρχεται από τη γραφίδα του αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων (4ος μ. Χ. αι.), στην 5η του Μυσταγωγική Κατήχηση. Ο χριστιανός προσέρχεται, όχι με απλωμένα τα χέρια και ανοιχτά δάκτυλα, αλλά τοποθετώντας το δεξί χέρι, σταυροειδώς επάνω στο αριστερό, κάνοντας μικρή κοιλιά (ακριβώς έτσι μεταδίδει ο Επίσκοπος το σώμα του Χριστού στους ιερείς και διακόνους σήμερα). Έτσι υποδέχεται από το χέρι του ιερέως το σώμα του Χριστού, λέγοντας το «Αμήν». Στη συνέχεια ακουμπάει με το σώμα του Χριστού τα μάτια του, τρώει τον Αμνό, προσέχοντας μην πέσει κάποιο ψίχουλο κάτω.
Ακολουθούσε η μετάληψη του αίματος του Χριστού, από το κοινό ποτήριο, το οποίο προσέφερε ο διάκονος. Ο πιστός, χωρίς να απλώσει τα χέρια του, προσκυνούσε ευλαβικά και ακουμπώντας με τα χείλη του το ιερό ποτήριο κοινωνούσε. Κατόπιν με τα χέρια του «σκούπιζε» τα χείλη του και ακουμπούσε τα μάτια του, το μέτωπο, τη μύτη και τα αυτιά του και ευχαριστούσε τον Θεό που τον αξίωσε τέτοιας δωρεάς (Κύριλλος Ιεροσολύμων, Πέμπτη Μυσταγωγική Κατήχηση, Sources Chretiennes, ΝΟ 126, Les Edition Du Cerf, Paris 1966, σ.σ. 170-172).
Τον ίδιο τρόπο μετάληψης των τιμίων δώρων παρουσιάζει και ο μάρτυς και φιλόσοφος Ιουστίνος, ο Μέγας Βασίλειος, ο ιερός Χρυσόστομος, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (8ος αι.). Ο συγκεκριμένος τρόπος μετάδοσης της Θείας Κοινωνίας αποδεικνύεται και από τον 101ο (ΡΑ΄) κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου. Ο συγκεκριμένος κανόνας επιβάλλει τον προαναφερθέντα τρόπο μετάληψης και απαγορεύει ρητά, επί ποινή αφορισμού, να προσφέρονται πολύτιμα σκεύη, δήθεν από ευλάβεια, για να τοποθετούν οι πιστοί τον αγιασμένο Αμνό.
Σε περιπτώσεις ασθενών, ή απόντων από τη λατρευτική σύναξη (π.χ. μοναχών), τη Θεία Κοινωνία τη μετέφεραν οι διάκονοι, υπό μορφή μόνο τεμαχίου καθηγιασμένου άρτου, επί του οποίου είχε επισταχθεί καθηγιασμένος οίνος. Τους πρώτους αιώνες έχουμε και περιπτώσεις όπου λαϊκοί ή μοναχοί, ελλείψει ιερέως ή διακόνου, λάμβαναν μόνοι τους τον καθηγιασμένο άρτο και κοινωνούσαν.
Ένα τέτοιο περιστατικό αναφέρεται στο βίο του οσίου Λουκά του εν Στειρίω (7 Φεβρουαρίου). Ο όσιος (9ος – 10ος αι.) ρώτησε έναν Αρχιερέα, με πιο τρόπο να μεταλαμβάνει στην ερημιά που βρισκόταν, μιας και δεν υπήρχε κανένας ιερωμένος εκεί. Έλαβε ως αρχιερατική απάντηση: «Εάν δεν υπάρχει ιερέας και είσαι σε ναό, κατ’ ανάγκη να βάλεις επάνω στην Αγία Τράπεζα το αρτοφόριο που έχει τα προηγιασμένα Μυστήρια. Αν είσαι σε κελί, να το βάλεις επάνω σε καθαρό τραπέζι, απλώνοντας μικρό κάλυμμα και τοποθετώντας τις μερίδες των Αχράντων Μυστηρίων. Να θυμιάσεις, να πεις τα Τυπικά των Ψαλμών, το τρισάγιο και το Πιστεύω, να κάνεις τρεις μετάνοιες, να σταυρώσεις τα χέρια σου και να μεταλάβεις τα Θεία Μυστήρια με το στόμα, λέγοντας το Αμήν. Αντί νάματος να πιείς λίγο κρασί, το ποτήρι όμως δεν θα το χρησιμοποιήσεις για τίποτε άλλο. Με το κάλυμμα θα μαζέψεις τις μερίδες και θα τις τοποθετήσεις στο Αρτοφόριο, προσέχοντας μην πέσει κάτω μαργαρίτης και πατηθεί».
Ο τρόπος μετάδοσης της Θείας Κοινωνίας τους πρώτους αιώνες είναι φανερό ότι δημιούργησε σημαντικά ποιμαντικά προβλήματα, τα οποία η μητέρα Εκκλησία αναγκάσθηκε να τα αντιμετωπίσει και όσο το δυνατόν, να τα επιλύσει. Ποια είναι τα αναφυόμενα προβλήματα που η Εκκλησία, δια της ποιμαντικής της, εκλήθη να θεραπεύσει;
α) Με την επικράτηση του νηπιοβαπτισμού, ήταν πρακτικά, σχεδόν, αδύνατο να κοινωνούν τα νήπια με τον πρωτοχριστιανικό τρόπο.
β) Το ίδιο πρόβλημα αντιμετώπιζαν οι ποιμένες με τη μετάληψη των ασθενών, όπου πολύ εύκολα θα μπορούσε να δημιουργηθεί πνευματική ζημιά (πέσιμο μαργαριτών, αδυναμία των ασθενών να λάβουν στα χέρια τους τον Αμνό).
γ) Η μετάληψη μεγάλου αριθμού χριστιανών, ιδίως τις μεγάλες εορτές, ήταν εξαιρετικά χρονοβόρα, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ατυχήματα πνευματικά (εύκολο πέσιμο μαργαριτών) καθώς και γκρίνιες και διαμαρτυρίες, εξαιτίας της πολύωρης αναμονής.
δ) Οπωσδήποτε για την μετάδοση της Θείας Κοινωνίας, απαιτούνταν μεγάλες ποσότητες αγιασμένου άρτου και αγιασμένου οίνου, πρακτικά πολλές φορές αδύνατο.
ε) Για να κοινωνήσουν τόσοι άνθρωποι, με την αργή αυτή διαδικασία, απαιτούνταν να υπάρχουν οπωσδήποτε ένας ή περισσότεροι ιερείς και διάκονοι, σε κάθε ναό. Με το πέρασμα των αιώνων, λόγω της ελλείψεως, κυρίως των διακόνων, ο ιερέας ήταν υποχρεωμένος να μεταλαμβάνει όλους τους πιστούς, πρώτα το σώμα και μετά το αίμα του Χριστού, διακονία που καθίστατο εξόχως κοπιαστική και χρονοβόρα, τόσο για τον ιερέα, όσο και για τους πιστούς.
στ) Το μεγαλύτερο πρόβλημα, που κατέστη και το κυριότερο αίτιο αλλαγής του τρόπου μετάδοσης της Θείας Κοινωνίας, ήταν οι βεβηλώσεις που υφίστατο το σώμα και το αίμα του Χριστού. Μερικοί, υποκρινόμενοι ότι είναι χριστιανοί, ήταν στην ουσία μάγοι ή αιρετικοί ή δεισιδαίμονες, οι οποίοι λαμβάνοντας στα χέρια τους τον Αμνό, τον πέταγαν (για να τον βεβηλώσουν) ή τον φύλαγαν για να τον χρησιμοποιήσουν σε μαγικές και αιρετικές τελετές.
Η Εκκλησία έκρινε ότι για να αντιμετωπισθούν όλα τα παραπάνω προβλήματα, έπρεπε να αντικαταστήσει τον ατελή τρόπο μετάδοσης της Θείας Κοινωνίας με έναν πιο τέλειο, από πρακτικής και τεχνικής άποψης, αφού η ουσία, το σώμα και το αίμα του Χριστού είναι αμετάβλητα, ανεξαρτήτου του τρόπου μετάδοσης. Η Ποιμαντική της Εκκλησίας ενδιαφέρεται για όλο το ποίμνιο (νήπια, ασθενείς) και επιθυμεί να το σώσει από τη φθορά, την αμαρτία και το θάνατο, μέσω της ασφαλούς μετάδοσης των Αχράντων Μυστηρίων.
Σταδιακά άρχισε να εγκαταλείπεται η αρχαία πρακτική της ξεχωριστής μετάληψης του σώματος και του αίματος Χριστού και αναμειγνύονται πλέον στο ίδιο ποτήριο, ο αγιασμένος άρτος και ο αγιασμένος οίνος, οι οποίοι μεταδίδονται στους πιστούς με τη λαβίδα, που σταδιακά κάνει την εμφάνισή της, μέχρι την πλήρη καθιέρωσή της στο σώμα της Εκκλησίας. Οι αλλαγές αυτές δεν αφομοιώνονται αυτόματα, αλλά χρειάζονται δεκαετίες και αιώνες για την πλήρη αποδοχή τους. Πάντως από τον 10ο αιώνα και μετά, η χρήση της λαβίδας εξαπλώνεται, μέχρι την καθολική αποδοχή της (13ος – 14ος αι.).
Ο όρος βέβαια λαβίδα δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού λαβίδα σημαίνει τσιμπίδα. Διατηρήθηκε η ονομασία για να υπενθυμίζει το όραμα του προφήτου Ησαΐου, όπου με τη χρήση λαβίδας ο άγγελος, ακούμπησε ένα κάρβουνο στα χείλη του προφήτου και τον καθάρισε από τις αμαρτίες του (Ησ. 6, 6-7). Έτσι η λαβίδα, μεταδίδει στους πιστούς τα Άχραντα Μυστήρια, καθαρίζοντάς τους συγχρόνως από την αμαρτία. Στην ουσία η λαβίδα είναι ένα κοχλιάριο (αυτή είναι η σωστή ονομασία της λαβίδας), ένα κουταλάκι.
Η Εκκλησία αντικατέστησε τον τρόπο μετάδοσης της Θείας Κοινωνίας για ποιμαντικούς, πρακτικούς και τεχνικούς λόγους. Δεν υπάρχει καμία αναφορά στις πηγές ότι η αντικατάσταση αυτή συνέβη για λόγους προφύλαξης του ποιμνίου από μεταδοτικές ασθένειες. Αλλά και από την καθιέρωση της λαβίδας, ως μέσου μετάληψης, ποτέ μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει καταγεγραμμένο περιστατικό περί μετάδοσης ασθενειών.
Ταπεινά φρονούμε ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αντικατασταθεί ο σχετικά τέλειος τρόπος μετάληψης με την επαναφορά του ατελούς αρχαϊκού τρόπου. Τυχόν αντικατάσταση θα δημιουργούσε πληθώρα ποιμαντικών και πρακτικών προβλημάτων και θα είχαμε πνευματική οπισθοδρόμηση παρά πνευματική πρόοδο. Φαντασθείτε έναν ιερέα σήμερα, να προσπαθεί μόνος του, αφού οι διάκονοι είναι ελάχιστοι, να κοινωνήσει ένα πλήθος πιστών, με τον πρωτοχριστιανικό τρόπο. Μεγάλο μπλέξιμο. Έλλειμμα ποιμαντικής φροντίδας. Τέλεια ατέλεια.
Είναι καλό να στρέφουμε το βλέμμα μας στις απαρχές του χριστιανισμού. Μπορούμε να επαναφέρουμε ξεχασμένα στοιχεία τα οποία θα βοηθούσαν ποιμαντικά το ποίμνιο της Εκκλησίας. Θα μπορούσε π.χ. να επανέλθει ο τρόπος εκλογής των επισκόπων δια κλήρου ή θα μπορούσαν τα αρχιερατικά και ιερατικά άμφια να αποκτήσουν την αρχική τους λιτή και σεμνή μορφή. Το να καταργηθεί η λαβίδα (το κουταλάκι, όπως τη λένε περιφρονητικά οι απνευμάτιστοι) για να μη σκανδαλίζονται μερικοί, θα οδηγούσε σε σοβαρό ποιμαντικό και όχι δογματικό σφάλμα, με απρόβλεπτες συνέπειες, εις βάρος βέβαια του ποιμνίου. Η Εκκλησία οφείλει να ποιμαίνει το ποίμνιό της όπως αυτή γνωρίζει και όχι όπως της υποδεικνύουν άνθρωποι που ηθελημένα έχουν εξέλθει από την ποίμνη της. Η Εκκλησία δεν μπορεί να στηρίζεται στη γνώμη αυτών. Δεν μπορούμε να τα έχουμε καλά με όλους. Φανταστείτε τι θα συνέβαινε αν ο Χριστός τα είχε καλά με τους Φαρισαίους. Θα ήταν κι αυτός Φαρισαίος και σίγουρα όχι Σωτήρας και Λυτρωτής. Άλλωστε αν ο τρόπος μετάληψης που έχει επικρατήσει τους τελευταίους αιώνες είναι προβληματικός, τόσοι άγιοι επίσκοποι, ιερείς, μοναχοί, μοναχές, λαϊκοί, που έχουν περάσει, δεν θα διαμαρτύρονταν και δεν θα πρότειναν έναν τελειότερο τρόπο; Μην υποτιμούμε τους αγίους. Αυτοί γνωρίζουν καλύτερα αφού έχουν «νοῦν Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. 2, 16).
Του Πρωτοπρ. π. Χριστοφόρου Χρόνη, Κληρικού Ι.Μ. Αιτωλίας και Ακαρνανίας (Δρ. Θεολογίας – Μ.Α. Φιλοσοφίας).