Κυριακή των Αγίων Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου

Η Κυριακή μετά την Ανάληψη είναι αφιερωμένη στους Πατέρες της Α´ Οικουμενικής συνόδου η οποία συγκλήθηκε στη Νίκαια, της Βιθυνίας, το 325 από τον αυτοκράτορα Μ. Κωνσταντίνο.

Η σύγκληση μιας γενικής συνόδου της Εκκλησίας από όλη την οικου­μέ­νη που ταυ­τι­ζόταν με τα όρια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν κάτι πρωτόγνωρο και προ­σ­κυρώνεται εξ ολοκλήρου στον αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο. Ο αυτοκράτορας έθεσε στη διάθεση των επισκόπων όλα τα μέσα για να βρεθούν από τα πέρατα της αυτο­κρα­το­ρίας στην έδρα του, τη Νίκαια της Βιθυνίας. Ήταν συγκλονιστικό το φαινόμενο να συναντώνται επίσκοποι από τη Βρετανία και τη Μεσοποταμία, την Αίγυπτο και τη Γα­λατία, την Ελλάδα και την Ισπανία και τόσα άλλα μέρη της αχανούς Ρωμαϊκής αυτοκρα­­τορίας.

Πολλοί από τους επισκόπους ήταν ομολογητές και είχαν ακόμη στο σώμα τους τα σημάδια από τους πρόσφατους διωγμούς του Διοκλητιανού και Γαλερίου 303-311. Έτσι λοιπόν, σε άλλους έλειπε ένα μάτι, σε άλλους χέρι ή πόδι.

Ο αριθμός των επι­σκό­πων ή­ταν πολύ μεγάλος, πάνω από τριακοσίους. Ο Μέγας Κωνσταντίνος και ο Μέγας Αθανάσιος πα­ρα­δίδουν διάφορους α­ρι­­θμούς των μελών της συνόδου σε διάφορα έργα τους, όπως ότι οι επίσκοποι «ἦσαν πλέον ἢ ἔ­λαττον τριακόσιοι», ή «ἐγγύς που τριακόσιοι» ή και «τρι­ακο­σίων  δέκα καί ὀκτώ συνελ­θό­ντων ἐπισκόπων». Τελικώς καθιερώθηκε ως αριθμός των μελών της Συνόδου ο αριθμός των τριακοσίων δεκαοκτώ πατέρων, κατά τυπολογική αντιστοιχία προς τους τριακοσίους δεκαοκτώ οικογενείς του Αβραάμ, με τους οποίους συντελέσθηκε η νίκη ενα­ντίον των λη­­στών που συνέλαβαν τον ανεψιό του Λωτ, (Γεν. 14, 14).

Ο συνοδικός θεσμός στην Εκκλησία είχε μακρά παράδοση, σύμφωνα με το πρότυπο της Απο­στο­­λικής Συνόδου του 49 μ.Χ. Θεωρήθηκε ως ο καλύτερος τρόπος αντιμετωπίσεως των διά­φο­ρων προβλημάτων που ανέκυπταν δογμα­τι­κής ή οργανωτικής φύσεως, αλλά μέχρι τότε σε τοπικό επίπεδο. Τώρα, όμως, για πρώτη φορά είχε την ευκαιρία να βρεθεί σε γε­νι­κή, Οικουμενική Σύνοδο. Στην ουσία οι Σύνοδοι για την Εκκλησία αποτελούσαν την επι­­βε­βαί­ωση της κοινής πίστεως στην αποστολική παράδοση του όλου σώματος της Εκ­κλη­σίας, η οποία επιτυγχανόταν με την κοινωνία των επισκόπων.

Ο Μέγας Κωνσταντίνος ήταν ειλικρινής στην επιθυμία του να συμβάλλει στην ει­ρή­νευ­ση της Εκκλησίας την εποχή αυτή που ταρασσόταν από τις διδασκαλίες του Αρείου, οι ο­ποίες είχαν τόσο πολύ αναστατώσει τους Χριστιανούς. Αισθανόταν υπεύθυνος για την ει­ρή­νη και την ευημερία των πολιτών και για τον λόγο αυτό αποδέχθηκε τις εισηγήσεις εγκρί­των επισκόπων που του συνιστούσαν να συγκαλέσει μια Σύνοδο για να αντι­με­τω­πίσει το πρόβλημα. Αν και είχαν νωρίτερα προηγηθεί και άλλες Σύνοδοι, στην Αντιόχεια και στην Αλεξάνδρεια για το θέμα αυτό σε τοπικό επίπεδο, δεν ήταν αρκετές να προσ­φέρουν λύση στο πρόβλημα και ειρήνη στην Εκκλησία. Το πρόβλημα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η Οικουμενική Σύνοδος είχε σχέση με τη διδασκαλία του Αρείου.

Ο Άρειος ήταν ένας ιδιαίτερα μορφωμένος πρωτοπρεσβύτερος της Αλεξανδρινής εκκλη­σίας με μεγάλη επιρροή στην τοπική εκκλησία. Σύντομα όμως ήλθε σε ρήξη με το­πι­κούς κληρικούς λόγω διαφοροποιήσεων σε βασικές θεολογούμενες έννοιες οι οποίες κυρίως αφορούσαν τη σχέση Πατέρα – Λόγου. Ο Άρειος κατά κύριο λόγο υποστήριξε τη μο­ναρ­χία του Πατέρα και την κατωτερότητα του Λόγου, ο οποίος ήταν ένα απλό κτί­σμα, α­νώ­­τερος μεν από τους ανθρώπους, μη μετέχοντας, όμως, της θείας ουσίας, δημιουργώντας έτσι μια νέα διδασκαλία περί της θειότητας του Λόγου. Οι αντιλήψεις αυτές, αν και δεν βρήκαν απήχηση στην πλειοψηφία του εκκλησιαστικού σώ­ματος, φάνηκαν ιδιαίτερα ελκυστικές σε θεολογούντες κληρικούς που νόμισαν ότι αυτόν με τον απλοϊκό τρό­πο έδιναν απάντηση στο Τριαδικό δόγμα της Εκκλησίας. Αργότερα γνώρισε μεγαλύτερη απήχηση στα γερμανικά φύλλα των Γότθων. Οι τριαδολογικές απόψεις του Αρείου αποτελούσαν προέκταση της προβληματικής που είχε αναπτυχθεί κατά τον 2ο και 3ο αιώνα περί της σχέσεως Πατέρα και Λόγου.

Οι εργασίες της Α´ Οικουμενικής Συνόδου κράτησαν πολύ καιρό, περισσότερο α­πό τρία χρόνια, και συζη­τή­θηκαν όλες οι ενστάσεις των Αρειανών. Η Σύνοδος διε­τρά­νω­σε την ορθόδοξη διδα­σκαλία ότι ο Υιός είναι ομοούσιος με τον Πατερά και κω­δι­κο­ποί­η­σε τη διδασκαλία αυτή στο Σύμβολο της Πίστεως με τα πρώτα πέντε άρθρα. Τα υπό­λοι­πα επτά άρθρα συμπληρώθηκαν στη Β´ Οικουμενική Σύνοδο της Κπόλεως το 381.

Η συμβολή του Μεγάλου Κωνσταντίνου ήταν καθοριστική στη διοργάνωση της Α´ Οι­κου­μενικής συνόδου γι’ αυτό τιμάται από την Εκκλησία ως ισαπόστολος.

Επίσης, για τον λόγο αυτό διαβάζουμε στην Εκκλησία τα αναγνώσματα από τις Πράξεις (20, 16-18· 28-36) όπου δίνει συμβουλές και οδηγίες ο απόστολος Παύλος στους πρεσβυ­τέ­ρους της Ε­φέ­σου πώς να αντιμετωπίζονται οι έριδες και τα προβλήματα μέσα στην Εκ­κλησία, καθώς επίσης και τα καθήκοντα των ποιμένων και πατέρων έναντι του λαού του Θε­ού. Οι προ­τροπές του Παύλου έρχονται σε συνέχεια με τις παραγγελίες που έδωσε ο Χριστός λίγο πριν το πάθος (Ιω. 17, 1-13), όταν αποχαιρετούσε τους μαθητές του και τους προε­τοί­μαζε για τους κακούς λύκους και την αποστασία, τους αιρετικούς, που θα επα­κο­λου­θή­σουν. Ο Χριστός διαβεβαίωσε τότε ότι δεν θα εγκαταλείψει την Εκκλησία Του και ότι το Πνεύμα το Άγιο πάντα θα την οδηγεί στην αλήθεια.

Η υπόσχεση του Χριστού υφίσταται εσαεί διότι πάντα αποστέλλει τους Πατέρες και τους Αγίους στην Εκ­κλησία, οι οποίοι ως φάροι αναλαμβάνουν να οδηγούν με το πα­ρά­δειγμα και την αγιότητά τους, το πλήρωμα στη βίωση της Ορθόδοξου πίστεως.

Aρχιμ. π. Παντελεήμων Τσορμπατζόγλου