Μια Κυριακή που ο όσιος Μακάριος ήρθε στη Σκήτη για να λειτουργηθεί, είδε έξω από το κελί ενός αδελφού ένα μεγάλο πλήθος από δαίμονες. Άλλοι ήταν μετασχηματισμένοι σε γυναίκες που μιλούσαν αναίσχυντα, άλλοι σε νεαρούς που έβριζαν αδιάκοπα, και άλλοι σε διάφορες άλλες μορφές. Ο όσιος που ήταν διορατικός, στέναξε λέγοντας:
– Οπωσδήποτε, ο αδελφός που μένει σε τούτο το κελί, πρέπει να ζει πολύ απρόσεκτα, για να είναι μαζεμένα και να περικυκλώνουν το κελί του, ασχημονώντας, τόσα πονηρά πνεύματα!
Μετά την ακολουθία πήγε στο κελί εκείνου του αδελφού και του είπε:
– Είμαι πολύ στενοχωρημένος, αδελφέ, γιατί ζω με πολλή αμέλεια. Μα έχω εμπιστοσύνη σε σένα, και γνωρίζω καλά, πως αν εσύ προσευχηθείς για μένα, οπωσδήποτε ο Θεός θα με ανακουφίσει από τους πονηρούς λογισμούς.
Ο μοναχός του έβαλε μετάνοια και του αποκρίθηκε:
– Γέροντα, εγώ δεν είμαι άξιος να προσευχηθώ για σένα.
Όμως ο όσιος επέμενε, παρακαλώντας τον και λέγοντας του:
– Δεν φεύγω από δω, αν δεν μου δώσεις τον λόγο σου, πως κάθε νύχτα θα κάνεις προσευχή για μένα.
Ο αδελφός υπάκουσε στην εντολή του. Και αυτή την εντολή βέβαια, την έδωσε ο όσιος σαν αφορμή για να αρχίσει να προσεύχεται τις νύχτες. Σηκώθηκε λοιπόν ο μοναχός τη νύχτα και έκανε την προσευχή για τον άγιο. Και όταν την τελείωσε, ένιωσε τέτοια κατάνυξη, που συλλογίστηκε μέσα του:
– Δυστυχισμένη μου ψυχή! Για έναν τόσο άγιο γέροντα προσευχήθηκες και για σένα την ίδια δεν προσεύχεσαι;
Έτσι έκανε και για τον εαυτό του μια μεγάλη προσευχή. Και με αυτόν τον τρόπο πέρασε μια βδομάδα. Δηλαδή κάθε βράδυ έκανε μια προσευχή για τον όσιο και μια για τον εαυτό του.
Την Κυριακή, πηγαίνοντας πάλι προς την εκκλησία ο αββάς Μακάριος, ξαναβλέπει τους δαίμονες έξω από το κελί του μοναχού να στέκουν πολύ στενοχωρημένοι! Ικανοποιήθηκε, γνωρίζοντας πως οι δαίμονες στενοχωρήθηκαν εξαιτίας της προσευχής του αδελφού. Πήγε χαρούμενος στο κελί του και του είπε:
– Κάνε μου τη χάρη, αδελφέ, και πρόσθεσε άλλη μια προσευχή τη νύχτα για μένα.
Τη νύχτα, όταν έκανε τις δύο προσευχές για τον άγιο, πάλι ένιωσε μεγάλο κύμα κατανύξεως μέσα του, και λέει με τον νου του:
– Αχ, ταλαίπωρη ψυχή μου! Δεν προσθέτεις και για τον εαυτό σου άλλη μια προσευχή, που τόσο έχεις ανάγκη;
Και με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή με τέσσερις προσευχές κάθε νύχτα, πέρασε άλλη μια βδομάδα.
Την Κυριακή ο όσιος Μακάριος, περνώντας πάλι, είδε τους δαίμονες στενοχωρημένους και σιωπηλούς! Ευχαρίστησε τον Θεό. Πήγε στο κελί του μοναχού και τον παρακάλεσε να προσθέσει άλλη μια προσευχή για κείνον κάθε νύχτα. Και ο αδελφός πρόσθεσε και άλλη μια προσευχή για τον εαυτό του, και έτσι τις έκανε έξι τις προσευχές κάθε νύχτα.
Όταν πια την άλλη Κυριακή ξανάρθε ο όσιος να δει τον μοναχό, οι δαίμονες θύμωσαν πολύ μαζί του και άρχισαν να τον βρίζουν, γιατί έβλεπαν στενοχωρημένοι τη σωτηρία του μοναχού. Ο όσιος δόξασε τον Θεό για την προκοπή του αδελφού, και αφού τον παρακάλεσε να μην αμελεί, μα να προσεύχεται χωρίς διακοπή, τον άφησε και έφυγε.
Τότε και οι δαίμονες, βλέποντας την προθυμία και την προσοχή που έβαλε ο νέος μοναχός στην προσευχή του, έφυγαν εντελώς από το κελί του.
Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, τ. Γ΄, σσ. 219-221, εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου.