Κάποιος συγγραφέας υποστηρίζει ότι υπάρχουν τρεις τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι νοιώθουν τη ζωή.
Πολλοί τη βλέπουν σαν ένα αναπαυτικό κρεββάτι, πάνω στο οποίο ξαπλώνουν και ζητούν να υπηρετούνται από όλους τους άλλους. Είναι οι οπαδοί του ηδονισμού και της απολαύσεως. Γρήγορα όμως καταντούν οι άνθρωποι αυτοί δυστυχείς, γιατί το κρεββάτι της ζωής δεν είναι τόσο αναπαυτικό όσο το φαντάζονται. Γι’ αυτό στριφογυρίζουν με αγωνία και πόνο πάνω σ’ αυτό.
Άλλοι αντιλαμβάνονται τη ζωή σαν ένα μεγάλο καλάθι, που αγωνίζονται να το γεμίσουν οπωσδήποτε. Γνώσεις, χρήμα, κτήματα, φήμη, δόξα είναι το υλικό, με το οποίο προσπαθούν να το γεμίσουν. Είναι οι οπαδοί του παχυλού υλισμού και της μαμωνολατρίας. Αλλά αυτό μένει πάντα άδειο, ενώ εκείνοι τρέχουν έως ότου ο θάνατος θέσει τέρμα στην πολύμοχθη εκστρατεία τους.
Υπάρχει όμως και μια μερίδα ανθρώπων, που αντιλαμβάνονται τη ζωή τους σαν ένα λύχνο που καίγεται, σαν μια λαμπάδα που λιώνει και φωτίζει το περιβάλλον. Είναι οι γνήσιοι οπαδοί του Χριστού. Είναι οι άνθρωποι, που έθεσαν ιδανικό τους όχι να υπηρετηθούν, αλλά να υπηρετήσουν. Είναι οι εργάτες του καλού, που θυσιάζονται για να παρηγορήσουν τον πόνο του θλιμμένου, για να περιθάλψουν τον πάσχοντα, για να δώσουν «φῶς ἱλαρόν» στις τρισκότεινες καρδιές. Είναι οι λύχνοι, που τοποθετημένοι «ἐπὶ τὴν λυχνίαν», λάμπουν «πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ» (Ματ. 5, 15).
Κούρκουλα Κ., Κογχύλια από την Τιβεριάδα