Ένας αδελφός που αδικήθηκε πήγε στον Αββά Σισώη και του εξομολογήθηκε:
– Πάτερ, ο τάδε αδελφός με αδίκησε και ο λογισμός μου με βασανίζει να τον εκδικηθώ.
– Όχι, παιδί μου, άρχισε να τον συμβουλεύει ο Όσιος. Άφησε την εκδίκηση στα χέρια του Θεού.
– Δεν θα ησυχάσω, αν δεν τον κάνω να πονέσει, όπως πόνεσα κι εγώ, εξακολουθούσε να λέει συνεπαρμένος από το πάθος του ο νέος.
Αφού δεν έπαιρνε από λόγια, ο Όσιος τον φώναξε να κάνουν προσευχή μαζί, για να τον φωτίσει ο Θεός να καταλάβει ποιό ήταν το ψυχικό του συμφέρον. Γονάτισαν ο ένας δίπλα στον άλλον και ο Αββάς Σισώης, σηκώνοντας τα χέρια προς τον ουρανό, είπε αυτή την προσευχή:
– Κύριε και Θεέ μας, εμείς τα παιδιά σου σού δηλώνουμε σήμερα με τις πράξεις μας ότι δεν έχουμε πια ανάγκη να έχεις Εσύ την φροντίδα μας, γιατί μάθαμε μόνοι να φροντίζουμε για τον εαυτό μας και αυτοπροσώπως να εκδικούμαστε για λογαριασμό μας.
Ταράχτηκε ο αδελφός ακούγοντας τα λόγια της προσευχής, έστω και αν ήταν απολύτως σύμφωνα με την ψυχική του κατάσταση.
– Συγχώρεσέ με, Πάτερ, είπε μετανοημένος στον άγιο Γέροντα. Δεν επιθυμώ πια να εκδικηθώ τον αδελφό μου.
Θεοδώρας Χαμπάκη (Ηγουμένης Ι. Μονής Οσίου Θεοδοσίου), Γεροντικόν, Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, σσ. 40-41 Έκδ. Ορθοδόξου Χριστιανικής Αδελφότητας «ΛΥΔΙΑ», Θεσσαλονίκη 19939