Ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου

Σή­με­ρα γι­ορ­τά­ζου­με τὴν ἔν­δο­ξη Κοί­μη­ση τῆς Πα­να­γί­ας. Σ’ ἀμέτρητες ἐκ­κλη­σί­ες καὶ μο­να­στή­ρια χτυ­ποῦ­νε οἱ καμ­πά­νες καὶ ψέλ­νου­νε οἱ ψαλ­τά­δες. Τὰ πι­ὸ πολ­λὰ εἶ­ναι στῆς Πα­να­γί­ας τ’ ὄ­νο­μα, καὶ πανηγυρίζουνε σή­με­ρα τὴν Κοί­μη­ση τῆς Θε­ο­τό­κου.

Μὰ αὐ­τὴ δὲν εἶ­ναι γιο­ρτὴ θα­νά­του, εἶ­ναι γιο­ρτὴ χα­ρᾶς καὶ θρίαμβος, για­τί αὐ­τὴ ποὺ κοι­μή­θη­κε εἶ­ναι ἡ Μη­τέ­ρα τῆς Ζω­ῆς, ὅ­πως λέ­γει ἐ­κεῖ­νο τὸ θε­σπέ­σι­ο δο­ξα­στι­κὸ ποῦ λέ­νε σή­με­ρα στὴ Λει­τουρ­γί­α: «Τῇ ἀθανάτῳ σου Κοιμήσει, Θεοτόκε Μήτηρ τῆς ζωῆς, νεφέλαι τοὺς Ἀποστόλους, αἰθερίους διήρπαζον, καὶ κοσμικῶς διεσπαρμένους, ὁμοχώρους παρέστησαν τῷ ἀχράντῳ σου σώματι, οἳ καὶ κηδεύσαντες σεπτῶς, τὴν φωνὴν τοῦ Γαβριήλ, μελῳδοῦντες ἀνεβόων· Χαῖρε κεχαριτωμένη, Παρθένε Μήτηρ ἀνύμφευτε, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· Μεθ᾽ὧν ὡς Υἱόν σου καὶ Θεὸν ἡμῶν, ἱκέτευε σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν».

Σή­με­ρα ὅ­λη ἡ Ἑλ­λά­δα μο­σχο­βο­λᾶ ἀ­πὸ τὸ εὐ­ω­δέ­στα­το σκή­νω­μα τῆς Πα­να­γί­ας, ποὺ εἶ­ναι ἡ μη­τέ­ρα τῶν ὀρ­φα­νε­μέ­νων, ἡ ἐλ­πί­δα τῶν ἀπελπισμένων, ἡ χα­ρὰ τῶν θλιμ­μέ­νων, τὸ ρα­βδὶ τῶν τυ­φλῶν, ἡ ἄγ­κυ­ρα τῶν θα­λασ­σο­δαρ­μέ­νων. Κι ἀπ’ ἄ­κρη σὲ ἄ­κρη τῆς Ἑλ­λά­δας, στὶς πο­λι­τεῖ­ες, στὰ χω­ριά, στὰ μο­να­στή­ρια καὶ στὶς σκῆ­τες, ἀ­πά­νω στὰ δα­σω­μέ­να βου­νά, στὰ λαγ­κά­δια, στὶς σπη­λιές, στὰ γα­λα­νὰ τὰ κύ­μα­τα ποὺ δρο­σο­α­φρί­ζου­νε ἀ­πὸ τὸν πε­λα­γί­σιον ἀ­γέ­ρα, στὰ νη­σιὰ καὶ στὰ ρη­μό­νη­σα, στοὺς κά­βους, παν­τοῦ ἀν­τι­λα­λεῖ ἡ ὑ­μνο­λο­γί­α ποὺ ψέλ­νου­νε οἱ ψαλ­τά­δες γιὰ τὴν τα­πει­νὴ βα­σί­λισ­σα ποὺ κοι­μή­θη­κε. Τὸ μελ­τέ­μι ποὺ φυ­σᾶ τώ­ρα τὸ Δεκαπενταύγουστο  καὶ δρο­σί­ζει τὸν κό­σμο τὰ δεν­τρι­κὰ ποὺ ‘ναι φορτωμένα μὲ λο­γὴς λο­γὴς πω­ρι­κά, τὰ ἄ­γρι­α τὰ ρου­μά­νια, μὲ τὶς ἀντρειωμέ­νες βα­λα­νι­διὲς καὶ μὲ τὰ ἔ­λα­τα καὶ μὲ τὰ κέ­δρα, τὰ ἄ­σπρα σύννεφα ποὺ ἀρ­με­νί­ζου­νε στὸν γα­λα­νὸ οὐ­ρα­νό, ὅ­λα εἶ­ναι χα­ρο­ποι­ὰ καὶ μα­κά­ρι­α, ὅ­λα εἶ­ναι ἱ­λα­ρὰ ἀ­πὸ τὴν γλυ­κύ­τη­τα τῆς Πα­να­γί­ας. Στὰ πέ­λα­γα τα­ξι­δεύ­ου­νε λο­γῆς-λο­γῆς κα­ρά­βια καὶ κα­ΐ­κια πώ­χου­νε γραμ­μέ­νο ἀ­πά­νω στὸ μά­γου­λο τοὺς τὸ γλυ­κύ­τα­το τ’ ὄ­νο­μά της. Ὤ! Ἀ­λη­θι­νὰ δι­κή μας εἶ­ναι ἡ Πα­να­γί­α, δι­κό μας εἶ­ναι τὸ Ρό­δον τὸ Ἀ­μά­ραν­τον!

Ποιὸς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τὴν ὑ­μνή­σει ὅ­πως τὴν ὑ­μνο­λο­γή­σα­νε οἱ ὑμνω­δοὶ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας; Ἀρ­χαγ­γε­λι­κὲς σάλ­πιγ­γες θαρ­ρεῖς πῶς ἀκούγον­ται παν­τοῦ, μὲ ὕ­ψος καὶ μὲ σε­μνό­τη­τα, μ’ ἕ­να κάλ­λος πνευ­μα­τι­κὸ ποὺ βρί­σκε­ται μο­νά­χα στὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α. Στὸν Ἑ­σπε­ρι­νό της πα­ρα­μο­νῆς ψέλ­νου­νε τοῦ­τα τὰ τρο­πά­ρι­α ποὺ γε­μί­ζου­νε τὴν ψυ­χή μας μὲ κά­ποιον ἁγιασμέ­νον ἐν­θου­σι­α­σμό: «Ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος! Ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, ἐν μνημείῳ τίθεται, καὶ κλῖμαξ πρὸς οὐρανόν, ὁ τάφος γίνεται. Εὐφραίνου Γεθσημανῆ, τῆς Θεοτόκου τὸ ἅγιον τέμενος. Βοήσωμεν οἱ πιστοί, τὸν Γαβριὴλ κεκτημένοι ταξίαρχον, Κεχαριτωμένη χαῖρε, μετὰ σοῦ ὁ Κύριος, ὁ παρέχων τῷ κόσμῳ διὰ σοῦ τὸ μέγα ἔλεος».

Ἀ­πὸ τί καρ­διές, ἀ­πὸ τί χρυ­σὰ σπλά­χνα ἐ­βγῆ­κε τοῦ­τος ὁ πλοῦ­τος! Ἐ­δῶ δὲν εἶ­ναι συν­ταί­ρια­σμα τε­χνι­κὸ ἀ­πὸ λό­γι­α κι ἀ­πὸ ἤ­χους. Ἐ­δῶ εἶ­ναι ἀλη­θι­νὰ «ἡ φω­νὴ τοῦ Γα­βρι­ὴλ με­λω­δοῦν­τος» ἀ­πὸ τὰς οὐ­ρά­νι­ους ἁ­ψί­δας, ὕ­μνος ἀ­θα­να­σί­ας.

Ἀ­μὴ ἐ­κεί­νη ἡ θ’ ὠ­δὴ ποὺ λέ­γει: «Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι, ἐν σοὶ Παρθένε ἄχραντε, παρθενεύει γὰρ τόκος, καὶ ζωὴν προμνηστεύεται θάνατος. Ἡ μετὰ τόκον Παρθένος, καὶ μετὰ θάνατον ζῶσα, σῴζοις ἀεί, Θεοτόκε, τὴν κληρονομίαν σου».

Ἡ ἐ­κεῖ­νο τὸ ἀ­πο­λυ­τί­κι­ο ποὺ εἶ­ναι σο­βα­ρὸ καὶ γλυ­κὸ σὰν τὸ εἰκόνισμά της: «Ἐν τῇ γεννήσει τήν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ κοιµήσει τόν κόσµον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε. Μετέστης πρός τήν ζωήν, Μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καί ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουµένη ἐκ θανάτου τάς ψυχάς ἡµῶν».

Ἡ ὁ α΄ εἱρ­μὸς στὶς Κα­τα­βα­σί­ες ποὺ λέ­γει: «Πεποικιλμένῃ τῇ θείᾳ δόξῃ, ἡ ἱερά καὶ εὐκλεής Παρθὲνε μνὴμη Σου, πάντας συνηγάγετο, πρὸς εὐφροσύνην τοὺς πιστοὺς, ἐξαρχούσης Μαριάμ, μετὰ χορῶν καὶ τυμπάνων, τῷ Σῷ ἄδοντας, Μονογενεῖ, ἐνδόξως ὅτι δεδόξασται».

Ἀ­πὸ τού­τη τὴν ἅ­γι­α μέ­θη, ποὺ με­τα­δί­νει ἡ «Πε­ποι­κιλ­μέ­νη», μέ­θυ­σε κι ὁ ἁ­γι­α­σμέ­νος γλά­ρος τῆς Σκι­ά­θου, κ’ ἔ­γρα­ψε τοὺς κα­η­μοὺς τοῦ Δεκαπενταύ­γου­στου σκιρ­τών­τας ἀ­πὸ τὴν ἀγ­γε­λι­κὴ ὑ­μνω­δί­α ποὺ ἄ­κου­γε μυ­στι­κά, κα­θι­σμέ­νος μπρο­στὰ στ’ ἀ­φρι­σμέ­νο πέ­λα­γο, «ὁ φι­λέ­ρη­μος γέ­ρων». Ἀ­πὸ τὸ ἴ­διο νέ­κταρ τῆς Πα­να­γί­ας μέ­θυ­σε κι ὁ Σο­λω­μὸς καὶ ψέλνοντας καὶ κεῖ­νος μὲ ἐν­θου­σι­α­σμὸ τὴν Πε­ποι­κιλ­μέ­νη, ἔ­γρα­ψε στὸν Ὕμνο τῆς Ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ­τα τὰ λό­γι­α: «Ἀ­κο­λου­θεῖ τὴν ἁρ­μο­νί­α ἡ ἀ­δελ­φή του Ἀ­α­ρῶν, ἡ προ­φή­τισ­σα Μα­ρί­α μ’ ἕ­να τύμ­πα­νον τερ­πνόν. Καὶ πη­δοῦν ὅ­λες οἱ κό­ρες μὲ τσ’ ἀγ­κά­λες ἀ­νοι­κτὲς τρα­γου­δών­τας ἀν­θο­φό­ρες μὲ τὰ τύμπα­να κ’ ἐ­κεῖ­νες».

Ἡ Μα­ρι­άμ, ἡ συ­νο­νό­μα­τη τῆς Πα­να­γί­ας, ἤ­τα­νε ἡ ἀ­δελ­φή του Ἀαρῶν, ποὺ ἄρ­χι­σε νὰ ψέλ­νει γιὰ νὰ φχα­ρι­στή­σει τὸν Θε­ό, ποὺ καταπόντισε τὸν Φα­ρα­ὼ στὴν Ἐ­ρυ­θρὴ θά­λασ­σα. Καὶ τὴ συν­τρο­φεύ­α­νε οἱ ἄλ­λες οἱ κό­ρες, χο­ρεύ­ον­τας καὶ παί­ζον­τας τὰ τύμ­πα­να. «Λα­βοῦ­σα δὲ Μα­ρι­ὰμ ἡ προ­φή­τις, ἡ ἀ­δελ­φή του Ἀ­α­ρῶν, τὸ τύμ­πα­νον ἐν τῇ  χει­ρὶ αὐ­τῆς, καὶ ἐ­ξήλ­θο­σαν πᾶ­σαι αἳ γυ­ναῖ­κες ὀ­πί­σω αὐ­τῆς με­τὰ τύμ­πα­νων καὶ χο­ρῶν (Ἐξοδ. 15, 20).

Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ ἁ­γι­α­σμέ­νη Ἑλ­λά­δα, κι ἀ­πὸ τὸ γά­λα τῆς βυ­ζά­ξα­νε καὶ θρα­φή­κα­νε οἱ ποι­η­τές της, τὸ γά­λα τῆς Πα­να­γί­ας. Ἐ­μεῖς αὐ­τὸ τὸ γά­λα τὸ σιχαθήκαμε, ἀ­λί­μο­νο!

Φώτης Κόντογλου