Ό,τι δίνεις παίρνεις

Λένε οι ιστορίες των παλιών πως μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας γεωργός. Μια μέρα κίνησε να πάει στο χωράφι του, παρέα με το βόδι του. Φτάνει στο χωράφι, ζεύει το βόδι στο αλέτρι και αρχίζει να οργώνει το χώμα. Πήγαινε και ερχότανε, πήγαινε και ερχότανε πίσω από το αλέτρι, που η μύτη του έσκιζε στα δυο τη γης και ανακάτευε για τα καλά το χώμα. Και όλο πήγαινε, και όλο ερχόταν και ζύμωνε τούτος ο άνθρωπος τη γη με τον ίδρο του και την πότιζε με το αίμα του.

Την ώρα που όργωνε το χωράφι του, φάνηκε να έρχεται από μακριά ένας ταξιδιώτης. Είχε λένε αυτός ένα δισάκι στον ώμο και μια σκούφια φορεμένη στο κεφάλι, τα παπούτσια του ήταν πνιγμένα στο χώμα του δρόμου και το κεφάλι κοίταζε τη γης. Σιμώνει αυτός καμιά φορά το χωράφι του γεωργού και στάθηκε να τον χαιρετίσει. Ο γεωργός πάλι, άλλο που δεν ήθελε να πάρει μίαν ανάσα, αφήνει στην άκρη το αλέτρι, και τεντώνει το κορμί του, για να ξεπιαστεί κομματάκι από τη δουλειά.

Ο ταξιδιώτης τότε γυρίζει και του λέει: «Καλημέρα, πατριώτη. Πηγαίνω κατά την πολιτεία που είναι πίσω από τα βουνά. Μήπως ξέρεις του λόγου σου, μήπως έχεις ακούσει τι λογής άνθρωποι μένουν εκεί πέρα;».

Ο γεωργός άκουσε τα λόγια του ταξιδιώτη και τον ρωτάει: «Για πες μου, εσύ, αδελφέ, τι λογής ανθρώπους είχε ο τόπος που άφησες πίσω σου; Μήπως ξέρεις;».

Ο ταξιδιώτης παίρνει μίαν ανάσα και αποκρίνεται: «Πού να στα λέω, πατριώτη! Ανοιχτή πληγή, ήτανε σου λέω! Από κακία άλλο τίποτα! Όλο σε καβγάδες έμπλεκαν και από δουλειά ούτε κουβέντα. Ήταν γεμάτοι εγωισμό και μονάχα να γκρινιάζουν ήξεραν. Για όλα είχανε να πουν την κουβέντα την κακή, και έναν καλό λόγο δεν είχαν για κανένα. Σαν και αυτούς άλλος στον κόσμο δεν ξαναπέρασε. Δεν μπορείς να φανταστείς τι χαρά που έχω που έφυγα από εκείνον τον τόπο και δεν θα ξαναδώ τα μούτρα τους!».

Ο γεωργός τον ακούει και αποκρίνεται: «Ώστε έτσι, ε; Τότε φοβάμαι, πως θα συναντήσεις τέτοιους ανθρώπους και στην πολιτεία που είναι πίσω από τα βουνά».

Ο ταξιδιώτης στράβωσε τα μούτρα του, μουρμούρισε δυο βρισιές και έσυρε τα πόδια του πάνω στον σκονισμένο δρόμο, τραβώντας προς τα εκεί που ήταν, λέει, η πολιτεία. Σε λίγο χάθηκε μέσα στον ορίζοντα η σκιά του.

Κάμποσες ώρες αργότερα, έτυχε να περνάει από τον ίδιο τόπο ένας άλλος ταξιδιώτης. Ερχότανε του λόγου του από τον ίδιο δρόμο, και είχε ένα χαμόγελο στα χείλη. Βλέπει από μακριά τον γεωργό, τον σιμώνει, τον χαιρετάει και του λέει: «Αδερφέ, για πες μου, εσύ που ξέρεις τούτον τον τόπο, μήπως έχεις ακούσει τι άνθρωποι ζούνε πέρα από τα βουνά, στην πολιτεία;».

Ο γεωργός που ήθελε να πιάσει την κουβέντα, γυρίζει και του αποκρίνεται: «Για πες μου, πατριώτη, τι ανθρώπους έχει η πολιτεία που άφησες πίσω στον τόπο σου;».

Ο ταξιδιώτης τότε του απαντάει: «Αχ, αυτή η πολιτεία! Μη μου ξύνεις τέτοια ώρα τις πληγές! Πού να στα λέω! Τέτοιους ανθρώπους δεν βρίσκεις εύκολα, πατριώτη! Ήταν αυτοί άνθρωποι της δουλειάς, ποτέ δεν κορόιδεψαν κανέναν. Ήταν τίμιοι, και με την καρδιά τους ανοιχτή σαν περιβόλι. Με έναν καλό λόγο για τον καθένα. Στο τραπέζι τους μια καρέκλα πάντα για τον περαστικό, η πόρτα του σπιτιού τους ανοιχτή για τον ξένο, πάντα να σε ακούσουν και να σε στηρίξουν. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο στενοχωρήθηκα που αναγκάστηκα να τους αφήσω».

Ο γεωργός τότε του λέει: «Μη φοβάσαι, αδερφέ! Θα συναντήσεις τέτοιους ανθρώπους, τους, ίδιους, και στην πολιτεία που θα βρεις μπροστά σου. Καλό σου ταξίδι!».