Μοῦ ἔλεγε ὁ Γέροντας μιὰ μέρα: «Ὁ χριστιανὸς πρέπει νὰ ἀποφεύγει τὴν ἀρρωστημένη θρησκευτικότητα∙ τόσο τὸ αἴσθημα ἀνωτερότητος γιὰ τὴν ἀρετή του, ὅσο καὶ τὸ αἴσθημα κατωτερότητος γιὰ τὴν ἁμαρτωλότητά του. Ἄλλο πράγμα εἶναι τὸ κόμπλεξ καὶ ἄλλο ἡ ταπείνωση· ἄλλο ἡ μελαγχολία καὶ ἄλλο ἡ μετάνοια.
Μὲ ἐπισκέφθηκε κάποτε ἕνας κοσμικὸς ψυχίατρος καὶ μοῦ κατηγόρησε τὸν Χριστιανισμό, διότι, ὅπως εἶπε, δημιουργεῖ ἐνοχὲς καὶ μελαγχολία. Τοῦ ἀπάντησα: «Παραδέχομαι ὅτι μερικοὶ χριστιανοί, ἀπὸ σφάλματα δικά τους ἢ ἄλλων, παγιδεύονται στὴν ἀρρώστια τῶν ἐνοχῶν, ἀλλὰ κι ἐσὺ πρέπει νὰ παραδεχθεῖς ὅτι οἱ κοσμικοὶ παγιδεύονται σὲ μιὰ χειρότερη ἀρρώστια, τὴν ὑπερηφάνεια. Καὶ οἱ μὲν θρησκευτικὲς ἐνοχές, κοντὰ στὸν Χριστό, φεύγουν μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἐξομολόγηση, ἡ ὑπερηφάνεια ὅμως τῶν κοσμικῶν, ποὺ ζοῦν μακριὰ ἀπὸ τὸν Χριστό, δὲν φεύγει».
Μὲ τὶς τοποθετήσεις αὐτὲς τοῦ Γέροντα, ξεκαθάριζαν μέσα μου μερικὲς ἀπορίες ποὺ εἶχα, ἀναφορικὰ μὲ ψυχολογικὰ προβλήματα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ἀντιλαμβανόμουν ὅτι ὁ Γέροντας ἤθελε νὰ ἀποφεύγουμε τὴν ὑπερηφάνεια, τὴν μεταμφιεσμένη σὲ αὐτοδικαίωση «χριστιανικοῦ» φαρισαϊσμοῦ ἢ σε αὐτοκαταδίκη «χριστιανικῆς» περιδεοῦς συνειδήσεως. Ἔβλεπα ὅτι ἡ θρασύτητα τῶν αἰσθανομένων ὡς «καθαρῶν» καὶ ἡ δειλία τῶν αἰσθανομένων ὡς «ἐνόχων» δὲν διαφέρουν οὐσιαστικά, ὅτι εἶναι δύο ὄψεις τοῦ αὐτοῦ νομίσματος, τῆς ὑπερηφάνειας. Διότι ὁ ἀληθινὰ πιστὸς χριστιανὸς ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὴν ἐνοχὴ μὲ τὴν ἐξομολόγηση καὶ τὴν ἄφεση καὶ χαίρει στὴν ἐλευθερία αὐτὴ ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Χριστός∙ γνωρίζοντας μάλιστα ὅτι αὐτὸ εἶναι δῶρο Θεοῦ, εὐγνωμονεῖ καὶ δὲν ὑπερφρονεῖ. Εἶναι καθαρὸς διὰ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι ἀπὸ δικό του κατόρθωμα. Ἔτσι, χαίρει καὶ εὐχαριστεῖ καὶ δὲν ὑπερηφανεύεται καὶ ἐπὶ πλέον βλέπει καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους δυνάμει καλοὺς διὰ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν Γέροντος Πορφυρίου”.