Στην αγία πόλη της Ιερουσαλήμ ζούσε κάποτε μια μοναχή. Αγωνιζόταν στην πνευματική ζωή και ευαρεστούσε τον Θεό με την άσκηση και την καθαρότητα της ζωής της.
Ο διάβολος όμως τη φθόνησε και ενέπνευσε σε κάποιον νέο έρωτα γι’ αυτή. Η μοναχή, βλέποντας ότι σκανδαλίζεται εξαιτίας της ο νέος και κινδυνεύει να χαθεί, παίρνει σε ένα μαντήλι λίγα βρεγμένα όσπρια και φεύγει για την έρημο του Ιορδάνη. Εκεί ασκήτεψε πολλά χρόνια χωρίς να την αντιληφθεί κανείς.
Κάποτε όμως τη συνάντησε ένας διορατικός αναχωρητής και της είπε:
– Αμμά, τι κάνεις σε αυτή την έρημο;
Εκείνη θέλοντας να κρυφτεί, απάντησε:
– Βρίσκομαι εδώ γιατί έχασα τον δρόμο. Για την αγάπη του Χριστού, βοήθησέ με να τον βρω.
Ο ερημίτης της λέει:
– Είμαι βέβαιος ότι ούτε τον δρόμο έχασες ούτε δρόμο αναζητάς. Μια και γνωρίζεις λοιπόν ότι το ψέμα είναι από τον διάβολο, πες μου αληθινά, για ποια αιτία ήρθες εδώ;
Η μοναχή τότε του απαντά:
– Συμπάθησέ με, αββά. Ένας νέος σκανδαλίστηκε με εμένα και γι’ αυτό ήρθα στην έρημο, προτιμώντας να πεθάνω εδώ, παρά να γίνω πρόσκομμα στη σωτηρία του.
– Πόσο καιρό έχεις εδώ;
– Με τη χάρη του Θεού δεκαεπτά χρόνια.
– Και τί τρως;
– Να πήρα σ’ αυτό το μαντήλι που βλέπεις μερικά βρεγμένα όσπρια, και με την οικονομία του Θεού για μένα τη φτωχή, ενώ τρώω από αυτά τόσα χρόνια, δεν λιγοστεύουν! Αλλά και κάτι άλλο μου συνέβη. Με σκέπαζε η αγαθότητα του Θεού και σ’ αυτά τα δεκαεπτά χρόνια δεν με είδε άλλος άνθρωπος, εκτός από εσένα σήμερα. Εγώ τους έβλεπα όλους. Εκείνοι όμως όχι!
Μαθαίνοντας αυτά ο αναχωρητής, έφυγε δοξάζοντας τον Θεό για την αρετή της μοναχής.