Ήταν κάποτε στην Παλαιστίνη ένας άνθρωπος πολύ πλούσιος. Είχε σπίτια, αμπέλια, χωράφια και περιβόλια, είχε κοπάδια πρόβατα και οι κασέλες του ήταν γεμάτες χρυσά νομίσματα. Όμως όλα του τα αγαθά τα είχε αποκτήσει με αδικίες και τοκογλυφίες. Είχε αφήσει στον δρόμο χήρες και ορφανά, είχε δανείσει σε φτωχούς με βαρύ τόκο, είχε ξεγελάσει άλλους πουλώντας τους σκάρτα εμπορεύματα, είχε πει ψέματα, μόνο και μόνο για να κερδίσει λεφτά. Στην πόλη του κανένας δεν τον συμπαθούσε.
Μολονότι πάσχιζε να πνίξει τη φωνή της συνείδησής του, έρχονταν στιγμές, που οι αδικίες του τον τάραζαν και του έκοβαν τον ύπνο. Και έφτασε μια εποχή που τίποτα πια δεν τον ευχαριστούσε, ούτε τα εκλεκτά φαγιά, ούτε τα ακριβά ρούχα, ούτε οι διασκεδάσεις. Τα δάκρυα και οι κατάρες των ανθρώπων που είχε αδικήσει, δεν τον άφηναν να ησυχάσει. Τον έτρωγαν οι τύψεις, τον έπνιγε η θύμηση των ανομημάτων του. Μη ξέροντας λοιπόν τι να κάνει, για να δώσει τέλος στο μαρτύριο του, αποφάσισε να ζητήσει τη συμβουλή ενός σοφού γέροντα, που μόναζε έξω από την πόλη.
Σαν έφτασε έξω από το κελί, είδε τον μοναχό να προσεύχεται γονατιστός, ξεκουκίζοντας το κομποσχοίνι του. Ο πλούσιος παρατήρησε τη γαλήνη και την ακτινοβολία που είχε το πρόσωπό του γέροντα και για μια στιγμή τον ζήλεψε! Χωρίς να το καλοκαταλάβει, γονάτισε δίπλα του.
– Άνθρωπε του Θεού, σε ικετεύω, ψιθύρισε, πες μου, πώς μπορώ να σωθώ;
– Από τι να σωθείς, αδελφέ μου; Από τι ή από ποιον κινδυνεύεις; Απάντησε ήρεμα ο μοναχός.
– Δουλώθηκε η ψυχή μου στα υλικά αγαθά, παραδέχτηκε ο πλούσιος. Αδίκησα, εξαπάτησα, έκλεψα, συκοφάντησα, για να μαζέψω τα πλούτη που έχω και τώρα μου έχουνε γίνει βάρος ασήκωτο.
– Καλά το είπες, αδελφέ μου. Έχεις καταντήσει δούλος. Και αυτό γιατί αναποδογύρισες τη σωστή τάξη των πραγμάτων.
– Δεν καταλαβαίνω, πάτερ μου.
– Τα υλικά αγαθά υπάρχουν, για να εξυπηρετείται ο άνθρωπος. Τα χρήματα, τα χωράφια, τα αμπέλια και τα περιβόλια, τα ζωντανά, όλα είναι για να ικανοποιούνται οι ανάγκες του κάθε ανθρώπου, μέσα σε λογικά όρια. Εσύ φαίνεται πως ξεπέρασες αυτά τα όρια. Δεν σου έφταναν τα δικά σου, έβαλες στο μάτι και τα αγαθά των άλλων. Έγινες πλεονέκτης και αντί να αυξήσεις τα καλά σου με την τίμια δουλειά, άρχισες τις αδικίες. Από τη στιγμή εκείνη, υποδουλώθηκες. Αντί να εξουσιάζεις τα υπάρχοντά σου, σε εξουσίασαν εκείνα. Γίνανε η μοναδική σου φροντίδα. Κατάλαβες;
Ο πλούσιος κατέβασε το κεφάλι.
– Και τώρα τι μπορώ να κάνω; ρώτησε.
Ο γέροντας σηκώθηκε, άνοιξε το σακούλι του και έβγαλε ένα χειρογραμμένο βιβλίο.
– Διάβασέ το με την ησυχία σου, είπε, και θα βρεις την απάντηση.
Περίεργος ο άνθρωπος, έριξε μια ματιά στον τίτλο του βιβλίου. «Σοφία Σολομώντος», έγραφε.
Ευχαρίστησε τον γέροντα και γύρισε στο σπίτι του. Χωρίς χρονοτριβή, άρχισε να μελετά το βιβλίο. Σε μια σελίδα διάβασε πως όποιος ελεεί φτωχό, δανείζει στον Θεό. Εντυπωσιάστηκε. Σκέφτηκε, λοιπόν, να εφαρμόσει τα λόγια του Σολομώντα, ώστε να έχει απολαβή από τον Θεό. Πούλησε τα υπάρχοντά του όλα και μοίρασε τα χρήματα στους φτωχούς, κρατώντας για τις δικές του ανάγκες μόνο τέσσερα νομίσματα. Έτσι, από πλούσιος που ήταν, κατάντησε φτωχός. «Δάνεισα στον Θεό», σκεφτόταν. «Σίγουρα θα μου επιστρέψει το δάνειο και μάλιστα με τόκο».
Ωστόσο περνούσε ο καιρός και δεν έβλεπε καμιά απολαβή. Ζούσε φτωχικά. Τώρα είχε λιγότερες σκοτούρες και η ευγνωμοσύνη των φτωχών γέμιζε την ψυχή του με πρωτόγνωρη χαρά. Ο κόσμος άρχισε να τον συμπαθεί. Αλλά, βέβαια, όλα αυτά δεν τα θεωρούσε ανταπόδοση του Θεού. Και πολύ ύπουλα άρχισε να τον βασανίζει η ιδέα ότι ο Θεός τον ξεγέλασε. «Άδικα μοίρασα τα καλά μου», συλλογιζότανε. «Τι κέρδισα;».
Γι’ αυτό αποφάσισε να πάει στα Ιεροσόλυμα, να προσκυνήσει, και εκεί, στην Αγία Πόλη, να πει τα παράπονά του στον Θεό. Στον δρόμο πέρασε και από τον γέροντα, για να του επιστρέψει το βιβλίο. Με την ευκαιρία του φανέρωσε και τις σκέψεις του σχετικά με τις απολαβές, που περίμενε από τον Μεγαλοδύναμο.
«Και ίσαμε σήμερα δεν είδα τίποτα», συμπλήρωσε απογοητευμένος. Ο γέροντας χαμογέλασε αινιγματικά, χωρίς να κάνει κανένα σχόλιο. Κούνησε μόνο το κεφάλι του και του ευχήθηκε καλό ταξίδι.
Μια μέρα προτού φτάσει στα Ιεροσόλυμα, στη στροφή του χωματόδρομου που κατηφόριζε προς την πόλη, σταμάτησε απότομα, ξαφνιασμένος από ένα άγριο θέαμα. Δυο άντρες μάλωναν. Χτυπούσαν ο ένας τον άλλο με μανία. Κλωτσούσαν, γρονθοκοπούσαν, βλαστημούσαν και έβριζαν. Πλησίασε πολύ διστακτικά, ξέροντας πόσο επικίνδυνος είναι καμιά φορά ο οργισμένος άνθρωπος. Ανάμεσα στις φωνές και στις βρισιές μπόρεσε να ξεχωρίσει τις λέξεις· «Δικό μου», «Όχι! Δικό μου».
Αμέσως κατάλαβε πως εκείνοι οι δύο καυγάδιζαν για κάποιο πράγμα. Κάποια στιγμή, που σταμάτησαν να χτυπιούνται, εξαντλημένοι, ματωμένοι, με τα ρούχα σχισμένα και την όψη αγριωπή, τόλμησε να πλησιάσει περισσότερο.
– Γιατί μαλώνετε, αδελφοί; τους φώναξε.
Τότε μόνο αντιλήφθηκαν την παρουσία του.
– Από πού ξεφύτρωσες εσύ; τον αποπήρε ο ένας, και τι σε νοιάζει αν μαλώνουμε;
– Δεν είναι δική μου δουλειά, βέβαια, αποκρίθηκε φοβισμένος ο άνθρωπος, ωστόσο σκέφτηκα μήπως μπορώ να σας βοηθήσω να λύσετε τη διαφορά σας.
– Μαλώνουμε για τούτο εδώ, είπε ο δεύτερος και έπιασε από χάμω ένα κουβαριασμένο κουρέλι. Το ξετύλιξε και φάνηκε ένα λαμπερό πετράδι.
– Έχω μια ιδέα, είπε τότε ο άνθρωπος. Γιατί δεν μου το πουλάτε και να μοιράσετε τα λεφτά; Έτσι κι αλλιώς το πετράδι δεν κόβεται στα δύο.
Οι άλλοι το σκέφτηκαν λίγο και τελικά δέχτηκαν να το πουλήσουν.
– Πόσα θα μας δώσεις; ρώτησαν.
– Τέσσερα νομίσματα. Είναι καλή τιμή.
– Σύμφωνοι.
Πήραν από δύο νομίσματα ο καθένας, πήρε και ο άνθρωπος το πετράδι και συνέχισε το ταξίδι του. Μόλις έφτασε στα Ιεροσόλυμα, έτρεξε αμέσως στον χρυσικό. Του έδειξε το πετράδι.
– Το έχω για πούλημα, είπε.
Ο χρυσικός το παρατήρησε καλά – καλά και δεν έκρυψε το ενδιαφέρον του.
– Δεν ξέρω, βέβαια, πώς έπεσε στα χέρια σου, άνθρωπέ μου, είπε. Αλλά ξέρω με σιγουριά ότι εδώ και ένα χρόνο όλη η πόλη μας ψάχνει για τούτο εδώ το πετράδι. Έχει πέσει από την καλή φορεσιά του Αρχιερέα. Πήγαινέ του το και έκανες την τύχη σου!
«Απίστευτο!», μονολογούσε ο άνθρωπος, καθώς τριγύριζε στα Ιεροσόλυμα, ρωτώντας για το σπίτι του Αρχιερέα. Και ενόσω εκείνος τριγύριζε, άγγελος Κυρίου παρουσιάστηκε στον Αρχιερέα: «Δέξου τον άνθρωπο που θα παρουσιαστεί σε λίγο στην πόρτα σου. Πάρε αυτό που θα σου δώσει και δωσ’ του όσα σου ζητήσει και ακόμη περισσότερα. Και όταν φεύγει, ράπισέ τον».
Αυτά πρόσταξε ο άγγελος και εξαφανίστηκε.
Σε λίγο εμφανίστηκε ο άνθρωπος με το πετράδι. Ο Αρχιερέας χάρηκε πολύ που ξαναβρήκε το μικρό του θησαυρό και δόξασε τον Θεό. Πρόσφερε στον άνθρωπο πολλά χρυσά νομίσματα και πλούσια δώρα και καθώς εκείνος ετοιμαζόταν να φύγει λέγοντας ευχαριστίες, ο Αρχιερέας σηκώθηκε και του άστραψε ένα γερό χαστούκι. Ο άνθρωπος τα έχασε. Ταράχτηκε, κοκκίνισε, παρά λίγο να βάλει τα κλάματα.
– Γιατί με χτύπησες; ψέλλισε.
– Έτσι με πρόσταξε ο άγγελος και αναρωτιέμαι γιατί.
Ο άνθρωπος στάθηκε συλλογισμένος. Στο χέρι κρατούσε το πουγκί με τα νομίσματα, γύρω του στο πάτωμα τα δώρα περίμεναν να τα σηκώσει. Ήταν πάλι πλούσιος, η ανταπόδοση χειροπιαστή, μπροστά του. Και ήρθε σαν αστραπή στον νου του ο καιρός της ανυπομονησίας και της αμφιβολίας.
– Δεν έδειξα αρκετή εμπιστοσύνη στον Θεό, εξήγησε στον Αρχιερέα. Θαρρώ πως μου άξιζε το χαστούκι… Και πάλι λίγο ήταν, συμπλήρωσε χαμηλόφωνα.
Αγγελική Π. Νικολοπούλου, Τα μυστικά της ερήμου, σσ. 115-124, εκδ. Τήνος, Αθήνα 1995.