Ήταν μια οικογένεια όπου για πολλά χρόνια ζούσε κάτω από τα όρια της φτώχειας, στα όρια της εξαθλίωσης. Όλοι προσπαθούσαν για το καλύτερο, αλλά οι κόποι τους δεν ανταμείβονταν.
Συνολικά ήταν 4 άτομα. Ένας πατέρας, μία μητέρα και τα δύο παιδιά τους. Το ένα ήταν αγόρι και το άλλο κορίτσι, 14 ετών και 12 αντίστοιχα. Τα δύο παιδιά ήταν στεναχωρημένα πολύ βλέποντας την όλη κατάσταση και όχι μόνο την αισθηματική. Το αγόρι ήταν πολύ ευαίσθητο σε πολλά θέματα. Ήταν έξυπνο και δημιουργικό. Όμως δεν άντεχε με αυτά που έβλεπε και το καημένο αρρώστησε βαριά. Έπαθε κατάθλιψη και σοβαρά προβλήματα. Ένιωθε συνεχώς κουρασμένος και στεναχωρημένος.
Ήξερε ότι η ζωή είναι δύσκολη για αυτόν και για την οικογένειά του και κατά κάποιον τρόπο μέσω της στεναχώριας είχε απαρνηθεί την ίδια του τη ζωή. Δεν είχε θέληση, δεν είχε τίποτα πια. Μόνο δάκρυα και ένα αχανές βλέμμα που χανόταν και έσβηνε στο χλωμό πρόσωπό του.
Η οικογένειά του είχε δύο πράγματα να κάνει∙ να προσπαθεί να δουλεύει πολλές ώρες για να εξασφαλίζει ένα πενιχρό εισόδημα, αλλά και να βοηθάει, όσο μπορεί, στη συναισθηματική κατάσταση του αγοριού. Όμως η κατάσταση του αγοριού είχε φτάσει σε τέτοιο προχωρημένο στάδιο, που έλπιζαν μόνο σε ένα θαύμα.
Οι γιατροί, που παρακολουθούσαν την πορεία του αγοριού, ήταν σίγουροι ότι δεν θα ζήσει για πολύ ακόμα. Παρόλα αυτά, οι λίγοι συγγενείς του αγοριού, προσευχόμενοι, πίστευαν σε ένα καλύτερο αύριο. Ο πατέρας μόλις έχει τελειώσει από μία έκτακτη δουλειά. Ευελπιστούσε ότι θα πληρωθεί, προκειμένου να συμπληρώσει ένα ικανό ποσό. Με το ποσό αυτό θα φώναζε έναν πολύ καλό γιατρό, έστω και για μία ολιγόλεπτη επίσκεψη, μήπως και άλλαζε κάτι την τελευταία στιγμή. Όμως, προς έκπληξή του, ακούει από τον εργοδότη του ότι δεν θα πληρωθεί. Ο πατέρας, μόλις το ακούει, τον παρακαλεί να του δώσει έστω λίγα χρήματα, αλλά ο άλλος αρνείται επίμονα. Ο πατέρας ξεσπά σε κλάματα, έχει φτάσει σε απόγνωση, γιατί γνωρίζει ότι το παιδί του σβήνει ώρα με την ώρα και δεν μπορεί πλέον να κάνει τίποτα άλλο.
Ο εργοδότης του, για να τον παρηγορήσει, του δίνει ένα λαχείο για τη μεγάλη κλήρωση που θα γινόταν σε μία εβδομάδα. Το παίρνει ο πατέρας και αμέσως φεύγει για το σπίτι, όπου βρίσκεται ο γιος του. Μπαίνοντας στο σπίτι, βάζει μέσα σε ένα συρτάρι ταραγμένος το λαχείο. Πηγαίνει στο δωμάτιο και βλέπει τον γιο του, ο οποίος μιλάει με δυσκολία. Προσπαθεί έστω την τελευταία στιγμή να κάνει κάτι, να κάνει ένα θαύμα. Μα τίποτα! Η δύσκολη κατάσταση του γιου του δεν αλλάζει. Οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν σιγά – σιγά. Ζητά από όποιον παρευρίσκεται στο δωμάτιο να εξέλθει από τον χώρο, ώστε να μπορέσει για λίγα λεπτά ο γιος του να σκεφτεί μόνος του και να αναλογιστεί. Φεύγοντας ο πατέρας στέκει για λίγο πίσω από την πόρτα και ακούει το παιδί του να προσεύχεται. Να είναι καλά όλοι οι δικοί του, όταν ο ίδιος δεν θα βρίσκεται μαζί τους. Πέρασαν γύρω στα τριάντα λεπτά. Ο πατέρας άρχισε να ανησυχεί, γιατί δεν γνώριζε πώς είναι ο γιος του.
Ξαφνικά μέσα από το δωμάτιο ακούγεται θόρυβος από βήματα. Όλοι παγώνουν γιατί πιστεύουν ότι κάποιος άνθρωπος έχει μπει μέσα στο δωμάτιο του αγοριού, μάλλον από το παράθυρο, και έχει σκοπό να του κάνει κακό. Όμως προτού κάνουν την παραμικρή κίνηση, βλέπουν την πόρτα να ανοίγει διάπλατα και να βγαίνει ο γιος του. Όλοι μένουν με το στόμα ανοιχτό. Αδυνατούν να το πιστέψουν. Το ίδιο άτομο, που επί πολύ καιρό δεν είχε τη δύναμη να περπατήσει, να μιλήσει, να φάει…, είναι μπροστά τους και περπατά.
Τότε τους λέει το παιδί: «Είμαι εδώ ζωντανός, χαρούμενος για τη ζωή, να βοηθήσω όσο μπορώ. Θέλω να σας βλέπω χαρούμενους και θα κάνω τα πάντα. Αλλά γιατί είστε όλοι τρομαγμένοι τόσο; Δεν σας μίλησε ο Κύριος που ήταν πριν εδώ;». Η μάνα του τον ρωτάει: «Για ποιον Κύριο μιλάς αγόρι μου;». Το αγόρι αποκρίνεται και λέει για έναν άνδρα όπου ήταν τριάντα λεπτά στο δωμάτιό του και συνομιλούσαν. Αυτός του έδωσε ένα χέρι βοηθείας ώστε να αποκτήσει δυνάμεις. Η μητέρα και οι άλλοι είπαν ότι δεν είδαν κανέναν και ότι πρόκειται περί θαύματος. Τότε είπαν ότι το καλύτερο είναι να μην λένε τίποτε γι’ αυτό. Το μόνο που θε πρέπει να κάνουν είναι να ευχαριστούν τον Κύριο, που έκανε τον γιο τους καλά. Οι προσευχές τους είχαν εισακουστεί από τον Θεό.
Μετά από μια εβδομάδα το αγόρι και η οικογένειά του είχαν ηρεμήσει. Ο πατέρας στη δουλειά του άκουγε για τον ντόρο που έγινε με τη μεγάλη κλήρωση και ότι κάποιος κέρδισε το λαχείο. Γυρνώντας στο σπίτι θυμήθηκε ότι είχε αυτό που του έδωσε ο εργοδότης του και το πήρε, μπας και έχει κερδίσει κανένα ψίχουλο. Πηγαίνει σε ένα μαγαζί στη γειτονιά του και βλέπει τους αριθμούς. Ελέγχει μία – δύο φορές το λαχείο, μήπως έχει κάνει λάθος. Διαπιστώνει, τελικά, πως ο ίδιος έχει κερδίσει το μεγάλο χρηματικό ποσό και τρέχει να το πει στους άλλους.
Μετά από εβδομάδες αφού έχουν εισπράξει το ποσό από τα κέρδη, αλλάζουν σιγά – σιγά προς το καλύτερο τη ζωή τους, αλλά και προσφέρουν χρήματα σε ανθρώπους που δεν βρίσκονται σε καλή οικονομική κατάσταση.
Δίδαγμα προς όλους μας. Ποτέ μην χάνετε την πίστη και την ελπίδα σας στον Θεό. Μην περιμένετε πάντα να σας έρθουν όλα καλά, αλλά προσπαθήστε για το καλύτερο.