Το μεσημέρι της Πέμπτης, 7 Ιουνίου 1956, άρχισε να συννεφιάζει, να αστράφτει και να βροντά στο χωριό των Τρικάλων Πλάτανος, που εφημέρευε ο ευλαβέστατος παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης.
«Έδειχνε μεγάλο κακό, διηγείται ο ίδιος, που αν αυτό ερχόταν στο χωριό μας, δεν θα έμενε τίποτε όρθιο και ζωντανό! Μόλις βάραιναν πολύ τα σύννεφα και έφθασαν στα σύνορα του χωριού, τρέχω στους Ταξιάρχες και γονυπετής, μετά δακρύων, τους παρακάλεσα να παραμερίσουν το μεγάλο αυτό κακό και να το ρίξουν στα άκαρπα ξύλα και στα άγρια βουνά. Και, ω του θαύματος! Εισακούσθηκε η δέησή μου και αμέσως το γύρισαν πίσω.
Το ένα σύννεφο γύρισε Σλάτινα, Σπαθάδες, Κοβέλτσικα, Μπρεβέντα και Κόζακα, όπου άσπρισε ο τόπος από τη μεγάλη ποσότητα του χαλαζιού, και δεν άφησε τίποτε. Το άλλο γύρισε προς το Κούρσοβο, Σβόρο, Νεράιδα και Κατσαούνη και εκεί έπεσε πολύ που διήρκεσε δύο μέρες και έκανε μεγάλες καταστροφές.
Το χωριό μας σώθηκε χάρις στους Παμμεγίστους Ταξιάρχες».
Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, τ. Β΄, σ. 176, εκδ. Ι. Μονής Παρακλήτου