Στην Ταβέννηση της Αιγύπτου υπήρχε ένα γυναικείο μοναστήρι με τετρακόσιες περίπου μοναχές, στην απέναντι όχθη από το αντρικό.
Σε αυτό ήταν κάποια μοναχή που λεγόταν Ισιδώρα. Η Ισιδώρα, για τον Χριστό, παρίστανε τη χαζή, ταπεινώνοντας και εξευτελίζοντας τον εαυτό της. Αυτήν τόσο πολύ τη σιχάθηκαν όλες οι αδελφές, ώστε ούτε έτρωγαν μαζί της· και εκείνη το δεχόταν αυτό με πολλή χαρά.
Η αρετή της ήταν πολύ ωφέλιμη στο μοναστήρι, γιατί έκανε κάθε υπηρεσία, υπακούοντας σε όλες σαν δούλη σε ό,τι χρειάζονταν και υπηρετώντας τες με κάθε πραότητα. Αυτή ήταν το σφουγγάρι της αδελφότητας, όπως είπε ο Κύριος: «Όποιος θέλει να είναι μεγάλος, ας είναι δούλος όλων» (Ματ. 20, 26-27) και «όποιος νομίζει ότι είναι σοφός, ας γίνει μωρός» Α΄ Κορ. 3, 18).
Όλες οι άλλες είχαν κουρεμένα τα μαλλιά και φορούσαν στο κεφάλι κουκούλια, ενώ αυτή έδενε ένα κουρέλι στο κεφάλι της και έτσι έκανε κάθε υπηρεσία. Καμία από τις τετρακόσιες δεν την είδε ποτέ να τρώει ή να παίρνει ένα κομμάτι ψωμί, αλλά της ήταν αρκετά τα ψίχουλα που μάζευε όταν σφούγγιζε τα τραπέζια και έπλενε τις χύτρες. Ποτέ δεν φόρεσε παπούτσια· ποτέ δεν μίλησε άσχημα σε κανέναν· δεν γόγγυσε· δεν είπε το παραμικρό, αν και την έβριζαν και τη χτυπούσαν και την καταριόνταν και πολλές τη σιχαίνονταν.
Σχετικά με αυτή την οσία παρουσιάστηκε άγγελος στον άγιο Πιτηρούν, άνθρωπο εξαιρετικό και ενάρετο αναχωρητή, και του είπε: «Γιατί έχεις μεγάλη ιδέα για τα κατορθώματά σου; Ότι είσαι ευλαβής και κάθεσαι σε τέτοιον έρημο τόπο; Θέλεις να δεις γυναίκα πιο ευλαβή από εσένα; Πήγαινε στο γυναικείο μοναστήρι των Ταβεννησιωτών και εκεί θα βρεις μία που φορά στέμμα στο κεφάλι. Αυτή είναι καλύτερη από εσένα· γιατί, ενώ παλεύει με τόσο πλήθος και τις υπηρετεί όλες με κάθε τρόπο, ποτέ δεν άφησε τον νου της να απομακρυνθεί από τον Θεό, παρόλο που όλες τη σιχαίνονται. Εσύ όμως, ενώ κάθεσαι εδώ, με τον νου σου φαντάζεσαι τις πόλεις, εσύ που ποτέ δεν είδες κατοικημένη περιοχή».
Σηκώθηκε τότε ο μέγας Πιτηρούν, πήγε στην Ταβέννηση και παρακάλεσε τους διδασκάλους να τον πάνε στο μοναστήρι των γυναικών. Επειδή λοιπόν ήταν από τους σεβαστούς πατέρες και είχε γεράσει στην άσκηση, άφοβα τον πέρασαν στην απέναντι όχθη και τον πήγαν στο μοναστήρι.
Αφού προσευχήθηκαν, ο όσιος ζήτησε να δει κατά πρόσωπο όλες τις μοναχές. Και ενώ όλες του παρουσιάστηκαν, εκείνη δεν εμφανίστηκε. Είπε τότε: «Φέρτε μου όλες». «Εδώ είμαστε όλες», έλεγαν αυτές. Εκείνος όμως επέμενε: «Λείπει μία, αυτή που μου έδειξε ο άγγελος». «Έχουμε μία στο μαγειρείο, τρελή», του απάντησαν. «Φέρτε και εκείνην», είπε ο όσιος, «ας τη δω και αυτήν». Εκείνη όμως δεν υπάκουσε, επειδή κατάλαβε την αιτία· ίσως δηλαδή και να της το φανέρωσε ο Θεός. Την πήγαν λοιπόν σέρνοντάς την με τη βία και λέγοντας: «Ο άγιος Πιτηρούν θέλει να σε δει» –γιατί ήταν ονομαστός.
Όταν την έφεραν, είδε ο άγιος το πρόσωπό της και το κουρέλι στο κεφάλι της και στο μέτωπο, και πέφτοντας στα πόδια της είπε: «Ευλόγησέ με, αμμά». Έπεσε τότε και αυτή στα πόδια του και έλεγε: «Εσύ ευλόγησέ με, κύριε και πατέρα μου».
Οι αδελφές όλες, όταν το είδαν αυτό, έμειναν κατάπληκτες και του είπαν: «Αββά, μην εξευτελίζεσαι έτσι· αυτή είναι τρελή». «Εσείς είστε τρελές», απάντησε σε όλες ο άγιος. «Αυτή, όντας καλύτερη και από εσάς και από εμένα. Είναι αμμά –δηλαδή πνευματική μητέρα– και προσεύχομαι να βρεθώ μαζί της άξιος την ημέρα της κρίσεως».
Όταν τα άκουσαν αυτά, έπεσαν όλες στα πόδια του κλαίγοντας και ομολογώντας πώς λυπούσαν με διάφορους τρόπους αυτή την αγία. Η μία έλεγε: «Εγώ πάντοτε τη χλεύαζα»· άλλη: «Εγώ περιγελούσα την ταπεινή της εμφάνιση»· άλλη: «Εγώ πολλές φορές έχυσα επάνω της το νερό με το οποίο ξέπλυνα το πιάτο»· άλλη πάλι έλεγε: «Εγώ τη χτύπησα», και άλλη: «Εγώ τη γρονθοκόπησα»· άλλη: «Εγώ πολλές φορές της έβαλα σινάπι στη μύτη». Και όλες γενικά είπαν ότι της έκαναν κάθε λογής εξευτελισμούς.
Ο άγιος Πιτηρούν δέχτηκε την εξομολόγησή τους και μαζί με την Ισιδώρα προσευχήθηκε γι’ αυτές· και αφού παρακάλεσε πολύ την αγία δούλη του Χριστού να προσεύχεται γι’ αυτόν, έφυγε.
Εκείνη πάλι, η σπουδαία για τον Θεό και οσία, μετά από λίγες μέρες, καθώς όλες την τιμούσαν πολύ και την περιποιούνταν, δεν άντεξε τη δόξα και την τιμή από όλη την αδελφότητα και το ότι της ζητούσαν συγγνώμη, και έφυγε κρυφά από το μοναστήρι. Και πού πήγε ή πού κρύφτηκε ή πού πέθανε, κανείς δεν έμαθε.
Ευεργετινός, Υπόθεση Α’, τ. Β’, Εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2003.