Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ περιγράφεται ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο κατὰ τρόπο ποὺ δείχνει, προκαταβολικά, τὴν τύχη τοῦ Μεσσία μέσα στὸν κόσμο. Ὁ νεογέννητος Χριστὸς μόλις εἰσέρχεται στὸν παρόντα κόσμο γνωρίζει τὴν καταδίωξη καὶ ἐχθρότητα ἐκ μέρους τῶν ἀρχόντων. Ἡ ἐχθρότητα αὐτὴ βρίσκει τὸν κύριο ἐκπρόσωπό της στὸν βασιλιὰ Ἡρώδη, ἡ θηριωδία τοῦ ὁποίου μᾶς εἶναι γνωστὴ καὶ ἀπὸ τοὺς ἱστορικούς τῆς ἐποχῆς. Θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ προανακρούεται ἤδη ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς γεννήσεώς Του. Ἡ ὅλη πορεία του μέσα ἀπὸ τὸν κόσμο θὰ εἶναι ἕνας σταυρὸς ἀγάπης καὶ θυσίας· ἕνας σταυρὸς στὸν ὁποῖο θὰ νικηθεῖ ὁριστικὰ ἡ δαιμονικὴ δύναμη γιὰ νὰ λάμψει τὸ φῶς τῆς ἀναστάσεως.
Ὅσο κι ἂν φαίνεται ὅτι οἱ κοσμικὲς σατανικὲς δυνάμεις κυριαρχοῦν πάνω στὴν ἀνθρωπότητα, ἡ ἐπικράτησή τους εἶναι φαινομενικὴ καὶ προσωρινὴ γιατί βασικὰ μέσα στὴν ἱστορία πραγματοποιεῖται τὸ σωτηριολογικὸ σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, τὸ ὁποῖο κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀνατρέψει ἢ νὰ ματαιώσει. Ἡ θηριωδία τοῦ Ἡρώδη ποὺ ἐκδηλώθηκε μὲ τὴν ἀπάνθρωπη σφαγὴ τῶν νηπίων στὴ Βηθλεὲμ καὶ στὴ γύρω περιοχὴ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ σταματήσει ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ του τὸ ἔργο τοῦ νεογέννητου Μεσαία, ποὺ βρισκόταν κάτω ἀπὸ τὴν προστατευτικὴ πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Τὸ ὅτι ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ προστατεύει τὸ θεῖο Βρέφος ἀπὸ τὴν ἀπειλητικὴ μανία τοῦ κοσμικοῦ ἄρχοντα, τὸ ὅτι τὸ καθοδηγεῖ σὲ ἀσφαλὲς μέρος καὶ τὸ προειδοποιεῖ τελικὰ γιὰ τὴ δυνατότητα ἐπιστροφῆς στὴν πατρίδα Του ἀποτελεῖ ἕνα στοιχεῖο αἰσιοδοξίας γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν κινδύνων τῆς ζωῆς.
Καθένας μας διαθέτει ἴσως ἀπὸ τὴν προσωπική του ἱστορία κάποιο συγκλονιστικὸ βίωμα ποὺ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ ἐνήργησε προστατευτικὰ πάνω του καὶ τὸν ἔσωσε ἀπὸ βέβαιο θάνατο, εἴτε ὁδηγώντας τὰ βήματα ἑνὸς φίλου καὶ προστάτη πρὸς βοήθεια, εἴτε φωτίζοντας τὸν ἴδιο νὰ ἐνεργήσει σωστά, εἴτε μὲ κάποιον ἄλλο τρόπο. Καὶ ἡ μεγαλύτερη δυσπιστία ἢ ὁ τετραγωνικὸς ὀρθολογισμὸς συντρίβονται μπροστὰ στὴν ἀκατάλυτη δύναμη τοῦ προσωπικοῦ βιώματος.
Τὸ αἰσιόδοξο μήνυμα εἶναι ὅτι παρὰ τὸ φαινομενικὸ θρίαμβο τοῦ κακοῦ, τοῦ μίσους καὶ τῆς θηριωδίας μέσα στὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων, τελικὰ ἐπιβάλλεται ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης καὶ τῆς καλοσύνης. Ὅτι ὁ Θεὸς γεννιέται σὰν ἄνθρωπος μέσα στὴν ἱστορία ἀποτελεῖ ἀκριβῶς μία ἀπόδειξη γιὰ τὸ στοργικὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Θεοῦ νὰ λυτρώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις τῆς καταστροφῆς καὶ τοῦ ἀφανισμοῦ.
Ἰω. Δ. Καραβιδόπουλου