Συνήθως δεν ξέρουμε να κουβεντιάζουμε. Τα λόγια μας, οι συζητήσεις μας, είναι μαχαιριές που σπάζουν τους δεσμούς και σκοτώνουν την αγάπη μας. Αντί η κουβέντα μας να γίνει άλλος ένας τρόπος ισχυροποίησης της σχέσης μας, πολλές φορές γίνεται η αιτία να απομακρυνθούμε από τον άλλον. Και αυτό διότι όταν ανοίγουμε το στόμα μας δείχνουμε τι έχουμε μέσα μας. Και αυτό το «μέσα» έχει αρκετό εγώ ώστε να μην ακούμε τον άλλον, να μην υπολογίζουμε τον άλλον, να προσβάλλουμε τον άλλον. Ανοίγουμε το στόμα μας και καταστρέφουμε τα πάντα. Τη σχέση μας με τον/την σύζυγο, με το παιδί, με τον φίλο, με τον συνεργάτη.
Είναι συχνό φαινόμενο ότι όταν συναντιούνται δύο άνθρωποι, ο καθένας θέλει να προβάλει τον εαυτό του, οπότε η συζήτηση αποτελείται από λόγο και αντίλογο. Είναι σαν να συναντιέται ένας αφελής με έναν ανόητο. Ο καθένας θέλει να αποδείξει ότι είναι ανώτερος από τον άλλο, ότι ξέρει περισσότερα πράγματα, ότι έχει πιο ενδιαφέρουσα ζωή. Μα έτσι ποτέ οι άνθρωποι δεν μπορούν να συνδεθούν. Αυτή η επικοινωνία μεταξύ τους είναι διαίρεση. Όταν συναντιέσαι με κάποιον μην το θεωρείς ευκαιρία για αυτοπροβολή, αλλά ευκαιρία κοινωνίας μαζί του.
Πρόσεχε τον εαυτό σου. Δηλαδή πρόσεχε τους λογισμούς σου, το στόμα σου. Μην αφήνεσαι εύκολα, με το παραμικρό, στην περιαυτολογία. Εάν σε ρωτήσουν απάντα. Απάντα μόνο το συγκεκριμένο, όχι αυτό που θέλεις εσύ να πεις.
Για παράδειγμα, με ρωτάει κάποιος: «Πάτερ, σε ποιο ναό είσαι;». Εγώ λοιπόν θα έπρεπε να απαντήσω: «Στον ιερό Ναό του Αγίου Μηνά Ναούσης». Αυτή είναι η απάντηση που θα έπρεπε να δώσω. Όμως εγώ, λόγω της έπαρσης που έχω, δεν θα απαντήσω έτσι, αλλά θα δώσω μια απάντηση που θα κάνει τον άλλον να καταλάβει ότι «δεν είμαι τυχαίος». Η απάντησή μου λοιπόν θα είναι: «Είμαι προϊστάμενος στον ιερό Ναό του Αγίου Μηνά Ναούσης». Δεν με ρώτησε εάν είμαι προϊστάμενος, αλλά σε ποιο ναό είμαι. Εγώ όμως θα δώσω επιπλέον πληροφορία, ώστε να εντυπωσιάσω τον συνομιλητή μου. Δηλαδή, ότι δεν είμαι απλά ένας απλός εφημέριος του τάδε Ναού, αλλά είμαι ο προϊστάμενος!
Άλλο παράδειγμα. Ρώτησα κάποιον κύριο πώς τον λέγανε, επειδή τον είδα να στέκεται στο στασίδι του ψαλτηρίου στο μοναστήρι μας και μου απαντά: «Καθηγητής Θεολογίας και πρωτοψάλτης του Ναού ??, κύριος ??. Χαμογέλασα με την απάντηση.
Από αυτά τα μικρά λοιπόν φαίνεται ο μεγάλος μας εγωισμός. Από τις απλές καθημερινές κουβέντες μας φαίνεται κατά πόσο τελικά έχουμε συνειδητοποιήσει το χάλι μας ή όχι, κατά πόσο έχουμε γκρεμίσει το αυτοείδωλό μας ή όχι.
Άλλη φορά λοιπόν που κάποιος θα σε ρωτήσει κάτι, ή θα κουβεντιάζεις με κάποιον προσπάθησε να αποφεύγεις τα λόγια εκείνα που δήθεν θα σε ανεβάσουν στα μάτια του άλλου, γιατί τελικά όχι μόνο δεν ωφελούν το προφίλ σου αλλά σε ξεγυμνώνουν και φανερώνουν την εγωπάθειά σου.
Πολλές φορές φεύγουμε από μια συζήτηση απογοητευμένοι, όχι διότι δεν επικοινωνήσαμε ουσιαστικά με τον άλλον, αλλά διότι δεν καταφέραμε κατά τη διάρκειά της να πούμε αυτά που θέλαμε, που δεν προλάβαμε να ταπώσουμε τον άλλον, που δεν προλάβαμε να νικήσουμε τον άλλον. Στόχος μας δεν είναι η επικοινωνία αλλά η νίκη, η ανάδειξη του εγώ μας, της γνώμης μας.
Η λογική αυτή είναι παράλογη. Εάν έρχομαι σε επικοινωνία με τον άλλον για να εδραιώσω μεταξύ μας τη ρήξη, σίγουρα ο παραλογισμός του ναρκισσισμού μου είναι ο δεσπότης της ζωής μου, είναι η καταστροφή μου. Όταν «ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διαπαντός» (Ψαλ. 50, 3), τότε σίγουρα σε κάθε κουβέντα μου θα είμαι προσεκτικός, σε κάθε συζήτηση διακριτικός, σε κάθε ερώτηση και απάντηση ταπεινός.
Αυτό που χρειαζόμαστε λοιπόν είναι συναίσθηση της αμαρτίας μας. Να έχουμε μπροστά μας το χάλι μας. Όχι για να απογοητευόμαστε, αλλά για να προφυλάσσουμε τον εαυτό μας από την έπαρση και την υπερηφάνεια. Η μετάνοια, η οποία είναι μία δυναμική κατάσταση παραδοχής της αμαρτίας αλλά και ελπίδας αλλαγής, θα πρέπει να είναι η συντροφιά της ζωής μας. Χωρίς τη μετάνοια, η ταπείνωση πεθαίνει… και τότε αλίμονο.
Αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος