Ήταν ένας δόκιμος, Ιωάννης το όνομά του, τον οποίον είχε υποτακτικό ένας Γέροντας πολύ σκληρός. Ό Ιωάννης δεν αναπαυόταν κοντά του, γιατί δεν τον βοηθούσε πνευματικά να βρει τη νοερά προσευχή, τον δυσκόλευε στην άσκηση κ.λπ.
Πήγε λοιπόν ο Ιωάννης, επειδή ήταν φιλότιμο παιδί και ήθελε να προκόψει στην αρετή, και έκανε Πνευματικό έναν άλλο Γέροντα στα Καυσοκαλύβια. Αυτός τον συμβούλευσε να σηκώνεται τη νύχτα, την ώρα που κοιμόταν ο Γέροντάς του, και να κάνει τότε τα πνευματικά του καθήκοντα, τον αγώνα του.
Πράγματι ο Ιωάννης σηκωνόταν τη νύχτα και αγωνιζόταν κρυφά. Όμως ο Γέροντάς του τον πήρε είδηση και τον μάλωσε, γιατί κάνει άλλα από αυτά πού τον πρόσταξε αυτός. Τι να κάνει ο Ιωάννης, αποφάσισε να σηκώνεται να φεύγει τις νύχτες για να μη τον παίρνει είδηση ο Γέροντας.
Σηκωνόταν λοιπόν μόλις κοιμόταν ο Γέροντάς του και πήγαινε στο Κυριακό της σκήτης και εκεί έξω από τον νάρθηκα έκανε μετάνοιες, προσευχές, αγρυπνούσε με άσκηση και κόπο πολύ.
Μία βραδιά εκεί που προσευχόταν, βλέπει να έρχεται ένας από αυτούς τούς γυμνούς ασκητές, αρκετά ηλικιωμένος. Πλησιάζει ο ασπρομάλλης αυτός Γέροντας χωρίς να δει τον Ιωάννη, γιατί ήταν σκοτάδι, στέκεται μπροστά στην πόρτα της εκκλησίας, τη σταυρώνει και η πόρτα ανοίγει! Μπαίνει, προχωρεί στο κέντρο του ναού, πέφτει στα γόνατα, σηκώνει τα χέρια προς τον ουρανό και αρχίζει να προσεύχεται μεγαλοφώνως. Προσευχόταν ώρα πολλή. Όταν τελείωσε, βγαίνει έξω, σταυρώνει πάλι την πόρτα και η πόρτα κλείνει! Σαν να μη μπήκε και να μη βγήκε κανείς.
Ξεκινά και παίρνει τον δρόμο ανηφορικά, να πάει στην κορυφή του Άθωνα. Μόλις είδε όλα αυτά ο Ιωάννης, λέει συγκλονισμένος μέσα του: «Να, αυτός είναι Γέροντας για μένα. Αυτόν θα ακολουθήσω!». Τον παίρνει λοιπόν κατά πόδα. Μπροστά ο Γέροντας, πίσω ο υποτακτικός σε αρκετή απόσταση, για να μη τον καταλάβει.
Λίγο πριν φθάσουν στην Παναγία -ένα εκκλησάκι κάτω από την αθωνική κορυφή όπου σταματούν συνήθως οι προσκυνητές για να ξεκουραστούν λίγο ή να περάσουν τη νύκτα- φοβήθηκε ο Ιωάννης μη τυχόν πάρει άλλο μονοπάτι ο Γέροντας και τον χάσει. Τάχυνε λοιπόν το βήμα για να τον φθάσει, για να πάρει την ευχή του και να του ζητήσει να τον κάνει υποτακτικό.
Μόλις τον πλησίασε, τον κατάλαβε ο Γέροντας ασκητής. Σταματάει λοιπόν, γυρνάει και του λέει κάπως «άγρια»:
– Πού πηγαίνεις;
– Γέροντα, ήρθα να πάρω την ευχή σου. Σε παρακαλώ να με πάρεις δόκιμο κοντά σου, γιατί δεν αναπαύομαι στον Γέροντά μου.
– Εκεί πού μένουμε εμείς, είναι πολύ δύσκολες οι συνθήκες. Δεν μπορείς να ζήσεις εκεί. Θα πας πίσω στον Γέροντά σου.
– Μα ο Γέροντάς μου με πιέζει πολύ. Έχω πολλές δυσκολίες, άγιε Γέροντα.
– Όχι, παιδί μου, εκεί θα πας. Εκεί θα μείνεις και από εκεί θα βρεις τον παράδεισο.
– Να ‘ναι ευλογημένο. Εφόσον δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά, να ‘ναι ευλογημένο. Θα γυρίσω πάλι πίσω.
Παίρνει την ευχή και κάνει να φύγει. Τον φωνάζει ο ασκητής. Με λαχτάρα γυρίζει και ακούει να του λέει:
– Πρόσεξε, παιδί μου! Ετοιμάσου γιατί σε λίγο καιρό θα φύγεις από αυτό τον κόσμο και θα φύγεις μέσα από αυτή την υπακοή. Δεν θα αλλάξεις Γέροντα.
– Να ‘ναι ευλογημένο, λέει πάλι ο Ιωάννης.
Κατεβαίνει, πάει στον Πνευματικό του. Έτσι και έτσι του λέει. Βρήκα έναν αόρατο γυμνό ασκητή και του ζήτησα να με κάνει υποτακτικό του, αλλά αυτός μου είπε να κάνω υπακοή και να παραμείνω στον Γέροντά μου και σε λίγες ήμερες μου είπε ότι θα φύγω από αυτό τον κόσμο.
Όπως σου είπε, έτσι θα κάνεις και έτσι θα γίνει, του είπε ο Πνευματικός του. Πράγματι σε λίγο διάστημα τελείωσε ο δόκιμος Ιωάννης· κοιμήθηκε!
Όταν ήρθε η ώρα και έκαναν την εκταφή, από την αγία κάρα του έτρεχε μύρο! Τα έχασαν οι Γεροντάδες. Τόσο νέος υποτακτικός, μάλιστα δόκιμος και όμως απέκτησε τη χάρη!
Με αυτό το περιστατικό βλέπετε τι σημαίνει υπακοή. Δίπλα σ’ αυτόν τον σκληρό Γέροντα και όμως από εκεί θα πας στον παράδεισο, του είπε ο ασκητής.