Τὴν τρίτη Κυριακή τῆς προετοιμασίας μας γιὰ τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ διαβάζουμε τὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ (Λουκ. 15, 11-32). Ἡ παραβολὴ τούτη μαζὶ μὲ τοὺς ὕμνους τῆς ἡμέρας αὐτῆς μᾶς παρουσιάζουν τὴ μετάνοια σὰν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἐξορία.
Ὁ ἄσωτος γιός, λέει τὸ Εὐαγγέλιο, πῆγε σὲ μία μακρινὴ χώρα καὶ κεῖ σπατάλησε ὅ,τι εἶχε καὶ δὲν εἶχε. Μία μακρινὴ χώρα! Εἶναι ὁ μοναδικὸς ὁρισμὸς τῆς ἀνθρώπινης κατάστασης πού θὰ πρέπει νὰ ἀποδεχτοῦμε καὶ νὰ τὸν οἰκειοποιηθοῦμε καθὼς ἀρχίζουμε τὴν προσέγγισή μας στὸν Θεό. Ἕνας ἄνθρωπος πού ποτὲ δὲν εἶχε αὐτὴ τὴν ἐμπειρία, ἔστω καὶ γιὰ λίγο, πού ποτὲ δὲν αἰσθάνθηκε ὅτι εἶναι ἐξόριστος ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ζωή, αὐτὸς ποτὲ δὲν θὰ καταλάβει τί ἀκριβῶς εἶναι ὁ Χριστιανισμός. Καὶ αὐτὸς πού νιώθει «σὰν στὸ σπίτι του» σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ στὴ ζωὴ τοῦ κόσμου τούτου, πού ἔμεινε ἄτρωτος ἀπὸ τὴ νοσταλγία γιὰ μία ἄλλη πραγματικότητα, αὐτὸς δὲν θὰ καταλάβει τί εἶναι μετάνοια.
Ἡ μετάνοια συχνὰ ταυτίζεται μὲ μία «ψυχρὴ καὶ ἀντικειμενικὴ» ἀπαρίθμηση ἁμαρτιῶν καὶ παραβάσεων, ὅπως μία πράξη «ὁμολογίας ἐνοχῆς» ὕστερα ἀπὸ μία νόμιμη μήνυση. Ἡ ἐξομολόγηση καὶ ἡ ἄφεση ἁμαρτιῶν θεωροῦνται σὰν νὰ ἦταν δικαστικῆς φύσεως. Ἀλλὰ παραβλέπεται κάτι πολὺ οὐσιαστικὸ χωρὶς τὸ ὁποῖο οὔτε ἡ ἐξομολόγηση οὔτε ἡ ἄφεση ἔχει κάποιο πραγματικὸ νόημα ἢ κάποια δύναμη. Αὐτὸ τὸ «κάτι» εἶναι ἀκριβῶς τὸ αἴσθημα τῆς ἀποξένωσης ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τὴ μακαριότητα τῆς κοινωνίας μαζί Του, ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ζωὴ ὅπως τὴ δημιούργησε καὶ μᾶς τὴν ἔδωσε Ἐκεῖνος.
Ἀλήθεια, εἶναι πολὺ εὔκολο νὰ ἐξομολογηθῶ ὅτι δὲν νήστεψα τὶς καθορισμένες γιὰ νηστεία μέρες, ἢ ὅτι παράλειψα τὴν προσευχή μου ἢ ὅτι θύμωσα. Ἀλλὰ εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὸ πράγμα νὰ παραδεχτῶ ξαφνικὰ ὅτι ἔχω ἀμαυρώσει καὶ ἔχω χάσει τὴν πνευματική μου ὀμορφιά, ὅτι εἶμαι πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸ πραγματικό μου σπίτι, τὴν ἀληθινὴ ζωὴ καὶ ὅτι κάτι πολύτιμο καὶ ἁγνὸ καὶ ὄμορφο ἔχει ἀνέλπιστα καταστραφεῖ στὴ δομὴ τῆς ὕπαρξής μου. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὅμως, αὐτὸ καὶ μόνο αὐτό, εἶναι μετάνοια καί, ἐπὶ πλέον, εἶναι μία βαθιὰ ἐπιθυμία ἐπιστροφῆς, ἐπιθυμία νὰ γυρίσω πίσω, νὰ ἀποκτήσω ξανὰ τὰ χαμένο σπίτι.
Ἔλαβα ἀπὸ τὸν Θεὸ θαυμαστὰ πλούτη: πρῶτα ἀπ’ ὅλα τὴ ζωὴ καὶ τὴ δυνατότητα νὰ τὴ χαίρομαι, νὰ τὴν ὀμορφαίνω μὲ νόημα, ἀγάπη καὶ γνώση: ὕστερα −μὲ τὸ Βάπτισμα− ἔλαβα τὴ νέα ζωὴ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, τὰ δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν εἰρήνη καὶ τὴ χαρὰ τῆς οὐράνιας Βασιλείας. Ἔλαβα τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ μέσα ἀπ’ αὐτή, τὴ δυνατότητα νὰ γνωρίσω καθετὶ καὶ τὴ δύναμη νὰ εἶμαι «τέκνον Θεοῦ». Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἔχασα, τὰ χάνω καθημερινά, ὄχι μόνο μὲ τὶς «συγκεκριμένες ἁμαρτίες» καὶ τὶς «παραβάσεις» ἀλλὰ μὲ τὴν ἁμαρτία ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν: τὴν ἀπομάκρυνση τῆς ἀγάπης μου ἀπὸ τὸν Θεό, προτιμώντας τὴ «μακρινὴ χώρα» ἀπὸ τὸ ὄμορφο σπίτι τοῦ Πατέρα.
Ἡ Ἐκκλησία ὅμως εἶναι ἐδῶ παροῦσα γιὰ νὰ μοῦ θυμίζει τί ἔχω ἐγκαταλείψει, τί ἔχω χάσει. Καὶ καθώς μοῦ τὰ ὑπενθυμίζει μὲ τὸ Κοντάκιο τῆς ἡμέρας αὐτῆς, ἀναλογίζομαι ὅτι: «Τῆς πατρώας, δόξης σου, ἀποσκιρτήσας ἀφρόνως, ἐν κακοῖς ἐσκόρπισα, ὅν μοι παρέδωκας πλοῦτον· ὅθεν σοὶ τὴν τοῦ Ἀσώτου, φωνὴν κραυγάζω· Ἥμαρτον ἐνώπιόν σου Πάτερ οἰκτίρμον, δέξαι με μετανοοῦντα, καὶ ποίησόν με, ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου».
Καί, καθὼς ἀναλογίζομαι, βρίσκω μέσα μου τὴν ἐπιθυμία τῆς ἐπιστροφῆς καὶ τὴ δύναμη νὰ τὴν πραγματοποιήσω: «Ἀναστάς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῶ, πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου, ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου».
Θὰ πρέπει ἐδῶ νὰ ἀναφέρουμε εἰδικὰ μία λειτουργικὴ λεπτομέρεια τῆς Κυριακῆς τοῦ Ἀσώτου. Στὸν Ὄρθρο, μετὰ τὸν γιορταστικὸ καὶ χαρούμενο ψαλμὸ τοῦ Πολυελαίου, ψέλνουμε τὸν λυπηρὸ καὶ νοσταλγικὸ 136ο ψαλμό: «Ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθήσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιών… πῶς ἄσομαι τὴν ὠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλότριας; ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου· κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λαρύγγί μου, ἐὰν μὴ σοῦ μνησθῶ, ἐὰν μὴ προανατάξωμαι τὴν Ἱερουσαλὴμ ὡς ἐν ἀρχῇ τῆς εὐφροσύνης μου».
Εἶναι ὁ ψαλμὸς τῆς ἐξορίας. Τὸν ἔψαλλαν οἱ Ἑβραῖοι κατὰ τὴ βαβυλώνια αἰχμαλωσία τους καθὼς σκέφτονταν τὴν ἱερὴ πόλη τους, τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἀπὸ τότε ὁ ψαλμὸς αὐτὸς ἔγινε ὁ ψαλμὸς τοῦ ἀνθρώπου πού συνειδητοποιεῖ τὴν ἀποξένωσή του ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ συναισθανόμενος αὐτὴ τὴν ἐξορία γίνεται πάλι ἄνθρωπος. Γίνεται ἐκεῖνος πού ποτὲ πιὰ δὲν θὰ νιώσει βαθιὰ ἱκανοποίηση μὲ τίποτε στὸν «πεπτωκότα» αὐτὸν κόσμο, γιατί ἀπὸ τὴ φύση καὶ ἀπὸ τὴν κλήση του εἶναι ἕνας ἀναζητητὴς τοῦ Τέλειου. Ὁ ψαλμὸς αὐτὸς θὰ ψαλεῖ δύο ἀκόμα φορές: τὶς δύο τελευταῖες Κυριακὲς πρὶν ἀπὸ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή· καὶ τὴν παρουσιάζει σὰν ἕνα μακρινὸ ταξίδι, σὰν μετάνοια, σὰν ἐπιστροφή.
Alexander Schmemann, Μεγάλη Σαρακοστὴ – Πορεία πρὸς τὸ Πάσχα, σσ. 24 – 26, ἔκδ. Ἀκρίτας.