Ο άγιος Παύλος έζησε κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. και εκλήθη «Απλός», γιατί ήταν αγράμματος γεωργός, αλλά συγχρόνως άκακος και απλοϊκός στο ήθος.
Η σύζυγός του ήταν ωραία μεν στη μορφή, κακότροπη δε στην ψυχή. Αυτή μοιχευομένη με άλλους, συνελήφθη κάποια ημέρα από τον όσιο, όταν αυτός επέστρεφε από τους αγρούς. Έτσι ο όσιος άφησε τη γυναίκα του και τα παιδιά του στη φροντίδα του μοιχού και κατέφυγε στην αιγυπτιακή έρημο, στο κελί του Μεγάλου Αντωνίου, ζητώντας να γίνει μοναχός.
Όταν τον είδε ο άγιος Αντώνιος, του είπε ότι ένας άνθρωπος εξήντα χρόνων είναι γέροντας και δεν δύναται να υπομείνει τους πειρασμούς. Έτσι του έκλεισε τη θύρα του κελιού. Ο όσιος Παύλος έμεινε έξω από το κελί του μεγάλου καθηγητού της ερήμου επί τρεις ημέρες άσιτος, χωρίς τροφή και νερό.
Η υπομονή του οσίου Παύλου έκαμψε έτσι το ανένδοτο του Αγίου Αντωνίου, ο οποίος τον κράτησε κοντά του και καθημερινά τον παιδαγωγούσε και τον δοκίμαζε, με σκοπό να τον αναγκάσει να μεταβεί σε κοινόβιο, όπου ο ασκητικός βίος θα ήταν πιο άνετος για τον όσιο, λόγω της ηλικίας του. Όμως ο Όσιος Παύλος παρέμεινε κοντά στον άγιο Αντώνιο με υπακοή, εργαζόμενος καθημερινά τις εντολές του Θεού.
Τόσο πολύ πρόκοψε στην αρετή και στην ευσέβεια ο Απλούς Παύλος, ώστε όταν καθόταν έξω από τον Ναό και έβλεπε τους αδελφούς να εισέρχονται σε αυτόν, μπορούσε να διακρίνει σε ποιά ψυχή αναπαυόταν η Χάρη του Θεού. Έτσι έβλεπε τους αδελφούς λαμπρούς στην όψη και φαιδρούς στο πρόσωπο, τον δε Άγγελο εκάστου να χαίρει μαζί του.
Κάποια φορά είδε ένα μοναχό μαύρο στην όψη και ζοφώδη και γύρω του δαίμονες που τον περιέβαλλαν, ενώ ο φύλακας Άγγελός του τον ακολουθούσε από μακριά λυπημένος. Μόλις ο όσιος Παύλος είδε το θέαμα αυτό άρχισε να κλαίει και να χτυπά με τα χέρια το στήθος του. Βλέποντας οι μοναχοί την αθρόα μεταβολή του οσίου και το κατώδυνο πένθος, προσήλθαν και ρωτούσαν να μάθουν την αιτία και τον παρακαλούσαν να έλθει στη σύναξη.
Εκείνος παρέμεινε έξω και, όταν οι μοναχοί απελύθησαν από τη σύναξη και έβγαιναν έξω, βλέπει και πάλι το μοναχό εκείνο που πριν ήταν ζοφώδης και περικυκλωμένος από δαίμονες, να εξέρχεται με λαμπρό το πρόσωπο και λευκό το σώμα, τον δε Άγγελό του να είναι κοντά του και να χαίρει μαζί του. Τότε ο όσιος ευχαρίστησε και ευλόγησε το Όνομα του Θεού λέγοντας: «῎Ω τῆς ἀφάτου τοῦ Δεσπότου ἠμῶν φιλανθρωπίας καί ἀγαθότητος!». Και αφού ανήλθε σε σημείο υψηλό φώναζε λέγοντας: «Δεῦτε καί ἴδετε τά ἔργα τοῦ Θεοῦ, ὡς φοβερά καί πάσης ἐκπλήξεως γέμοντα».
Ο όσιος εξήγησε στον αδελφό πώς τον είχε δει πριν την είσοδό του στον Ναό και πώς τον είδε μετά. Τότε ο μοναχός εκείνος με ειλικρίνεια άρχισε να ομολογεί ότι ήταν άνθρωπος αμαρτωλός και ζούσε στην αμαρτία της πορνείας. Μόλις δε εισήλθε στον Ναό άκουσε τη φωνή του Προφήτου Ησαΐου, μάλλον δε του Θεού λαλούντος δι’ αυτού, να λέει: «Λούσασθε καί καθαροί γίνεσθε. ᾿Αφέλετε τάς πονηρίας ἀπό τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου, παύσασθε ἀπό τῶν πονηριῶν ὑμῶν, μάθετε καλόν ποιεῖν… Καί ἐάν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ. Καί ἐάν θέλητε καί εἰσακούσητέ μου, τά ἀγαθά τῆς γῆς φάγεσθε».
Αυτά, αφού άκουσε, κατανύχθηκε η καρδία του, αναστέναξε εκ βάθους καρδίας και είπε προς τον Θεό: «Δέσποτα, Κύριε ο Θεός, που ήλθες στον κόσμο να σώσεις τους αμαρτωλούς, χάρισέ μου αυτά που άκουσα διά του Προφήτου εγώ ο ανάξιος και αμαρτωλός. Και να, δίδω τον λόγο στον καρδιογνώστη Θεό, ότι αποτάσσομαι κάθε παρανομία και αισχρά πράξη, που μέχρι τώρα δούλευα και δεν θα προσθέσω άλλες στον βίο μου. Αλλά θα δουλεύω σε Σένα, Κύριε, με όλη την ισχύ μου και όλη μου τη διάνοια».
Και ανεφώνησε τότε ο Απλούς Παύλος, ότι όπως ο κασσίτερος μαυρίζει και γίνεται πάλι λαμπρός, έτσι και οι πιστεύοντες, που εάν αμαρτήσουν μαυρίζουν την ψυχή τους, όταν μετανοούν λαμπρύνονται από τα έργα της πίστεως και της μετάνοιας.
Έτσι αφού διήνυσε με ευσέβεια και άσκηση το βίο του, κοιμήθηκε με ειρήνη σε βαθύ γήρας.
Η Εκκλησία μας, τιμά τη μνήμη του στις 7 Μαρτίου.
Επισκόπου Φαναρίου Αγαθαγγέλου, Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Μάρτιος, σ. 70-72, εκδ. Αποστολικής Διακονίας.