Ενώ ο όσιος Σάββας ασκήτευε στην έρημο του Ρουβά, στην Παλαιστίνη, συναντήθηκε με τέσσερις Σαρακηνούς, πεινασμένους και φοβερά εξαντλημένους.
Τους συμπόνεσε πολύ και τους έβαλε να καθίσουν. Πήρε μετά το σακίδιό του και το άδειασε μπροστά τους. Δεν είχε μέσα τίποτε άλλο παρά μόνο ρίζες μελαγρίων και καρδιές καλαμιών. Οι βάρβαροι πήραν, έφαγαν και χόρτασαν. Ύστερα επεσήμαναν σε ποιο σπήλαιο μένει.
Έπειτα από λίγες μέρες, ήρθαν και του έφεραν ψωμιά, τυριά και χουρμάδες. Ο όσιος θαύμασε την ευγνωμοσύνη που έδειξαν, ήρθε σε κατάνυξη, δάκρυσε και είπε:
-Αλλοίμονο, ψυχή μου… Πόσο σύντομα ήρθαν αυτοί οι βάρβαροι να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους και να ανταποδώσουν τη μηδαμινή ευεργεσία που τους έκανα! Τι θα γίνω εγώ ο ελεεινός, που ενώ κάθε μέρα απολαμβάνω τόσα και τόσα θεία χαρίσματα και δωρεές από τον Θεό, εν τούτοις περνώ τη ζωή μου με τόσο μεγάλη αμέλεια και ραθυμία, χωρίς να προσπαθώ να Τον ευχαριστώ για τις δωρεές αυτές.
Και έμεινε αρκετό χρόνο σ’ αυτή την κατάνυξη, περνώντας όλη τη μέρα και όλη τη νύχτα με προσευχή.
Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, τ. Γ΄, σ. 156, εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου.