Εἶναι μέσα στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου ριζωμένο ἕνα ἀλλόκοτο πρωτόγονο συναίσθημα μπροστὰ στὸ φαινόμενο τοῦ ὕπνου. Ὁ ζωντανός, ὁ ἐργαζόμενος, ὁ σκεπτόμενος, ὁ γεμάτος δραστηριότητα ἄνθρωπος, καμπτόμενος ἀπὸ τὴν φυσιολογικὴ κόπωση, καταλαμβάνεται ἀπὸ μία ἀκατανίκητη ἀνάγκη νὰ παραδοθεῖ στὴν ἀγκάλη τοῦ ὕπνου. Οἱ αἰσθήσεις, οἱ διανοητικὲς λειτουργίες, οἱ δυνάμεις τοῦ σώματος ἀτονοῦν καὶ ὁ ζωντανὸς γίνεται σὰν νεκρός. Εἰκόνα τοῦ θανάτου ὁ ὕπνος.
Μυστήριο γιὰ τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους τῶν περασμένων ἐποχῶν. Ὥρα ποὺ ἐνεδρεύουν οἱ πονηρὲς δυνάμεις τοῦ κόσμου τούτου, ὁρατὲς καὶ ἀόρατες, γιὰ νὰ κακοποιήσουν ἢ καὶ ἁπλῶς νὰ πειράξουν τὸν ἀνυπεράσπιστο ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο δὲν θὰ ὑπάρχει ἀνθρώπινο ὂν ποὺ νὰ μὴν αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη, ἀφήνοντας προσωρινὰ τὸν κόσμο τῶν ζώντων γιὰ νὰ περάσει στὸ μυστήριο τῆς εἰκόνας τοῦ θανάτου, νὰ στρέψει τὸν νοῦ του στὸ Θεό του καὶ νὰ ζητήσει ἀπὸ αὐτὸν προστασία καὶ σκέπη.
Σ’ αὐτὸ τὸ ὑπόβαθρο τῆς ἰδιωτικῆς πρὸ τοῦ ὕπνου προσευχῆς στηρίχθηκε καὶ ἡ πράξις τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἔδιδε στὴν ἀτομικὴ αὐτὴ προσευχὴ τὴν μορφὴ ἐκκλησιαστικῆς ἀκολουθίας. Ἡ μετατροπὴ ἔγινε κατ’ ἀρχὰς στὶς μοναχικὲς ἀδελφότητες, ποὺ τὰ πάντα, καὶ ἰδίως ἡ προσευχή, ἦσαν κοινά. Ἡ κοινὴ αὐτὴ προσευχὴ γινόταν στὴν ὥρα τῆς ἰδιωτικῆς, δηλαδὴ ἀμέσως μετὰ τὸ δεῖπνο καὶ πρὶν τὸν ὕπνο. Γι’ αὐτὸ καὶ τῆς δόθηκε τὸ ὄνομα «ἀπόδειπνο» ἢ «ἀπόδειπνα» καὶ «προθύπνια».
Εἶναι δὲ ἡ ἀκολουθία τοῦ ἀποδείπνου μία πολὺ μεγάλη ἀκολουθία. Τὸ μῆκος της δὲν πρέπει νὰ μᾶς παραξενεύει. Εἶναι καθαρὰ μοναστηριακὴ καὶ γνωρίζουμε πόσο οἱ μοναχοὶ ἤθελαν νὰ παρατείνουν τὴν προσευχή τους, τόσο πού, ἂν ἦταν φυσικῶς δυνατόν, δὲν θὰ διέκοπταν ποτὲ τὴν δοξολογία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ εἴσοδός της ὅμως στοὺς ἐνοριακοὺς ναοὺς καὶ ἡ χρήση της ἀπὸ τοὺς κοσμικοὺς ἱερεῖς καὶ τὸν λαὸ ὁδήγησε γρήγορα σὲ ἀδιέξοδο. Ἔτσι κατὰ τὸν 14ο μὲ 15ο αἰώνα ἀναγκάσθηκαν νὰ κάνουν καὶ μία ἐπιτομή της, ποὺ ὀνομάσθηκε, γιὰ νὰ διακρίνεται ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ ἐκτενῆ μορφή,«μικρὸ ἀπόδειπνο». Τὸ ἄλλο, τὸ πλῆρες καὶ παλαιό, ὀνομάσθηκε τώρα «μέγα ἀπόδειπνο».
Εἶναι κοινὸς νόμος, ὅτι τὰ νεώτερα πράγματα καὶ τὰ συντομότερα κερδίζουν γρήγορα ἔδαφος. Αὐτὸ συνέβη καὶ μὲ τὸ μικρὸ ἀπόδειπνο. Τὸ «μικρὸ» καὶ νεώτερο ἐπισκίασε τὸ παλαιὸ καὶ μεγάλο, καὶ περιόρισε τὴν τέλεσή του μόνο κατὰ τὶς νήστιμες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ποὺ λόγω τῆς ἱερότητας τῆς περιόδου αὐτῆς καὶ τῆς συντηρητικότητας τῶν ἀκολουθιῶν της, μποροῦσε νὰ βαστάσει τὸ βάρος τῆς ἐκτενοῦς ἀρχαϊκῆς ἀκολουθίας.
Ἔτσι σήμερα ἔχουμε τὴν εὐκαιρία νὰ παρακολουθήσουμε τὴν τέλεση τοῦ μεγάλου ἀποδείπνου καὶ στοὺς ἐνοριακοὺς ναοὺς ἀπὸ τὴν Δευτέρα ὡς τὴν Πέμπτη τῶν ἑβδομάδων τῆς μεγάλης Νηστείας, τὶς δὲ Παρασκευὲς μαζὶ μὲ τοὺς Χαιρετισμοὺς τὴν ἀκολουθία τοῦ μικροῦ ἀποδείπνου. Στὶς ὑπόλοιπες ἐκτός τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἡμέρες τελεῖται, κατ’ ἰδίαν στὰ σπίτια ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς καὶ εὐλαβεῖς λαϊκοὺς ἢ ἀπὸ κοινοῦ στὰ μοναστήρια, τὸ μικρὸ ἀπόδειπνο.
Τὸ θέμα τοῦ ἀποδείπνου εἶναι διπλό, ἀνάλογο πρὸς τὴν ὥρα τῆς τελέσεώς του· εὐχαριστία δηλαδὴ κατὰ πρῶτον καὶ δοξολογία γιὰ τὴν διέλευση τῆς ἡμέρας καὶ δέηση γιὰ τὴν «ἀπρόσκοπτο» καὶ «ἐλευθέρα φαντασιῶν», κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο, ἀνάπαυση κατὰ τὴν ἐπερχόμενη νύκτα. Μὲ τὸ πρῶτο θέμα συμπλέκονται καὶ ἄλλα συναφῆ. Μία ἀνασκόπηση τῶν ἔργων τῆς ἡμέρας γεννᾶ ἀσφαλῶς τὴν ἀνάγκη γιὰ αἴτηση συγγνώμης γιὰ τὶς ποικίλες παραβάσεις μας, ἕνα ἔντονο συναίσθημα μετανοίας. Ἡ συναναστροφὴ μὲ τοὺς ἀδελφούς μας γέννησε ἀσφαλῶς δυσαρέσκειες καὶ ἐνδεχομένως προκάλεσε ἀντιδικίες καὶ μίση. Εἶναι καιρὸς ὅλα αὐτὰ νὰ ἐπανορθωθοῦν μὲ τὴν ἀμοιβαία συγχώρηση καὶ συνδιαλλαγή. Μὲ τὸ δεύτερο πάλι θέμα συνδέεται ἡ ὁμολογία τῆς ὀρθῆς πίστεως, γιὰ νὰ μᾶς βρεῖ ὁ θάνατος στερεὰ ἐδρασμένους στὴν ἀληθινὴ μαρτυρία καὶ ὁμολογία, κατὰ τοὺς Πατέρες. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ θέματα κατακλείει καὶ ἡ δέηση γιὰ τὴν ταχεία ἀπὸ τὸν ὕπνο ἐξανάσταση γιὰ νὰ μὴ σιγήσει ἐπὶ πολὺ τὸ στόμα ποὺ δοξολογεῖ τὰ «κρίματα» τοῦ Θεοῦ.
Ὅπως καὶ ὅλες οἱ ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας ἔτσι καὶ τὸ ἀπόδειπνο ἀποτελεῖται ἀπὸ ψαλμούς, ὕμνους καὶ εὐχές. Ὅλα ἔχουν ἐκλεγεῖ μὲ βάση τὰ πιὸ πάνω θέματα. Στὰ τρία μέρη τοῦ μεγάλου ἀποδείπνου καὶ στὴν ἐπιτομὴ τῶν «καιριωτάτων» τοῦ μεγάλου, ποὺ περιέχονται στὸ ἕνα μέρος τοῦ μικροῦ, βρίσκει κανεὶς ἐκλεκτοὺς νυκτερινοὺς ψαλμούς, ὅπως ὁ 4ος μὲ τὸ «ἐν εἰρήνη ἐπὶ τὸ αὐτῷ κοιμηθήσομαι καὶ ὑπνώσω», ὁ 6ος μὲ τὸ «λούσω καθ’ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω», ὁ 12ος μὲ τὸ «φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον», ὁ 30ός μὲ τὸ «εἰς χεῖρας σου παραθήσομαι τὸ πνεῦμα μου», ὁ 90ός μὲ τὸ «οὐ φοβηθήση ἀπὸ φόβου νυκτερινοῦ… ἀπὸ πράγματος ἐν σκότει διαπορευομένου». Φράσεις γεμάτες βαθειὰ πίστη καὶ ἐγκατάλειψη στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Θὰ βρεῖ τὸν περίφημο ψαλμὸ τῆς μετανοίας, τὸν 50ό, τὸ «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου…», καὶ κείμενα γεμάτα μετάνοια καὶ συντριβή, ὅπως τὴν προσευχὴ τοῦ Μανασσῆ βασιλέως τῆς Ἰουδαίας.
Ἀπὸ τὶς εὐχὲς ἐκτὸς ἀπὸ τὴν τόσο γνωστὴ εὐχὴ πρὸς τὴν Θεοτόκο τοῦ μοναχοῦ τῆς Μονῆς τῆς Εὐεργέτιδος Παύλου «Ἄσπιλε, ἀμόλυντε…» καὶ τὴν σύντομη καὶ περιεκτικὴ «ἐπικοίτιο» εὐχὴ στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν τοῦ μοναχοῦ Ἀντιόχου τοῦ Πανδέκτου «Καὶ δὸς ἡμῖν, δέσποτα, πρὸς ὕπνον ἀπιοῦσιν ἀνάπαυσιν σώματος καὶ ψυχῆς … », θὰ ἔπρεπε νὰ μνημονεύσουμε τὴν θαυμάσια εὐχὴ ποὺ ἀποδίδεται στὸν Μέγα Βασίλειο «Κύριε. Κύριε, ὁ ρυσάμενος ἡμᾶς ἀπὸ παντὸς βέλους πετομένου ἡμέρας…». Αὐτὴ συγκεφαλαιώνει κατὰ ἕνα ἀπαράμιλλο τρόπο τὰ αἰτήματα τῆς πρὸ τοῦ ὕπνου προσευχῆς τοῦ πιστοῦ. Βρίσκεται στὰ «Ὡρολόγια» καὶ σὲ ὅλα τὰ προσευχητάρια, ποὺ κυκλοφοροῦν μεταξὺ τῶν πιστῶν. Καὶ μόνη ἡ προσεκτικὴ ἀνάγνωσή της, καὶ μάλιστα στὴν πρὸ τοῦ ὕπνου προσευχή, εἶναι ἱκανὴ νὰ γεμίσει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ πιὸ ἱερὰ αἰσθήματα.
Τὸ ἀπόδειπνο περιλαμβάνει καὶ τὴν ψαλμωδία τροπαρίων καὶ μάλιστα τριῶν ἀρχαίων ὕμνων, ποὺ ἔχουν ὅμως παραλειφθεῖ κατὰ τὴν σύνταξη τῆς ἀκολουθίας τοῦ μικροῦ ἀποδείπνου. Σήμερα δὲν ψάλλονται πιὰ παρὰ μόνο κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς, στὸ μέγα ἀπόδειπνο.
Ὁ πρῶτος, τὸ γνωστὸ «Μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός», εἶναι μία ἐκλογὴ ἀπὸ τὴν ὠδὴ τοῦ Ἠσαΐα, ποὺ βρίσκεται στὸ 8ο καὶ 9ο κεφάλαιο τοῦ ὁμώνυμου προφητικοῦ βιβλίου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Εἶναι ἕνας ὕμνος θριάμβου καὶ ἐγκαρτερήσεως. Ψάλλεται κατὰ στίχο κατὰ τὸν ἀρχαῖο τρόπο, μὲ ἐφύμνιο τὸ «ὅτι μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός». Κατὰ τὸν ἅγιο πατέρα Μάρκο τὸν Εὐγενικὸ ὁ ὕμνος αὐτὸς ψάλλεται στὸ ἀπόδειπνο «κατὰ τῆς ἐνεργείας τῶν δαιμόνων… ποὺ ἐκδηλώνουν τὴν πονηρὴ δύναμή τους κατὰ τὴ νύκτα».
Ὁ δεύτερος ὕμνος εἶναι ἕνα ἀρχαϊκὸ πρωτοχριστιανικὸ ποιητικὸ κείμενο σὲ στίχους ἑνδεκασύλλαβους, ποὺ τὸ βρίσκομε καὶ σὲ πάπυρο τοῦ 6ου αἰώνα. Δοξολογία ἀγγελικὴ καὶ ἀνθρώπινη πρὸς τὸν δημιουργὸ καὶ δέηση ἑνώνονται ἁρμονικὰ στὸ ὡραῖο αὐτὸ ὑμνογράφημα τὸ «Ἡ ἀσώματος φύσις τὰ χερουβείμ…».
Τέλος ἕνας τρίτος ὕμνος λαϊκῆς ἐμπνεύσεως. Εἶναι γεμάτος κατάνυξη καὶ σύντονη δέηση. Ὅλοι οἱ ἅγιοι προβάλλονται στὸ Θεὸ γιὰ πρεσβεία ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν. Ἀρχίζει μὲ τὸ «Παναγία Δέσποινα Θεοτόκε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν».
Ἰω. Φουντούλη, Λογική Λατρεία, σσ. 199-205, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας.