Τό Σάββατο τῆς Ε΄ ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν χαρακτηρίζεται στό ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας ὡς «Σάββατον τοῦ Ἀκαθίστου». Ὁ ὕμνος αὐτός ψάλλεται τμηματικῶς κατά τά ἀπόδειπνα τῶν τεσσάρων πρώτων Παρασκευῶν τῆς Τεσσαρακοστῆς. Τήν πέμπτη ἑβδομάδα γίνεται ἡ ἀνακεφαλαίωσις.
Δέν ὑπάρχῃ ἄλλο ὑμνολογικό κείμενο τῆς Ἐκκλησίας μας, πού νά χρησιμοποιήθηκε τόσες φορές ὅσες ὁ Ἀκάθιστος. Στά Μοναστήρια τόν διαβάζουν κάθε ἡμέρα καί ὅλοι οἱ μοναχοί τόν γνωρίζουν ἀπό στήθους. Στίς ἐνορίες εἶναι μία ἀπό τίς προσφιλέστερες στόν λαό ἀκολουθίες, πού συγκεντρώνουν κάθε Παρασκευή βράδυ κατά τήν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς ἕνα πλῆθος κόσμου.
Ἡ Παναγία τήν ὁποία ὑμνολογεῖ ὁ Ἁκάθιστος, σ’ ὅλη τήν μακραίωνη ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τό κέντρο τῆς εὐλαβείας τῶν χριστιανῶν, τό πρόσωπο πού μακαρίζουν, κατά τήν πρόρρησί της, «πᾶσαι αἱ γενεαί» (Λουκ. 1, 48). Θά παρατρέξωμε τό διαφιλονικούμενο θέμα τοῦ χρόνου τῆς συντάξεως καί τοῦ ποιητοῦ τοῦ Ἀκαθίστου. Ὅποιος καί ἄν ἦταν ὁ ποιητής καί μέ ὁποιοδήποτε ἱστορικό γεγονός καί ἄν συνεδέθη πρωταρχικά ὁ Ἀκάθιστος, ἕνα εἶναι τό ἀδιαμφισβήτητο στοιχεῖο, πού μᾶς δίνουν οἱ σχετικές πηγές, ὅτι ὁ ὕμνος ἐψάλλετο ὡς εὐχαριστήριος ᾠδή πρός τήν ὑπέρμαχο στρατηγό τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους.
Κατά τήν παρατήρησι τοῦ Συναξαριστοῦ ὁ ὕμνος λέγεται «Ἀκάθιστος», γιατί τότε κατά τήν σωτηρία τῆς Πόλεως καί ἔκτοτε μέχρι σήμερα, ὅταν οἱ οἶκοι τοῦ ὕμνου αὐτοῦ ἐψάλλοντο, «ὀρθοί πάντες» τούς ἤκουαν εἰς ἔνδειξιν εὐχαριστίας πρός τήν Θεοτόκο, ἐνῷ στούς οἴκους τῶν ἄλλων κοντακίων «ἐξ ἔθους» ἐκάθηντο. Γιατί ὅμως ψάλλεται τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή;
Μέ τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή συνεδέθη προφανῶς ἐξ αἰτίας ἑνός ἄλλου λειτουργικοῦ λόγου. Μέσα στήν περίοδο τῆς Νηστείας ἐμπίπτει πάντοτε ἡ μεγάλη ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Εἶναι ἡ μόνη μεγάλη ἑορτή, πού λόγῳ τοῦ πενθίμου χαρακτῆρος τῆς Τεσσαρακοστῆς, στερεῖται προεορτίων καί μεθεόρτων. Αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἔλλειψι ἔρχεται νά καλύψῃ ἡ ψαλμῳδία τοῦ Ἀκαθίστου, τμηματικῶς κατά τά Ἀπόδειπνα τῶν Παρασκευῶν καί ὁλόκληρος κατά τό Σάββατο τῆς Ε΄ ἑβδομάδος.
Τό βράδυ τῆς Παρασκευῆς ἀνήκει λειτουργικῶς στό Σάββατο, ἡμέρα πού μαζί μέ τήν Κυριακή εἶναι οἱ μόνες ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, κατά τίς ὁποῖες ἐπιτρέπεται ὁ ἑορτασμός χαρμοσύνων γεγονότων, καί στίς ὁποῖες, μεταφέρονται οἱ ἑορτές τῆς ἑβδομάδος. Καθ’ ὡρισμένα Τυπικά ὁ Ἀκάθιστος ἐψάλλετο πέντε ἡμέρες πρό τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καί κατ᾿ ἄλλα στόν ὄρθρο τῆς ἡμέρας τῆς ἑορτῆς.
Ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος εἶναι τό Κοντάκιο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὁ ὕμνος τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Εἶναι Κοντάκιο – ὕμνος. Κατά τό σύστημα τῆς συνθέσεως τοῦ ποιητικοῦ αὐτοῦ εἴδους περιλαμβάνει τό προοίμιο, «Τό προσταχθέν μυστικῶς…», καί 24 οἴκους, πού ἔχουν ἀλφαβητική ἀκροστιχίδα. Ἡ ἰδιορρυθμία του σέ σχέση μέ ἄλλα Κοντάκια συνίσταται στά αὐτόμελα πού ἀκολουθοῦν οἱ Οἶκοι του. Οἱ περιττοί Οἶκοι (αὐτοί πού ἀρχίζουν ἀπό τά στοιχεῖα Α, Γ, Ε, Η, κ.λπ.), ἔχουν ὡς αὐτόμελο, τροπάριο, δηλαδή βάσει τοῦ ὁποίου συνετέθησαν, τόν πρῶτο Οἶκο («Ἄγγελος πρωτοστάτης…»). Χαρακτηριστικό των εἶναι οἱ ἕξ διπλές ἀποστροφές πρός τήν Παναγία, πού ἀρχίζουν μέ τό «Χαῖρε» καί πού ἔδωσαν τό λαϊκό ὄνομα στόν ὕμνο «Χαιρετισμοί». Ἐπῳδό (ἐφύμνιο) ἔχουν τό «Χαῖρε νύμφη ἀνύμφευτε», πού εἶναι καί τό ἐφύμνιο τοῦ προοιμίου.
Οἱ ἄρτιοι Οἶκοι (πού ἀρχίζουν ἀπό τά στοιχεῖα Β, Δ, Ζ, Θ, κ.λπ.) ἔχουν συντεθῆ μέ βάσι, εἶναι δηλαδή προσόμοια, τοῦ δευτέρου Οἴκου, «Βλέπουσα ἡ ἁγία…), καί ἔχουν ἐφύμνιο τό «Ἀλληλούϊα».
Θέμα τοῦ Κοντακίου τοῦ Ἀκαθίστου εἶναι τό μυστήριο τῆς Σαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ, μέ κύριο τόνο στήν ἀπαρχή τῆς σωτηρίας, στόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου. Σ᾿ αὐτόν ἀναφέρονται τό προοίμιο, πού ἀποτελεῖ περίληψι τοῦ περιεχομένου τοῦ ὕμνου, καί οἱ τέσσερις πρῶτοι οἶκοι.
Τά δεκατρία «Χαῖρε», πού κατακλείουν τούς περιττούς Οἴκους, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία ἐπέκτασις καί ποιητική ἀναδίπλωσις καί ἐπεξεργασία τοῦ ἀγγελικοῦ ἀσπασμοῦ «Χαῖρε κεχαριτωμένη» (Λουκ. 1, 28).
Ὁ πρωτοστάτης ἄγγελος, ὁ Γαβριήλ, ἔρχεται καί φέρνει τό θεϊκό μήνυμα, τό «χαῖρε», στήν Θεοτόκο (Α) ἐκείνη ἀπορεῖ γιά τόν παράδοξο τρόπο τῆς συλλήψεως (Β)· ὁ Γαβριήλ τῆς ἐξηγεῖ τήν ἀπόρρητο βουλή τοῦ Θεοῦ (Γ) καί ἡ δύναμις τοῦ Ὑψίστου ἐπισκιάζει τήν ἀπειρόγαμο Παρθένο καί συλλαμβάνει τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ (Δ). Ἡ Θεοτόκος ἐπισκέπτεται τήν συγγενῆ της Ἐλισάβετ, τήν μέλλουσα μητέρα τοῦ Προδρόμου, καί ἀνταλλάσσουν προφητικούς λόγους (Ε). Ὁ Ἰωσήφ, ὁ μνηστήρ τῆς Παρθένου, ταράσσεται ἀπό τήν ζάλη τῶν ἀμφιβόλων λογισμῶν, ἀλλά πληροφορεῖται ἀπό τόν ἄγγελο τό μυστήριο τῆς συλλήψεως (Ζ). Ὁ Χριστός γεννᾶται καί οἱ ποιμένες προσκυνοῦν τόν ἀμνό τοῦ Θεοῦ (Η). Ὁ θεοδρόμος ἀστήρ δείχνει τόν δρόμο στούς μάγους τῆς Ἀνατολῆς (Θ), αὐτοί τόν προσκυνοῦν (Ι) καί δι’ ἄλλης ὁδοῦ ἀναχωροῦν γιά τήν Βαβυλῶνα, οἱ θεοφόροι κήρυκες (Κ). Στήν Αἴγυπτο ὁ φυγάς Κύριος συντρίβει τά εἴδωλα καί μέ τόν φωτισμό τῆς ἀληθείας διώχνει τό σκότος τοῦ ψεύδους (Λ). Καί ὁ Συμεών δέχεται στήν ἀγκάλη του ὡς βρέφος τεσσαρακονθήμερο τόν τέλειο Θεό καί λαμβάνει τήν ποθητή ἀπόλυσι (Μ). Ἐδῶ τελειώνει τό πρῶτο μισό μέρος τοῦ ὕμνου, τό ἱστορικό, πού περιλαμβάνει τούς πρώτους Οἴκους, ἀπό τό Α ὡς τό Μ.
Οἱ ὑπόλοιποι, ἀπό τό Ν ὡς τό Ω, ἀποτελοῦν μιά θεολογική – θεωρητική ἐπεξεργασία τοῦ μυστηρίου τῆς Σαρκώσεως. Ἡ νέα κτίσις, πού δημιουργεῖ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μέ τήν σάρκωσί Του, δοξολογεῖ τόν δημιουργό (Ν). Ὁ παράξενος, «ὁ ξένος», τόκος προτρέπει τούς ἀνθρώπους νά ξενωθοῦν ἀπό τόν κόσμο καί νά μεταθέσουν τόν νοῦ των στόν οὐρανό (Ξ). Ὅλος ἦταν στήν γῆ ὁ δοξολογούμενος Λόγος, ἀλλά καί ἀπό τόν οὐρανό δέν ἀπουσίαζε (Ο). Οἱ ἄγγελοι θαύμασαν τό ἔργο τῆς ἐνανθρωπήσεως καί τήν κοινωνία τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων (Π). Οἱ σοφοί καί ρήτορες τοῦ κόσμου ἔμειναν ἄφωνοι, μή μπορώντας νά ἐξηγήσουν τό μυστήριο τοῦ παρθενικοῦ τόκου (Ρ). Ὁ Ποιμήν – Θεός γίνεται πρόβατο – ἄνθρωπος θέλοντας νά σώσῃ τόν κόσμο (Σ). Ἡ Παρθένος γίνεται φυλακτήριο τεῖχος τῶν παρθένων καί ὅλων τῶν πιστῶν (Τ). Κανείς ὕμνος δέν μπορεῖ νά πληρώσῃ τόν φόρο τοῦ χρέους στόν Σαρκωθέντα Βασιλέα (Υ). Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ φωτοδόχος λαμπάς, πού μᾶς καθοδηγεῖ στήν γνῶσι τοῦ Θεοῦ (Φ). Ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο γιά νά τοῦ δώσῃ χάρι καί συγχώρησι (Χ). Ἡ δοξολογία πρός τόν Υἱό συνδέεται καί πρός τήν ἀνύμνησι τοῦ ἐμψύχου ναοῦ Του, τῆς Θεοτόκου (Ψ). Καί ὁ ὕμνος κλείει μέ μία θαυμαστή ἀποστροφή πρός τήν Παρθένο: «Ὦ πανύμνητε μῆτερ ἡ τεκοῦσα τόν πάντων ἁγίων ἁγιώτατον Λόγον, δεξαμένη τήν νῦν προσφορά, ἀπό πάσης ρῦσαι συμφορᾶς ἅπαντας καί τῆς μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως τούς σοί βοῶντας· Ἀλληλούϊα».
Στό στόμα τοῦ ἀγγέλου, τῆς Ἐλισάβετ, τῶν ποιμένων, τῶν μάγων καί τῶν Αἰγυπτίων στό πρῶτο μέρος καί τῶν πιστῶν στό δεύτερο μπαίνουν οἱ 144 θαυμάσιες ποιητικές ἀποστροφές καί τά ἐγκώμια τῆς Θεοτόκου μέ τίς τόσο ἐπιτυχεῖς ἀντιθέσεις καί τίς ὡραῖες θεολογικές εἰκόνες. Εἶναι τόσο γνωστές.
Παλαιότερα ὁ ὕμνος ἐψάλλετο. Σήμερα ψάλλεται μόνο τό προοίμιο σέ ἦχο πλ. δ΄. Περιεχόμενό του εἶναι ὁ Εὐαγγελισμός, τό θέμα τοῦ Κοντακίου: «Τό προσταχθέν μυστικῶς λαβών ἐν γνώσει, ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἰωσήφ σπουδῇ ἐπέστη ὁ ἀσώματος λέγων τῇ ἀπειρογάμῳ· ὁ κλίνας τῇ καταβάσει τούς οὐρανούς χωρεῖται ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν σοί· ὅν καί βλέπων ἐν μήτρᾳ σου, λαβόντα δούλου μορφήν, ἐξίσταμαι κραυγάζειν σοι· Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε».
Οἱ Οἶκοι ἀπαγγέλλονται σήμερα ἐμμελῶς ἀπό τόν ἱερέα στό μέσον τοῦ ναοῦ, δηλαδή στή θέσι πού πρίν εὑρίσκετο ὁ ἄμβων, ἀπό τόν ὁποῖο ἀρχικά ἐψάλλετο τό Κοντάκιο. Ὁ λαός ἐπαναλαμβάνει στό τέλος κάθε Οἴκου τό ἐφύμνιο, τήν ἐπῳδό, σέ ἦχο πάλι πλ. δ΄: «Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε», στούς περιττούς οἴκους· «Ἀλληλούϊα», στούς ἀρτίους.
Ὅταν ὁ Ἀκάθιστος συνεδέθη μέ τά ἱστορικά γεγονότα, πού ἀναφέρονται στή σωτηρία τῆς Κωνταντινουπόλεως, τότε συνετέθη νέο εἰδικό προοίμιο, γεμάτο δοξολογία καί ἱκεσία, τό τόσο γνωστό «Τῇ ὑπερμάχῳ». Στήν ὑπέρμαχο στρατηγό, ἡ πόλις τῆς Θεοτόκου, πού λυτρώθηκε χάριν σ’ Αὐτήν ἀπό τά δεινά, ἀναγράφει τά νικητήρια καί παρακαλεῖ Αὐτήν, πού ἔχει τήν ἀκαταμάχητη δύναμι, νά τήν ἐλευθερώνῃ ἀπό τούς ποικίλους κινδύνους, γιά νά τήν δοξολογῇ κράζοντας τό «Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε».
Ὁ ὕμνος ψάλλεται καί πάλι σέ ἦχο πλ. δ΄. «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τά νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν, εὐχαριστήρια ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου, Θεοτόκε· ἀλλ᾿ ὡς ἔχουσα τό κράτος ἀπροσμάχητον, ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον, ἵνα κράζω σοι· Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε».
Ἰω. Μ. Φουντούλη, Λογική Λατρεία, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας.