Στη Μονή του Αγίου Σάββα (στα Ιεροσόλυμα) γνώρισα και τον ιερομόναχο Γερμανό. Αυτός καταγόταν από την Κέρκυρα και ασπάσθηκε τον μοναχισμό από νεαρής ηλικίας. Απλός, άκακος, απονήρευτος, μειλίχιος, ταπεινός και υπόδειγμα αληθινού μοναχού.
Στη Μονή του Αγίου Σάββα υπάρχει η συνήθεια, στη λειτουργία, όταν γίνει η μεγάλη Είσοδος, ο νεωκόρος να τραβάει τα παραπετάσματα που είναι δεξιά και αριστερά της αγίας Τράπεζας, και ο λειτουργός ιερέας κλείνεται, κατά κάποιο τρόπο, στην αγία Τράπεζα. Αυτό γίνεται για να αφιερωθεί εντελώς ο λειτουργός ιερέας στην τέλεση του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας.
Κατά την τετάρτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, το έτος 1888, ιερουργούσε στον καθολικό (κεντρικό) ναό ο ιερομόναχος Γερμανός. Εγώ ήμουν στον δεξιό χορό μαζί με τους ψάλτες. Κοντά μου στεκόταν ο ιερομόναχος Κύριλλος, αδελφός της Μονής, ηλικίας εβδομήντα ετών. Αφού έγινε η μεγάλη Είσοδος και εισήλθε στο θυσιαστήριο (το άγιο Βήμα) με τα τίμια Δώρα ο λειτουργός ιερομόναχος Γερμανός, έσυρε ο νεωκόρος τα δεξιά και αριστερά της αγίας Τράπεζας παραπετάσματα.
Όταν ο ιερουργών Γερμανός εξήλθε στη βασιλική θύρα, για να ευλογήσει το εκκλησίασμα, μου φάνηκε το πρόσωπό του ως φλόγα πυρός. Νόμισα ότι κάτι δυσάρεστο του συνέβη και είπα με συγκίνηση προς τον ιερομόναχο Κύριλλο που στεκόταν κοντά μου: «Τι έπαθε ο παπα-Γερμανός;». «Σώπα, -μου λέει- τον άρπαξε η θεία Χάρη. Δεν είναι πλέον πνευματικά σε αυτό τον κόσμο, βρίσκεται πνευματικά στον ουρανό. Δεν βλέπεις ότι μηχανικά και σαν αφηρημένος κάνει τις κινήσεις;». Του λέω: «Πρώτη φορά το έπαθε αυτό ή και άλλοτε;». «Πάντοτε όταν ιερουργεί, του συμβαίνει αυτό». Από τότε παρατηρούσα και πάντοτε, όταν ιερουργούσε, αρπαζόταν από τη θεία Χάρη. Δεν τολμούσα όμως να του πω τίποτε.
Όταν χειροτονήθηκα ιερέας, είπα μια μέρα προς αυτόν: «Παπα-Γερμανέ, διάβασα σε ιερά βιβλία ότι πολλοί ιερείς παλιά, όταν έκαναν τη μεγάλη Είσοδο κρατώντας τα τίμια Δώρα, δεν πατούσαν στη γη, αλλά φέρονταν στον αέρα. Υπάρχουν και σήμερα τέτοιοι ιερείς;». «Μη αμφιβάλλεις -μου είπε- μη τυχόν και πάθεις και συ κάτι τέτοιο!».
Και όντως, την επόμενη Κυριακή, κατά την οποία ήμουν εφημέριος, λειτουργούσα στον καθολικό ναό της Μονής. Όταν βγήκα στη μεγάλη Είσοδο κρατώντας επί της κεφαλής μου το άγιο Δισκάριο και στο δεξί μου χέρι το άγιο Ποτήριο, ύψωνα τα πόδια μου διότι δεν έβρισκα στερεό έδαφος να πατήσω· ο δε ιερομόναχος Γερμανός στεκόταν μέσα στο θυσιαστήριο.
Όταν τελείωσε η θεία Λειτουργία πήγα στο δωμάτιό μου για να ησυχάσω λίγο. Μετά παρέλευση μιας ώρας ήλθε ο ιερομόναχος Γερμανός και μου λέει: «Γιατί σήμερα, κατά τη μεγάλη Είσοδο, σήκωνες τα πόδια σου;».
«Πάτερ Γερμανέ, -του είπα- δεν ξέρω τι μου συνέβη. Δεν έβρισκα στερεό έδαφος να πατήσω». «Αυτό είναι! -μου είπε- Μεταφερόσουν στον αέρα κρατούμενος από θείους αγγέλους. Πίστευε λοιπόν και μη ερεύνα, διότι το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας είναι μέγα μυστήριο».
«Μα μόνο κατά τη μεγάλη Είσοδο κρατούν τον λειτουργό οι θείοι άγγελοι στον αέρα;» «Ναι! Γιατί τότε φέρει επάνω του τα τίμια Δώρα· όταν τα αποθέσει, τότε η χάρη ενεργεί στο πνεύμα του λειτουργού, το οποίο μεταρσιώνεται στον φωτεινό και ουράνιο κόσμο».
«Πάτερ Γερμανέ, -του είπα μια μέρα- σε παρακαλώ, πες μου, παρίστανται άγγελοι κατά τον καιρό της θείας ιερουργίας;».
«Μάλιστα. -μου λέει- Παρίστανται με ευλάβεια και άπειρο σεβασμό. Και αν ο λειτουργός είναι άξιος, αισθάνεται την παρουσία των αγγέλων και πνευματικά στο βάθος της καρδιάς ακούει την αγγελική μελωδία, με την οποία υμνούν το πανάγιο όνομα της Παναγίας Τριάδος, ενώ το πνεύμα του γεμίζει θεία ευφροσύνη και αρπάζεται από τη θεία Χάρη σε πνευματική θεωρία και νοερά αισθάνεται το ουράνιο εκείνο φως, τον Θεό. Οι δε θείοι άγγελοι που είναι στο θυσιαστήριο υποβοηθούν νοερά το πνεύμα του ιερουργού στο να φαντάζεται τα ουράνια κάλλη και το ύψος της θυσίας».
Τη στιγμή εκείνη αλλοιώθηκα πνευματικά, ενώ ο πατήρ Γερμανός δάκρυσε και με πολλή συγκίνηση μου είπε: «Πάτερ Ιωακείμ, αν ξέραμε ποια δόξα και πνευματική ευφροσύνη παρέχει σ’ εμάς η κοινωνία των θείων Μυστηρίων, τα πάντα θα θυσιάζαμε, και την ίδια τη ζωή μας, για να κοινωνήσουμε αξίως. Η θεία Κοινωνία μας ενώνει ή, να πω καλύτερα, μας συνταυτίζει με τον Χριστό και μας κάνει όχι κατά φύση, αλλά κατά χάρη υιούς Θεού, σύμφωνα με το ρητό: ‘’Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν αὐτῷ’’ (Ιω. 6, 54)».
Απομνημονεύματα του αρχιμανδρίτου Ιωακείμ Σπετσιέρη, τ. Α’, σ. 145, εκδ. Ι. Κ. «Σύναξις των Αγίων Αναργύρων», Άγιον Όρος 1998.