Άραγε μετανοούμε ποτέ; Καταλαβαίνουμε ποτέ το μέγεθος της αμαρτίας μας; Συνειδητοποιούμε την ανεπάρκειά μας; Έχουμε γκρεμίσει το αυτοείδωλό μας; Ομολογούμε την αμαρτία μας; Γιατί τελικά εξομολογούμαστε;
Λέει ο Γέροντας Αιμιλιανός ο Σιμωνοπετρίτης: «Ο άνθρωπος σπάνια αποκτά πλήρη επίγνωση της κατάντιας του. Και αν καμιά φορά έχουμε κανένα δακρυάκι και λέμε, “εγώ αμαρτωλός είμαι, Χριστέ μου, συγχώρεσέ με”, και τότε ψέματα λέμε. Κάποιος εγωισμός υπάρχει μέσα μας, κάποιο πλήγμα, κάποιο θέλημα, κάποια επιθυμία, κάποια ιδέα, κάποια επιδίωξη, κάποια αποτυχία, κάποια επιτυχία άλλου, κάποια απογοήτευση. Γι’ αυτό λέμε πως είμαστε αμαρτωλοί ή βγάζουμε δάκρυ, όχι διότι πραγματικά σκεφθήκαμε τον Θεό».
Τα παραπάνω παρατηρούνται έντονα κατά την Εξομολόγηση των χριστιανών. Οι περισσότεροι άνθρωποι έρχονται επειδή κάτι στη ζωή τους στράβωσε. Δεν βλέπουν την αμαρτία τους, αλλά μένουνε στη θλίψη που έχουνε λόγω του προβλήματος που προέκυψε. Αυτό έρχονται να συζητήσουν με τον πνευματικό και όχι να ομολογήσουν την αμαρτία τους.
Έρχονται νέες κοπέλες και κλαίνε για τη σχέση που είχανε, για την προδοσία που γεύτηκαν από το αγόρι τους. Δεν ομολογούν τις σαρκικές τους αμαρτίες. Έρχονται για να παρηγορηθούν. Αν έβλεπαν από το παράθυρο το αγόρι τους να τις κάνει νεύμα θα άφηναν την Εξομολόγηση και θα τρέχανε και πάλι στην αγκαλιά του. Δεν έρχονται δηλαδή στο εξομολογητήριο επειδή αμάρτησαν. Κλαίνε γιατί θέλουν και πάλι τον φίλο τους. Κλαίνε γιατί ζητούν και πάλι την αποκατάσταση της σαρκικής τους σχέσης! Και αυτό είναι κατάντια. Χωρίς ίχνος μετάνοιας, ούτε καν μεταμέλειας.
Και αν ο πνευματικός προσπαθήσει να υποδείξει τον λάθος λογισμό, τότε ο άνθρωπος επαναστατεί, δυσφορεί, προσβάλλεται! Δεν θέλει να ακούσει το λάθος του, την αμαρτία του. Το μόνο που ψάχνει είναι παρηγοριά που τρέφει τον εγωισμό του. Και αυτό είναι το φοβερό, ότι ο άνθρωπος ακόμα και το μέγα μυστήριο της Εξομολογήσεως, το μυστήριο της ταπείνωσης και της μετάνοιας το προσεγγίζει ως μια πράξη αυτοδικαίωσης.
Μπορεί να γίνεται λόγος για μία – δύο ώρες για κάποιο πρόβλημα και στο τέλος μπορεί να αναφέρει ο εξομολογούμενος: «Πάτερ, και τα συνηθισμένα κάνω, τα καθημερινά…». Δεν συνειδητοποιεί ο άνθρωπος, ότι αυτά τα «καθημερινά και συνηθισμένα» αμαρτήματα είναι η πηγή όλων των προβλημάτων του, όλης αυτής της κατάστασης που βιώνει. Γι’ αυτό και τα αναφέρει ως κάτι δευτερεύον και όχι ως κάτι ουσιαστικό και πρωτεύον. Τα προβλήματα στη ζωή μας, οι προβληματικές σχέσεις, είναι απόρροια των αμαρτιών μας, είναι αποτέλεσμα της αποστασίας μας από τον Θεό.
Εμείς θέλουμε λύση στα προβλήματά μας, αλλά όχι τον Θεό. Θέλουμε ειρήνη στη ζωή μας, χωρίς πόλεμο (άσκηση και πνευματικό αγώνα), θέλουμε (λέμε) τον Χριστό χωρίς προσευχή, χωρίς νηστεία, χωρίς κόπο, χωρίς σταυρό.
Από τη μία, λοιπόν, ερχόμαστε στον πνευματικό, κάτι που είναι καλό και ελπιδοφόρο, αλλά από την άλλη δεν μπαίνουμε στη διαδικασία αυταπάρνησης, συνειδητοποίησης της ματαιότητας του κόσμου τούτου. Πάμε στον πνευματικό, όχι επειδή ποθούμε την αιώνια ζωή με τον Χριστό, αλλά, δυστυχώς, επειδή έχουμε κολλήσει σ’ αυτήν τη ζωή και ψάχνουμε λύσεις στα επίγεια προβλήματά μας.
Γι’ αυτό να μου επιτρέψετε, και πάλι, να τονίσω ότι στην Εξομολόγηση προσερχόμαστε για να ομολογήσουμε την αμαρτία μας και να αποκαταστήσουμε τη σχέση μας με τον Θεό και όχι να βρούμε λύση στα τυχόν προβλήματά μας, που σίγουρα υπάρχουν και θα υπάρχουν με διάφορες μορφές. Δεν είναι το ζητούμενο να μην έχουμε προβλήματα αλλά να γίνουμε του Χριστού.
Ο μεγάλος σταυρός των πνευματικών, είναι να έρχονται αντιμέτωποι με ανθρώπους που δεν θέλουν τον Θεό, αλλά θέλουν να πάρουν ευλογία για μια ζωή σύμφωνα με τα θέλω τους και τα πάθη τους. Ο μεγάλος σταυρός των πνευματικών είναι να φορούν το πετραχήλι και να έχουνε απέναντί τους ανθρώπους που δεν έχουνε μετάνοια.
Υ.Γ. Φυσικά υπάρχουν και άνθρωποι που με τη μετάνοιά τους και την ταπείνωσή τους γίνονται η αφορμή να ωφεληθεί και ο ίδιος ο πνευματικός τους, γιατί βλέπει ανθρώπους που αγωνίζονται, γιατί διψούν πραγματικά τον Χριστό παρά τις πτώσεις και τις αδυναμίες τους.
† Αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος