Ελληνορθόδοξος ιερομόναχος, ιερομάρτυρας, ισαπόστολος και εθνεγέρτης. Υπήρξε η πλέον δραστήρια και επιβλητική φυσιογνωμία του νεοελληνικού Μαρτυρολογίου. Η μνήμη του παραμένει ζωντανή μέχρι σήμερα.
Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Κώνστας και γεννήθηκε στο Μεγάλο Δέντρο της Αιτωλίας το 1714 από γονείς θεοσεβούμενους. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο ιεροδιδασκαλείο του Γεράσιμου Λύτσικα στη Σιγδίτσα Φωκίδας και στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα στη Μονή της Αγίας Παρασκευής στα Βραγγιανά των Αγράφων.
Μόλις τελείωσε το σχολείο δούλεψε ως δάσκαλος στην ευρύτερη περιοχή της Ναυπακτίας. Μόλις ιδρύθηκε η Αθωνιάδα Σχολή στο Άγιο Όρος ήταν από τους πρώτους σπουδαστές της. Παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, με δασκάλους τον Παναγιώτη Παλαμά, τον Ευγένιο Βούλγαρη και το Νικόλαο Τζαρτζούλη και μελέτησε σε βάθος την Αγία Γραφή και το έργο των Πατέρων της Εκκλησίας.
Το 1759 ενδύθηκε το μοναχικό σχήμα στη Μονή του Αγίου Φιλοθέου και έλαβε το όνομα Κοσμάς. Μετά από λίγο χειροτονήθηκε ιερέας.
Τον επόμενο χρόνο, με την προτροπή του Πατριάρχη Κπόλεως Σωφρονίου Β΄, ο οποίος είχε εκτιμήσει τις αρετές και το δυναμικό του χαρακτήρα, ξεκίνησε το ιεραποστολικό του έργο στο υπόδουλο έθνος, το οποίο συνέχισε αδιάλειπτα για είκοσι χρόνια και επισφράγισε με το μαρτύριό του.
Ο πατρο-Κοσμάς πραγματοποίησε τέσσερις μεγάλες περιοδείες σε διάφορες περιοχές του Ελληνισμού, από την Κωνσταντινούπολη ως την Πελοπόννησο και από τα νησιά του Αιγαίου ως την Αλβανία. Κήρυττε τον λόγο του Θεού σε γλώσσα απλή και κατανοητή, ενώ παράλληλα ενίσχυε το φρόνημα του υπόδουλου γένους στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Από όπου περνούσε πλήθος πιστών «ραγιάδων» τον άκουγε με πολλή προσοχή.
Είναι χαρακτηριστικό αυτό που είπε κάποτε στην ομιλία του σ’ ένα χωριό: «Ήρθα στο χωριό σας να σας κηρύξω τον λόγο του Θεού. Δίκαιο, λοιπόν, είναι να με πληρώσετε για τον κόπο μου. Όχι, όμως, με χρήματα, γιατί τι να τα κάνω; Η πληρωμή μου είναι να βάλετε τα λόγια του Θεού στην καρδιά σας για να κερδίσετε την αιώνια ζωή».
Ο φλογερός ιερωμένος προέτρεπε να ιδρύουν σχολεία και εκκλησίες, γιατί θεωρούσε το σχολείο θεμέλιο για τη θρησκευτική και ηθική αναγέννηση των Ελλήνων. «Καλύτερο, αδελφέ μου, να έχεις ελληνικό σχολείον στη χώρα σου, παρά να έχεις βρύσες και ποτάμια» έλεγε. Κατέκρινε όσους Έλληνες μιλούσαν βλάχικα ή αρβανίτικα και τους προέτρεπε να μαθαίνουν στα παιδιά τους ελληνικά, γιατί «και η εκκλησία μας είναι στην ελληνική». Από επιστολή του προς τον αδελφό του Χρύσανθο πληροφορούμαστε ότι ίδρυσε δέκα ελληνικά σχολεία της αρχαίας ελληνικής διαλέκτου και διακόσια δημοτικά σχολεία.
Ο πατρο-Κοσμάς κήρυττε την εμμονή στην ορθόδοξη πίστη. Η αγάπη προς τον Θεό και η αγάπη προς τον πλησίον είναι οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρεφόταν περισσότερο η διδασκαλία του. Έλεγε: «Όπως ένα χελιδόνι χρειάζεται δύο φτερά για να πετά στον αέρα, έτσι και εμείς χρειαζόμαστε αυτές τις δύο αγάπες, γιατί χωρίς αυτών είναι αδύνατο να σωθούμε».
Η αγάπη και η ευλάβεια προς τον Θεό έπρεπε να εκδηλώνεται και με την τήρηση της Κυριακής αργίας, την οποία όμως κατέλυαν οι Εβραίοι με τα παζάρια. Γι’ αυτό τον λόγο, κατά τα τελευταία χρόνια της δράσης του, επιτέθηκε με ασυνήθιστη οξύτητα εναντίον τους. Έγραφε στον αδελφό του Χρύσανθο: «Δέκα χιλιάδες χριστιανοί με αγαπούν και ένας με μισεί. Χίλιοι Τούρκοι με αγαπούν και ένας όχι τόσον. Χιλιάδες Εβραίοι θέλουν τον θάνατό μου και ένας όχι».
Ο πατρο-Κοσμάς με το κήρυγμά του προκάλεσε την οργή των Εβραίων της Ηπείρου, οι οποίοι τον διέβαλαν ως όργανο των Ρώσων και υποκινητή επανάστασης των χριστιανών εναντίον του οθωμανικού κράτους στον πασά της περιοχής. Έτσι, καθώς κήρυττε τον λόγο του Θεού στο χωριό Κολικόντασι του Βερατίου (σημερινό Μπεράτι Αλβανίας), συνελήφθη στις 23 Αυγούστου 1779 με εντολή του τοπικού ηγεμόνα Κουρτ Πασά. Την επομένη κρεμάστηκε από δέντρο στις όχθες του ποταμού Άψου. Το σώμα του ρίχτηκε στο ποτάμι, από όπου το ανέσυρε ο εφημέριος του χωριού και το έθαψε.
Τον χαρακτήρα του κηρύγματός του δείχνουν οι «Διδαχές» του, όσες διασώθηκαν από τους μαθητές του, οι οποίοι τον ακολουθούσαν στις διάφορες περιοδείες του και κρατούσαν σημειώσεις.
Στις 20 Απριλίου 1961, το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης προέβη στην αγιοκατάταξη του Κοσμά του Αιτωλού και όρισε η μνήμη του να εορτάζεται στις 24 Αυγούστου, ημέρα του μαρτυρίου του.