Η λέξη «ίνδικτος» είναι λατινική ελληνοποιημένη και σημαίνει ορισμός, διάγγελμα διάταγμα (indictus, indictio = επαγγελία, διάγγελμα, διάταγμα). Το διάγγελμα αυτό εκδιδόταν από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες. Σκοπός της έκδοσης, ήταν να καθοριστεί το ύψος του φόρου επί της γεωργικής παραγωγής που θα πλήρωναν οι υπήκοοι της αυτοκρατορίας για τη συντήρηση και τη διατροφή των στρατιωτών. Ήταν δηλαδή, κατ’ ουσίαν, ένα φορολογικό διάταγμα διάρκειας 15 ετών, γιατί τόσα ήταν τα έτη που υπηρετούσαν οι στρατιώτες στον Ρωμαϊκό στρατό. Όταν αποστρατεύονταν οι παλαιοί και γινόταν η κατάταξη των νέων στρατιωτών, άρχιζε η νέα Ίνδικτος, με μικρότερη ή μεγαλύτερη φορολογία, ανάλογα με τον αριθμό του νέου στρατεύματος.
Με την πάροδο του χρόνου η λέξη «ίνδικτος» έπαψε να σημαίνει μόνο διάταγμα και σήμαινε τη χρονική περίοδο των 15 ετών. Έγινε δηλαδή η Ίνδικτος «μονάδα μέτρησης του χρόνου» (μία Ίνδικτος = 15 χρόνια).
Η Ίνδικτος, δηλαδή η χρονική περίοδος των 15 ετών, εισήχθη στο ρωμαϊκό ημερολόγιο κατά το πρώτο έτος του Ιουλίου Καίσαρος (100 π.Χ. -44 μ.Χ.) και ονομάστηκε «καισαρική». Έτσι άρχισαν να μετρούν τον χρόνο σε ινδίκτους (πρώτη ίνδικτος, δεύτερη ίνδικτος κ.ο.κ.).
Στο Βυζάντιο τον υπολογισμό του χρόνου με ινδίκτους εισήγαγε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 312 μ.Χ. Έτσι προέκυψε η «κωνσταντίνειος Iνδικτιών».
Την 1η του μηνός Σεπτεμβρίου, η Εκκλησία μας εορτάζει την αρχή της Ινδίκτου ή αλλιώς την έναρξη του εκκλησιαστικού έτους. Αυτό συμβαίνει, γιατί τον Σεπτέμβριο πραγματοποιείται η συγκομιδή των καρπών και γίνεται η προετοιμασία για τον νέο κύκλο βλάστησης.
Έτσι λοιπόν, θεωρήθηκε ταιριαστό οι Χριστιανοί να εορτάζουν την αρχή της γεωργικής περιόδου, αποδίδοντας ευχαριστίες στον Θεό για την εύνοιά Του και τη φροντίδα Του προς την κτίση.
Αυτό το έκαναν ήδη οι Ιουδαίοι, σύμφωνα με τις εντολές του Μωσαϊκού Νόμου. Την πρώτη μέρα, δηλαδή, του έβδομου ιουδαϊκού μηνός, αρχές Σεπτεμβρίου, τελούσαν την εορτή της Νεομηνίας ή των Σαλπίγγων, κατά την οποία απείχαν από κάθε εργασία για να προσφέρουν θυσίες ολοκαυτωμάτων προς τον Θεό.
Την ημέρα αυτή, που η φύση ετοιμάζεται να διατρέξει ένα νέο κύκλο εποχών, γιορτάζουμε το γεγονός της εισόδου του Ιησού στη Συναγωγή. Εκεί, ανέγνωσε από το βιβλίο του Προφήτη Ησαΐα το χωρίο στο οποίο ο Προφήτης μιλά για τον Σωτήρα Χριστό: «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ᾿ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με, ἰάσασθαι τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν. Κηρῦξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει, κηρῦξαι ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτόν» (Λουκ. 4, 18-19).
Στο ερώτημα πώς καθιερώθηκε η 1η Σεπτεμβρίου ως αρχή του εκκλησιαστικού έτους, η απάντηση είναι η ακόλουθη. Τα περισσότερα ημερολόγια στην περιοχή της Ανατολής είχαν ως πρωτοχρονιά την 24η Σεπτεμβρίου, ημέρα της φθινοπωρινής ισημερίας. Επειδή, όμως, στις 23 Σεπτεμβρίου ήταν τα γενέθλια του Αυτοκράτορα της Ρώμης Οκταβιανού, η πρωτοχρονιά μετατέθηκε στις 23 του ίδιου μήνα, ημέρα η οποία καθορίστηκε ως αρχή της Ινδίκτου, της περιόδου, δηλαδή, του ρωμαϊκού διατάγματος για τον φόρο που ίσχυε για 15 χρόνια, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω. Αυτή την έναρξη, την πρωτοχρονιά βρήκε η Εκκλησία και της προσέδωσε χριστιανικό νόημα και περιεχόμενο, αφού τοποθέτησε σε αυτή την εορτή της Σύλληψης του Τιμίου Προδρόμου, που αποτελεί και το πρώτο γεγονός της ευαγγελικής ιστορίας.
Το 462 μ.Χ., για πρακτικούς λόγους αλλά και για να συμπίπτει η πρώτη του έτους με την πρώτη του μήνα, η εκκλησιαστική πρωτοχρονιά μετατέθηκε την 1η Σεπτεμβρίου. Η πρωτοχρονιά της 1ης Ιανουαρίου έχει ρωμαϊκή προέλευση και ήρθε στην ορθόδοξη Ανατολή αργότερα.