Ο άγιος Συμεών ο Στυλίτης καταγόταν από ένα χωριό που ονομαζόταν Σισάν και βρισκόταν ανάμεσα στη Συρία και την Κιλικία. Έζησε τον 5ο μ.Χ. αιώνα, επί αυτοκράτορος Μεγάλου Λέοντος και Πατριάρχη Αντιοχείας του Μαρτυρίου. Αγάπησε την προσευχή και την άσκηση από τη νεαρή του ηλικία και με τη βοήθεια των πνευματικών του διδασκάλων έφθασε στα υψηλότερα μέτρα της πνευματικής ζωής.
Αφού έζησε στην αρχή την κοινοβιακή ζωή, στη συνέχεια πήγε σε ησυχαστικά μέρη και εγκαταστάθηκε σε έναν άνυδρο λάκκο και εκεί ησύχαζε, δηλαδή ζούσε με άσκηση και προσευχή. Κατόπιν εγκαταστάθηκε σε ένα μοναχικό κελί και στη συνέχεια, επειδή απέκτησε μεγάλη φήμη και πήγαιναν πολλοί να τον δουν, με αποτέλεσμα να μη βρίσκει ησυχία, έπηξε στη γη ένα ψηλό στύλο, με ύψος τριάντα έξι πήχεις, όπου έμενε όρθιος ημέρα και νύχτα.
Κάτω από τον στύλο του Οσίου συνέρρεαν πλήθη ανθρώπων για να τον δουν και να ακούσουν τον θεόπνευστο παρηγορητικό του λόγο και πολλοί αλλόθρησκοι βαπτίζονταν.
Από την πρόσκαιρη αυτή ζωή αναχώρησε σε ηλικία εβδομήντα ετών. Σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα έφθασε σε τόσο μεγάλα ύψη αρετής, ώστε οδήγησε χιλιάδες λαού στη θεογνωσία, ευεργέτησε και συνεχίζει να ευεργετεί την Εκκλησία του Χριστού με τις πρεσβείες του και το πλήθος των θαυμάτων που επιτελεί.
Μετά την κοίμηση του οσίου Συμεών, ο επίσκοπος Αντιοχείας Μαρτύριος (459-468), συνοδευόμενος από πολλούς κληρικούς, τοποθέτησε το πάνσεπτο και πολύαθλο σώμα του αγίου σε άμαξα και το μετέφερε στην Αντιόχεια, συνοδευόμενο από αναρίθμητα πλήθη πιστών με λαμπάδες και θυμιάματα.
Την πομπή φρουρούσε ο στρατηλάτης της Ανατολής Αρταβούριος με εξακόσιους στρατιώτες, για να μην αρπάξουν το λείψανο από ευλάβεια οι γύρω ντόπιοι χριστιανοί. Στην Αντιόχεια το υποδέχθηκε με τιμές ολόκληρη η πόλη και εναπετέθη προσωρινά την 1η ή την 25η Σεπτεμβρίου 459 στον ναό του Αγίου Κασσιανού, μέχρι που κτίστηκε ο δικός του ναός.
Ο αυτοκράτορας Λέων Μακέλλης (457-474) θέλησε να το μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη, εμποδίστηκε όμως αρχικά από τις παρακλήσεις των Αντιοχέων, που ήθελαν τον άγιο ως οχύρωμα της πόλεώς τους. Τελικά το 467 ο αυτοκράτορας μετεκόμισε τα άγια λείψανα στη Βασιλεύουσα και τα κατέθεσε κοντά στον στύλο του Αγίου Δανιήλ του Στυλίτη στην περιοχή του Ανάπλου, όπου ανηγέρθη μετά ναός του οσίου Συμεών. Αμέσως άρχισαν να γίνονται ιάσεις και θαύματα.
Φαίνεται όμως ότι τμήμα των λειψάνων παρέμεινε στην Αντιόχεια, το οποίο είδε εκεί ο Ευάγριος ο Σχολαστικός γύρω στο 590. Τμήματα των λειψάνων μεταφέρθηκαν στη Δύση, όπως τεμάχιο της κάρας μετά τη σύνοδο Φεράρας – Φλωρεντίας (1438-1439) στη Μονή των Calmadolli στο Arezzo της Ιταλίας‚ όπου σώζεται σήμερα σε βυζαντινή λειψανοθήκη, ενώ στον ναό του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων στη Βενετία φυλάσσεται δάκτυλό του.
Φυσικά, άγια λείψανά του παρέμειναν στον ελλαδικό χώρο και σήμερα σώζονται σε μονές του Αγίου Όρους, στη Μονή Δομιανιτίσσης Ευρυτανίας, στη Μονή Αγάθωνος Φθιώτιδας κ.α. Τμήμα από το δεξί χέρι του αγίου φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως Μουτσιάλης Βεροίας, μέσα σε ασημένια θήκη. Λόγω του ιερού λειψάνου του, ο άγιος είναι πολύ δημοφιλής μεταξύ των κατοίκων της περιοχής Βεροίας.
Το χέρι του αγίου Συμεών εκπέμπει θαυμάσια ευωδία και θεωρείται ιδιαίτερα θαυματουργό, μάλιστα για τα κοπάδια και τα μαντριά, λόγω του ότι ο άγιος ήταν και ο ίδιος βοσκός. Μάλιστα, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο ο ηγούμενος της Μονής το μεταφέρει στα χωριά προς αγιασμό και προστασία των πιστών και διαφύλαξη των ποιμνίων.