Ό όσιος Σιλουανός ο Άθωνίτης (Σιλουανός, εκ του λατινικού silva προερχόμενο το όνομα, δασώδης ερμηνεύεται, όθεν και με παρόμοιας εννοίας ερμηνεύεται ο νέος ούτος της Εκκλησίας δρυμός αρετών πολυειδών και πολυτρόπως βλαστανόντων χαρισμάτων) είναι από τους τελευταίους καρπούς που πρόσφερε ο ιερός Άθωνας προς την Οικουμένη.
Γεννήθηκε το 1866 από ευσεβείς, μεγάλης αρετής, γονείς στο χωριό Σόβσκ του Ταμπώφ, στην Ρωσία. Στο άγιο Βάπτισμα έλαβε το όνομα Συμεών. Σιλουανός ονομάστηκε κατά τη μοναχική του αφιέρωση, το 1896, στο Μοναστήρι του αγίου Μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος, το επιλεγόμενο Ρωσικό, στο Άγιο Όρος, όπου και διέμεινε όλη την υπόλοιπη επίγεια ζωή του, μέχρι τις 11/24 Σεπτεμβρίου του έτους 1938, ημέρα Σαββάτου. Μετά από πενήντα χρόνια, ο οικουμενικός πατριάρχης Δημήτριος, με Συνοδική πράξη της 26ης Νοεμβρίου 1987, τον συναρίθμησε επισήμως με τους λοιπούς οσίους και αγίους της Ορθοδοξίας και καθιέρωσε την επ’ εκκλησίας μνήμη του στις 24 Σεπτεμβρίου, ημέρα της κοιμήσεώς του.
Η ζωή του οσίου καθώς και τα θεόπνευστα λόγιά του παραδόθηκαν, από το έτος 1948, στους πιστούς, από τον επιστήθιο μαθητή του και εν οσίοις πατέρα Σωφρόνιο (+ 1993), κτίτορα της Μονής του Τιμίου Προδρόμου στο Έσσεξ της Αγγλίας. Έκτοτε έγιναν επανειλημμένες εκδόσεις στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες και ο όσιος Σιλουανός καθίσταται οικουμενικός διδάσκαλος της εν Αγίω Πνεύματι ορθοδόξου ζωής.
Η επίγεια ζωή του φαινομενικά μπορεί να χαρακτηριστεί απλοϊκή. Στον κόσμο έζησε όπως οι περισσότεροι συνομήλικοί του. Στο Μοναστήρι πέρασε σαράντα δύο χρόνια, με την καθημερινότητα στο διακόνημα, τις εκκλησιαστικές ακολουθίες και τη ζωή στο κελί, όπως όλοι οι αγιορείτες μοναχοί. Είχε όμως κρυφή εργασία, φιλόπονη και αιματηρή, που δεν φαίνεται αφού ενεργείται στο βάθος της καρδίας. Αυτός, ο εν τω κρύπτω αγώνας της μετανοίας, της ταπεινώσεως και της θεογνωσίας, του απέδωσε καρπούς πολλούς και θησαυρούς που δεν είναι εύκολο ούτε να κλαπούν ούτε να διαφθαρούν (πρβλ. Ματ. 6, 19-21). Σε νεαρή ηλικία άκουσε τη φωνή της Θεοτόκου και όταν ήταν ακόμα δόκιμος είδε τον ζώντα Χριστό. Το φως της θεογνωσίας συντρόφευε πάντα την προσευχή του.
Μετά την ανακομιδή των τιμίων λειψάνων του, στο μέτωπο του ιερού του κρανίου εγράφη με κιννάβαρι στα ρωσικά «Γέρων Σιλουανός, Μεγαλόσχημος μοναχός» και τοποθετήθηκε μαζί με τις κάρες των άλλων πατέρων, στο οστεοφυλάκιο της Μονής του Αγίου Παντελεήμονος. Από τα υπόλοιπα λείψανα κάποια μέρη πήρε και ο πατήρ Σωφρόνιος. Τα άλλα ανακατεύτηκαν με τους λοιπούς πατέρες, κατά την αγιορείτικη συνήθεια.
Περί το 1970 παρουσιάστηκαν στην τίμια κάρα ρανίδες μύρου, γεγονός που παρατηρήθηκε από πολλούς και έκανε τον ηγούμενο να την μεταφέρει, αφού την τοποθέτησε σε ξύλινη θήκη, στον ναό της Αγίας Σκέπης, μέσα στο μοναστήρι, δίπλα στα άμφια του αγίου Ιωάννου της Κρονστάνδης. Έκτοτε η αγία κάρα αποπνέει μία ιδιαίτερη ευωδία, καρπό του Αγίου Πνεύματος.
Τελευταία τοποθετήθηκε στην παλαιά λειψανοθήκη του Αγίου Παντελεήμονος και προσκυνείται μαζί με τα άλλα άγια λείψανα της Μονής. Αργότερα, με πρωτοβουλία του μακαριστού πλέον καθηγητή ιατρού Γιώργου Παπαζάχου και δαπάναις πνευματικών τέκνων του πατρός Σωφρονίου, τοποθετήθηκε η αγία κάρα σε νέα ασημένια λειψανοθήκη. Αλλά και αυτή η λειψανοθήκη περικλείσθηκε σε άλλη, πιο πλούσια και πιο περίτεχνα διακοσμημένη.
Πολλά είναι τα θαύματα που διενήργησε και εν ζωή και μετά θάνατον ο όσιος Σιλουανός. Αλλά το μεγαλύτερο θαύμα είναι ότι τα γραπτά του και ο βίος του οδήγησαν και οδηγούν πολλούς στην όντως γνήσια πνευματική ζωή. Και βέβαια εκείνο πού διδάσκει είναι αυτό που ο ίδιος διά βίου έζησε. Τον κρυφό αγώνα της καρδιάς, για την απόκτηση του Αγίου Πνεύματος και την αληθινή θεογνωσία. Σ’ αυτόν τον πνευματικό αγώνα καλεί τον άνθρωπο ο όσιος Σιλουανός.