Διάβαζα κάποτε έναν που έγραφε περί της ζωής του ανθρώπου και του θανάτου ως εξής:
«Ο άνθρωπος όταν γεννιέται βρίσκεται μπροστά σε έναν δρόμο ο οποίος είναι γεμάτος από κεράκια αναμμένα. Κάθε μέρα παίρνει και ένα κερί και μειώνονται ως είναι φυσικό τα κεριά».
Πού ξέρεις άνθρωπε τώρα αν ήταν το τελευταίο κερί που πήρες εσύ σήμερα το πρωί και δεν υπάρχει άλλο; Πού ξέρεις αν το κρεβάτι σου το αναπαυτικό γίνει νεκροκρέβατό σου; Ποιος είναι αυτός που θα σου το πει;
Ένας αδελφός πήγε να πληρώσει στην τράπεζα ένα γραμμάτιο και του λέει ο υπάλληλος: «Να έρθεις τη Δευτέρα». «Καλά! -του λέει ο άλλος- Πρώτα ο Θεός, θα έρθω τη Δευτέρα». «Πρώτα ο άνθρωπος. -του λέει αυτός- Όχι ο Θεός!». Και έγινε μία συζήτηση και κοίταξε να τον πείσει, αλλά «πρώτα ο άνθρωπος, όχι ο Θεός». Δηλαδή εγώ πρώτα, εγώ θα κανονίσω πότε θα πεθάνω, εγώ θα κανονίσω αν ζήσω, τι μου λες «πρώτα ο Θεός»;
Τέλος πάντων έφυγε, γιατί είδε ότι δεν έβγαινε τίποτε από τη συζήτηση εκείνη την ώρα. Αποτέλεσμα ο κύριος αυτός, που έλεγε «πρώτα ο άνθρωπος», την άλλη μέρα το πρωί είχαν συνεννοηθεί με τη σύζυγό του να κάνουν μία επίσκεψη και της είπε: «Δεν ετοιμάσθηκες ακόμη;». Και κάθισε στο χολ διαβάζοντας εφημερίδα. «Καλά θα ετοιμαστώ γρήγορα», του απαντά εκείνη. Όπως κάθισε εκεί σε λίγο είχε πάρει ρόγχο. Ο ρόγχος αυτός νόμισε η γυναίκα του ότι ήταν του ύπνου και είπε μονολογώντας, ενώ χτενιζόταν στον καθρέφτη: «Ακόμη δεν κάθισες και αποκοιμήθηκες και βιάζεσαι και από πάνω;».
Το αποτέλεσμα ήταν ότι αυτός πέθανε κάτω από την εφημερίδα. Και την άλλη Δευτέρα δεν βρήκε αυτόν, αλλά βρήκε την αφίσα ότι κηδεύεται. Αυτός είναι ο άνθρωπος.
† Δημήτριος Παναγόπουλος (ιεροκήρυκας)