Συνήθως τήν Πρωτοχρονιά ἀπορροφοῦν τήν προσοχή μας οἱ πανηγυρισμοί γιά τήν ἀλλαγή τοῦ χρόνου, ἕνα γεγονός χωρίς ἰδιαίτερο πνευματικό νόημα, ἀφοῦ ἐκκλησιαστικά ἡ ἀρχή τοῦ ἔτους γιορτάζεται τήν 1η Σεπτεμβρίου, ἤ, στήν καλύτερη περίπτωση, στρέφουμε τή σκέψη μας στήν ὄντως μεγάλη μορφή τοῦ οὐρανοφάντορα ἁγίου ἐπισκόπου Καισαρείας Βασιλείου τοῦ Μεγάλου. Λησμονοῦμε ὅμως οἱ περισσότεροι τή μεγαλύτερη γιορτή τῆς μέρας, πού εἶναι μάλιστα καί δεσποτική γιορτή, τήν περιτομή τοῦ Δεσπότου Κυρίου μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἄναρχου καί ὑπέρχρονου Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔπλασε, συντηρεῖ καί ἁγιάζει τά σύμπαντα.
Ἡ γιορτή τῆς περιτομῆς πιστοποιεῖ τήν ἀνθρώπινη φύση πού γιά τή σωτηρία μας προσέλαβε ὁ Θεός. «Συγκαταβαίνων ὁ Σωτήρ τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων… οὐκ ἐβδελύξατο σαρκός τήν περιτομήν», διακηρύττει ὁ ἐκκλησιαστικός ὕμνος. ᾿Επίσης ὅμως, ἡ περιτομή στοιχειοθετεῖ ἕνα κύριο γνώρισμα τῆς ταυτότητας τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἡ συνέχεια θά δείξει.
Ἡ περιτομή, ὅπως καί ὅλα τά γεγονότα πού συνδέονται μέ τό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας, ἔχει προϊστορία. Τή μελετοῦμε στήν Παλαιά Διαθήκη. Πολύ παλιά, πρίν ἀκόμη ἀνακαλύψει τά μέταλλα ὁ πολιτισμός, οἱ ἄνθρωποι ἔκαναν περιτομή μέ πέτρινα μαχαίρια (Ἔξ 4, 25· Ἰησ. 5, 2-3). Γιά τόν ᾿Ισραήλ, τόν ἐκλεκτό κι ἀγαπημένο λαό τοῦ Θεοῦ, ἡ περιτομή εἶχε κοινωνική ἀλλά καί θρησκευτική σημασία. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἀπαιτώντας την ἀπό τόν πατριάρχη Ἀβραάμ τήν ὀνομάζει «σημεῖον διαθήκης ἀνά μέσον ἐμοῦ καί ὑμῶν» (Γεν. 17, 11). Τήν προσδιορίζει, δηλαδή, ὡς γνώρισμα τῆς ἀδιάρρηκτης συμφωνίας, τοῦ πνευματικοῦ γάμου τόν ὁποῖο συνάπτει ὁ Γιαχβέ μέ τόν λαό του.
Κανείς ἀπερίτμητος δέν μποροῦσε νά γιορτάσει τό Πάσχα, τή γιορτή πού ἀπαθανάτιζε τήν ἐκλογή καί σωτηρία πού χάρισε στόν ᾿Ισραήλ ὁ Γιαχβέ (Ἔξ. 12, 44-48). ῾Η περιτομή ἦταν δείκτης τῆς ἰδιοκτησίας τοῦ Γιαχβέ πάνω στόν περιτμημένο ἀλλά καί σημάδι τῆς ἑνότητας τῶν πιστῶν του σέ μία κοινωνία, σ’ ἕνα λαό, τόν δικό του. Δέν ἦταν μία ἐθιμοτυπική, ἔστω ἁπλή θρησκευτική πράξη. Ἦταν πρωτίστως ὑπόθεση καρδιᾶς, δήλωση τῆς πίστης καί ἐκδήλωση τῆς ὑπακοῆς τοῦ πιστοῦ. Γι’ αὐτό ὁ Θεός ζητᾶ τήν «περιτομή» τῆς καρδιᾶς (Ἰερ. 4, 4), τήν ἀπαλλαγή της ἀπό τή σκληρότητα. Κι ἐπειδή γνωρίζει ὁ Παντογνώστης ὅτι αὐτό δέν εἶναι εὔκολο γιά τόν ἄνθρωπο, παρηγορεῖ ἤδη ἀπό τήν παλαιοδιαθηκική ἐποχή τόν λαό του· ῾Ο ἴδιος ὁ Θεός θά καθαρίσει τίς καρδιές τῶν πιστῶν του καί τῶν ἀπογόνων τους, γιά νά μποροῦν ν᾿ ἀγαποῦν τόν Κύριο «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας» (Δευ. 30, 6).
Μετά ἀπό ὅλη αὐτή τήν προϊστορία εἶναι πράγματι συγκλονιστικά καταπληκτικό τό γεγονός ὅτι καί αὐτός ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού ὡς ἄνθρωπος προῆλθε ἀπό τή γενιά τοῦ Ἀβραάμ, ὑποτάσσεται στή διάταξη τῆς περιτομῆς. Βρέφος ὀκταήμερο δέχεται στό ἄχραντο σῶμα του τήν περιτομή (Λουκ. 2, 21), γιά νά ἀπαλλάξει ἀπό τήν ταλαιπωρία της ὅλους ἐμᾶς, πού μέ τό ἅγιο Βάπτισμα πολιτογραφόμαστε στή βασιλεία του καί ἀποτελοῦμε τόν νέο ᾿Ισραήλ, τήν ᾿Εκκλησία του.
«Ὀδύνη καί ἕλκος (πληγή)» ἦταν τά γνωρίσματα τῆς παλιᾶς περιτομῆς, λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, ἐνῶ τοῦ Βαπτίσματος ἡ προσφορά εἶναι «δρόσος ψυχῆς καί ἴαμα (θεραπεία)» τοῦ ἕλκους τῆς καρδιᾶς. Καί γίνεται ἡ περιτομή τοῦ Χριστοῦ στοιχεῖο τῆς ταυτότητας τοῦ χριστιανοῦ. Καθώς ἐντάσσεται στήν Ἐκκλησία ὁ πιστός μέ τό μυστήριο τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, πού εἶναι ἡ «ἀχειροποίητη περιτομή» (Κολ. 2, 11), πετᾶ ἀπό πάνω του «τό σῶμα τῶν ἁμαρτιῶν τῆς σαρκός», κάθε ἐπήρεια τοῦ πονηροῦ καί κάθε ἀπαίτηση τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος. ᾿Ενστερνίζεται τό φρόνημα τοῦ σταυροῦ, γιά νά ζήσει στό ἑξῆς καί γιά πάντα μέ τόν Χριστό.
Σ’ αὐτή τήν ἐν Χριστῷ ζωή ἔρχεται νά στηρίξει καί χειραγωγήσει τόν πιστό ἕνα δεύτερο θεόσδοτο «σημεῖον», πού εἶναι ἐπίσης στοιχεῖο τῆς χριστιανικῆς ταυτότητας, ἡ ἀργία τῆς ἕβδομης ἡμέρας. ῎Εχει κι αὐτή τήν προϊστορία της στήν Παλαιά Διαθήκη. Μόλις ὁλοκλήρωσε τή δημιουργία τοῦ κόσμου ὁ Θεός «κατέπαυσε ἀπό πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ ὧν ἐποίησε» (Γεν. 2, 2). Σταμάτησε τό δημιουργικό του ἔργο καί ἄρχισε τή σχέση κοινωνίας μέ τά πλάσματά του. Γι’ αὐτό τήν ἡμέρα ἐκείνη τήν εὐλόγησε καί τήν ἁγίασε, τήν ξεχώρισε ἀπό τίς ἄλλες ἡμέρες καί τήν καθιέρωσε ὡς ἡμέρα λατρείας του (Ἐξ. 20, 8-10). «Ὁρᾶτε, καί τά σάββατά μου φυλάξεσθε· σημεῖόν ἐστι παρ’ ἐμοί καί ἐν ἐμοί εἰς τάς γενεάς ὑμῶν, ἵνα γνῶτε ὅτι ἐγώ Κύριος ὁ ἁγιάζων ὑμᾶς» (Ἐξ 31, 13) παραγγέλλει ὁ Γιαχβέ. Τό Σάββατο, λέει, θά εἶναι τό σημάδι ὅτι ἐγώ εἶμαι ὁ Κύριος πού σᾶς ἁγιάζει, μπαίνει στή ζωή σας καί γίνεται δικός σας.
Ἡ περιτομή καί ἡ τήρηση τοῦ Σαββάτου εἶναι δύο αἰσθητά στοιχεῖα. Τό πρῶτο δείχνει ὅτι ὁ περιτμημένος ἀνήκει στόν Θεό, εἶναι δικός του· τό δεύτερο ὅτι ὁ Θεός ἀνήκει στόν πιστό, εἶναι δικός του.
Στήν καινή κτίση, τήν Ἐκκλησία, μετά ἀπό τό ριζοσπαστικό κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἡ περιτομή γίνεται πνευματική. Εἶναι ἡ μυστική μετοχή τοῦ πιστοῦ στόν σταυρό τοῦ Κυρίου μέ τήν ἀποκοπή τῶν παθῶν καί τήν ἀγάπη πρός τούς ἀδελφούς. Πρίν ἀπ’ αὐτό ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός καταργεῖ τό ἑβραϊκό Σάββατο καί μεταφέρει τόν ἁγιασμό στή «μία τῶν σαββάτων», τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδας, τήν Κυριακή. Τήν ἡμέρα πού ἀναστήθηκε ὁ Χριστός κι ἀνέστησε τήν ἀνθρώπινη φύση μας, τήν ἁγίασε καί τήν εὐλόγησε. Τήν ἀνέδειξε ἕνα καινούργιο Σάββατο, πού ἀντικατέστησε τό παλιό καί πῆρε ὅλα τά γνωρίσματά του, ἐνῶ ἐπιπλέον ἀπέκτησε καινούργιες χάρες.
Τό παλιό Σάββατο ἀπαιτοῦσε θυσίες καί προσφορές στόν Θεό· τό καινούργιο μᾶς προσφέρει τή θυσία τοῦ Κυρίου καί μᾶς τρέφει μ’ αὐτήν. Πολύ πρίν καθιερώσει ἡ πολιτεία τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς, καθιερώθηκε καί θεσπίσθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο ὁ ἁγιασμός της. Ἡ ἐπίσκεψη τῆς Κυριακῆς κάθε ἑβδομάδα μέσα στόν ἡμερολογιακό μας χρόνο εἶναι ἐπίσκεψη τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Μᾶς πλησιάζει ὁ Κύριος τήν Κυριακή. Σπάει τούς γήινους φραγμούς κι ἀνοίγει γιά μᾶς τό δρόμο πρός τόν οὐρανό, τόν δρόμο πού μᾶς φέρνει στή συντροφιά του.
Κι ἐνῶ φαίνεται ὅτι ζητᾶ ἀπό μᾶς ὁ Θεός νά τοῦ δώσουμε μία ἡμέρα ἀφιερωμένη στή λατρεία του, στήν πραγματικότητα μᾶς δίνει τήν ἡμέρα τή σημαδεμένη μέ τ’ ὄνομά του. Γιά ἐκείνους πού ἐπάξια τήν τιμοῦν καί πνευματικά τήν ἀξιοποιοῦν, ἡ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς γίνεται τό σημάδι πού τούς «σημειώνει» ὡς «σημεῖον Χριστοῦ» μέσα στόν κόσμο, ὡς ζύμη ἅγια μέσα στήν ἄγρια κοινωνία μας.
Ἁγιασμός τῆς Κυριακῆς καί καθημερινή προσπάθεια γιά τήν κατάργηση τῆς δυναστείας τῶν παθῶν μέσα μας εἶναι δύο ἀνεξίτηλα «σημεῖα» τοῦ Κυρίου πάνω στήν κάθε ψυχή πού ἐξαγόρασε μέ τή λυτρωτική θυσία του. Εἶναι δύο ἀλληλένδετα στοιχεῖα τῆς ταυτότητας τοῦ χριστιανοῦ, γνωρίσματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς του, ἀλλά καί δύο ἀδιάψευστες ἀποδείξεις ὅτι ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μόνη δύναμη πού μπορεῖ νά ἀλλάξει τόν κόσμο μας καί νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τή φθορά.
Ἁγιασμένοι μέ τίς θεόσδοτες εὐλογίες τῆς Κυριακῆς καί μάλιστα μέ τήν ὑψηλότερη ἀπ’ αὐτές, τή μέθεξή μας στό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου μέ τή θεία Μετάληψη, μπαίνουμε στόν ἀγώνα τῆς ἑβδομάδας. Καί πάλι, ἁγνισμένοι μέ τόν καθημερινό ἀγώνα γιά τήν περιτομή τῶν παθῶν μας, φτάνουμε στήν ἑπόμενη Κυριακή, ὅπου ἀνανεώνουμε τόν ἁγιασμό. ῎Ετσι ἁγιάζεται ὅλη ἡ ἑβδομάδα, γίνεται ἅγιος ὅλος ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας. Γινόμαστε ἅγιοι, δηλαδή τοῦ Θεοῦ, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι.
Στέργιος Ν. Σάκκος