Ὁ ἅγιος νεομάρτυς Γεώργιος, ὁ πολιοῦχος τῶν Ἰωαννίνων, καταγόταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῶν Γρεβενῶν, τὸ ὁποῖο ὀνομαζόταν Τζούρχλη, σήμερα Ἅγιος Γεώργιος.
Ἦταν φτωχὸς καὶ ἀγράμματος ἄνθρωπος. Σὲ ἡλικία ὀκτὼ ἐτῶν ἔμενε ὀρφανός καὶ ἀπὸ τοὺς δύο γονεῖς του. Ὅταν μεγάλωσε ἐργαζόταν ὡς ἱπποκόμος σὲ κάποιον τοῦρκο ἀγᾶ. Οἱ Τοῦρκοι, ὅπως συνήθιζαν, δὲν τὸν ἀποκαλοῦσαν μὲ τὸ ὄνομά του ἀλλὰ Γκιαοὺρ Χασᾶν.
Τὸ ἔτος 1836 ὁ ἀγᾶς, τὸν ὁποῖο ὑπηρετοῦσε ὁ ἅγιος, ἐγκαταστάθηκε γιὰ ὑπηρεσιακοὺς λόγους στὰ Ἰωάννινα. Ἐκεῖ στὰ Ἰωάννινα ὁ ἅγιος ἀρραβωνιάστηκε μὲ μία νέα ὀνόματι Ἑλένη, ὀρφανὴ καὶ αὐτὴ ἀπὸ γονεῖς, πτωχὴ ὑλικὰ ἀλλὰ πλούσια ψυχικά. Κάποιος Χότζας, ὁ ὁποῖος γνώριζε τὸν Ἅγιο καὶ ἄκουγε νὰ τὸν φωνάζουν Γκιαοὺρ Χασᾶν, παραξενεύτηκε ποὺ ἀρραβωνιάστηκε Χριστιανὴ καὶ τὸν κατηγόρησε στὸ δικαστήριο πὼς ἐνῶ εἶναι μουσουλμάνος παντρεύεται Χριστιανή. Μπροστὰ στὸ δικαστήριο ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε πὼς εἶναι Χριστιανός. Ὁ δικαστὴς δὲν πείστηκε καὶ τὸν ἔστειλε στὸν βεζύρη, ὅπου ἀνακρινόμενος ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε ξανὰ τὴ χριστιανική του πίστη. Ὁ βεζύρης μάλιστα κάλεσε καὶ τὸν ἀφέντη τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος ἐπιβεβαίωσε τὴ χριστιανική του ἰδιότητα, πράγμα τὸ ὁποῖο καταγράφηκε στὸν κώδικα τοῦ δικαστῆ, πὼς εἶναι Χριστιανός. Μετὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔκανε τὸν γάμο του μὲ τὴν Ἑλένη.
Στὸ μεταξὺ ὁ ἀφέντης του μετατέθηκε στὴν Προῦσα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅπου ἀρχικὰ τὸν ἀκολούθησε, ἀργότερα ὅμως ἐπέστρεψε στὰ Ἰωάννινα. Προσκολλήθηκε σὲ κάποιον ἀγᾶ, πάλι, ὡς ἱπποκόμος. Ὅταν ἔφυγε καὶ αὐτὸς, ὁ Ἅγιος δὲν τὸν ἀκολούθησε ἀλλὰ παρέμεινε μὲ τὴν οἰκογένειά του, διότι στὸ μεταξὺ ἡ σύζυγός του γέννησε γιὸ τὸν ὁποῖο βάπτισαν μὲ τὸ ὄνομα Ἰωάννη.
Κάποια μέρα ὁ Ἅγιος πηγαίνοντας στὴν ἀγορὰ γιὰ ἀναζήτηση ἐργασίας συνάντησε ἐκεῖνον τὸν Χότζα ποὺ τὸν εἶχε κατηγορήσει. Μόλις τὸν εἶδε ἐκεῖνος ἀμέσως τὸν ἅρπαξε καὶ τοῦ λέει: «Μέχρι πότε θὰ παίζεις μὲ τὴν πίστη; Ἢ Τοῦρκος ἢ Χριστιανὸς;». Ὁ Ἅγιος τοῦ ζητοῦσε νὰ τὸν ἀφήσει, ἔτυχε μάλιστα νὰ περνᾶ ἐκείνη τὴν ὥρα ὁ κουνιάδος του, ὁ ὁποῖος προσπαθοῦσε νὰ τὸν βγάλει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Χότζα. Ἐξαιτίας τῆς φασαρίας στὸ μεταξὺ μαζεύτηκαν καὶ ἄλλοι Τοῦρκοι καὶ Ρωμιοί. Ἀπέναντι ἀκριβῶς ἦταν τὸ σπίτι τοῦ πασᾶ, ὁ ὁποῖος βλέποντας τὴ φασαρία ἔστειλε ἀνθρώπους του καὶ τοὺς ἔφεραν μπροστά του. Ὁ Χότζας κατηγόρησε τὸν Ἅγιο πώς, ἐνῶ ἦταν Τοῦρκος, τώρα ἔγινε Χριστιανός. Στὴ σχετικὴ ἐρώτηση τοῦ πασᾶ ὁ Ἅγιος ἀπάντησε μὲ πολὺ θάρρος: «Χριστιανὸς γεννήθηκα καὶ Χριστιανὸς θὰ πεθάνω». Ὁ πασᾶς τότε τὸν ἔστειλε στὸν δικαστή.
Ὁ δικαστὴς μολονότι γνώριζε τὴν ὑπόθεση ρώτησε τὸν Ἅγιο:
-Χριστιανὸς εἶσαι ἐσὺ;
Στὴν καταφατικὴ ἀπάντηση τοῦ Ἅγίου τοῦ λέει πάλι:
-Κάποτε ἤσουν Χριστιανὸς ἀλλὰ τώρα εἶσαι Τοῦρκος.
-Ὄχι, ὄχι, τοῦ ἀπάντησε ὁ Ἅγιος, Χριστιανὸς εἶμαι καθὼς κι ἐσὺ τὸ ξέρεις καὶ εἶναι περασμένο καὶ στὰ χαρτιά σου.
-Ναί, τοῦ λέει ὁ δικαστής, ἀλλὰ τότε ἦταν ἕνας ὁ μάρτυρας, τώρα ὅμως μαρτυροῦν πολλοὶ πὼς εἶσαι Τοῦρκος. Σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τους, ἕνα ἀπὸ τὰ δύο πρέπει νὰ κάνεις, ἢ νὰ γίνεις Τοῦρκος ἢ νὰ θανατωθεῖς.
-Κάνε ὅ,τι θέλεις, ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου.
Τότε, ἀφοῦ τὸν ἤλεγξαν ἂν τοῦ εἶχαν κάνει περιτομὴ καὶ δὲν βρῆκαν τίποτε, τὸν ὁδήγησαν στὸν ἀνθύπατο. Μετὰ ἀπὸ νέα ἀνάκριση καὶ ὁμολογία τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή. Ἐκεῖ βρίσκονταν δύο Χριστιανοὶ ἀπὸ τὴ Βούρμπιανη, οἱ ὁποῖοι τὸν ρώτησαν γιὰ τὴν ὑπόθεσή του καὶ, ὅταν ἔμαθαν πὼς ἦταν γιὰ τὴν πίστη, τὸν παρότρυναν νὰ μείνει σταθερὸς καὶ ἂν χρειαστεῖ νὰ μαρτυρήσει ἀκόμη.
Τὴν ἄλλη μέρα τὸν ὁδήγησαν πάλι στὸν δικαστή, ὁ ὁποῖος μὲ τοὺς παρακαθημένους του τὸν προέτρεπε νὰ ἐξισλαμισθεῖ. Ὁ Ἅγιος ἔμενε σταθερὸς λέγοντας: «Χριστιανὸς εἶμαι καὶ Χριστιανὸς πεθαίνω».
Τὸν ὁδήγησαν τότε πάλι στὴ φυλακή, τὸν ξάπλωσαν, κάτω τοῦ ἔβαλαν τὰ πόδια στὸ τιμωρητικὸ ξύλο καὶ πάνω του τοποθέτησαν μία πλάκα βάρους πενήντα ὀκάδων περίπου. Ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε σὰν νὰ ἦταν σκεπασμένος μὲ πάπλωμα. Τὸ πρωὶ τὸν ρωτοῦσαν οἱ ἄλλοι φυλακισμένοι:
-Πῶς πέρασες τὴ νύχτα, ἀδελφὲ; Εμεῖς φοβηθήκαμε μήπως πεθάνεις ἀπὸ τὸ βάρος τῆς πλάκας.
-Δὲν κατάλαβα τίποτα. -τοὺς ἀπάντησε ὁ Ἅγιος- Μάλιστα εἶδα καὶ ὄνειρο. Ἕνα νέο ἀσπροφορεμένο πού μοῦ εἶπε: «Μὴ φοβᾶσαι, Γεώργιε».
Τὸν ὁδήγησαν καὶ πάλι στὸ δικαστήριο, ὅπου ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε γιὰ τρίτη φορὰ τὸν Χριστό.
-Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ βγάλω ἀπόφαση, τοῦ λέει ὁ δικαστής, νὰ καταδικαστεῖς.
Χωρὶς νὰ φοβηθεῖ ὁ Ἅγιος, μὲ πολὺ θάρρος τοῦ ἀπάντησε:
-Κάνε ὅ,τι θέλεις. Δὲν φοβοῦμαι τίποτε. Ὄχι μία ἀπόφαση, μὰ ἑκατὸ νὰ βγάλεις.
Βλέποντας τὴ γενναιότητά του ὁ δικαστὴς γιὰ μία στιγμὴ σκέφτηκε νὰ τὸν ἐλευθερώσει, ὅμως ὁ τουρκικὸς ὄχλος φώναζε νὰ θανατωθεῖ ὡς ὑβριστὴς τοῦ Ἰσλάμ. Ἔτσι ἐκδόθηκε καταδικαστικὴ ἀπόφαση. Τὴν ὥρα ἐκείνη, λένε, μία μεγάλη ἀστραπὴ ἔσκισε τὸν οὐρανό, συνοδευόμενη ἀπὸ ἕνα τρομερὸ κρότο, ἐνῶ συγχρόνως ἔγινε ἀναβρασμὸς στὴ λίμνη ὥστε οἱ ἄνθρωποι φοβήθηκαν.
Οἱ Μητροπολίτες Ἰωαννίνων, Ἄρτης καὶ Γρεβενῶν προσπάθησαν μὲ τὴν παρέμβασή τους νὰ τὸν ἐλευθερώσουν ἀλλὰ δὲν κατάφεραν τίποτα.
Μέχρι νὰ γίνει ἡ ἐκτέλεση ἔκλεισαν τὸν Γεώργιο στὴ φυλακή, ὅπου δὲν σταμάτησαν νὰ τὸν ἐνοχλοῦν οἱ Τοῦρκοι μὲ διαφόρους ἀπεσταλμένους τους νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ οἱ Χριστιανοὶ φυλακισμένοι τὸν στήριζαν καὶ τὸν παρακινοῦσαν νὰ μείνει σταθερὸς στὴν πίστη, ὥστε ὑπομένοντας λίγο πόνο νὰ βρεθεῖ κοντὰ στὸν Χριστό.
Τὴν ἄλλη μέρα, ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, οἱ δήμιοι τὸν ὁδήγησαν στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης. Ὁ Ἅγιος δόξασε τὸν Θεὸ καὶ χάρηκε ποὺ τὸν ἀξίωνε νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸ ὄνομά Του. Ἦταν θαυμαστὸ νὰ τὸν βλέπει κανένας πὼς ἔτρεχε, μὲ πόση χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση, σὰν νὰ μὴν πατοῦσε στὴ γῆ, λὲς καὶ πετοῦσε στὸν ἀέρα. Τὸ πρόσωπό του κυριολεκτικὰ ἄστραφτε ἀπὸ χαρά. Ὅταν ἔφθασαν στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης, στὴν πύλη τοῦ φρουρίου, ὁμολόγησε γιὰ τελευταία φορὰ: «Χριστιανὸς εἶμαι. Προσκυνῶ τὸν Χριστό μου καὶ τὴ Δέσποινά μου Θεοτόκο».
Παρακάλεσε τοὺς δημίους νὰ τοῦ λύσουν τὰ χέρια, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ φώναξε πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς: «Συγχωρέστε με, ἀδελφοὶ καὶ ὁ Θεὸς νὰ σᾶς συγχωρήσει». Κι ὅπως ἔλεγε αὐτὰ, τὸν ἀπαγχόνισαν. Ἦταν τριάντα ἐτῶν.
Τὸ λείψανό του ἔμεινε τρία μερόνυχτα, κατὰ τὴ συνήθεια, κρεμασμένο. Κάθε νύχτα ἐρχόταν οὐράνιο φῶς καὶ τὸν περιέβαλε. Μετὰ τὶς τρεῖς ἡμέρες, ὕστερα ἀπὸ παράκληση τοῦ συλλόγου τῶν ἱπποκόμων, δόθηκε ἄδεια ταφῆς.
Μετέφεραν τὸ ἅγιο λείψανο στὸν Μητροπολιτικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ὅπου ἦσαν συγκεντρωμένοι οἱ Μητροπολίτες, ὁ κλῆρος καὶ πλῆθος Χριστιανῶν. Ἀφοῦ τὸ ἑτοίμασαν γιὰ τὴν ταφὴ στὸ παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Μαρίνης, ἔψαλαν τὴν ἀκολουθία μὲ δάκρυα συγκίνησης καὶ χαρᾶς. Τὸ ἐνταφίασαν στὴν αὐλή, στὴ βόρεια πλευρὰ τοῦ ναοῦ. Ἀργότερα χτίστηκε παρεκκλήσιο ποὺ περιέβαλε τὸν τάφο. Ἀμέσως ἀκολούθησαν ἄπειρα καὶ καταπληκτικὰ θαύματα. Μαρτύρησε στὶς 17 Ἰανουαρίου 1838 στὰ Ἰωάννινα.
Τὸ ἔτος 1975 ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων, τὰ ὁποῖα εὑρίσκονται στὸν νεόδμητο ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Νεομάρτυρος.