Ο Άγιος Αναστάσιος έζησε τον 7ο αιώνα μ.Χ., στα χρόνια του βασιλιά των Περσών Χοσρόη Β΄ (590 – 628 μ.Χ.) και του αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης Ηρακλείου και ήταν Πέρσης. Γεννήθηκε στο χωριό Ραζήχ της επαρχίας Ρασνουνί και ήταν γιος του μάγου Βαβ και αρχικά ονομαζόταν Μαγουνδάτ.
Όταν το 614 μ.Χ. οι Πέρσες κυρίευσαν τα Ιεροσόλυμα πήραν μαζί τους τον Τίμιο Σταυρό. Λόγω των πολλών θαυμάτων που έγιναν στην Περσία από τον Τίμιο Σταυρό, πολλοί Πέρσες ενδιαφέρθηκαν να γνωρίσουν τη νέα θρησκεία, μεταξύ αυτών και ο Μαγουνδάτ. Γι’ αυτό πήγε στα Ιεροσόλυμα, όπου βαπτίσθηκε και εκάρη μοναχός στη Μονή του στη Μονή του Αγίου Σάββα και μετονομάσθηκε Αναστάσιος.
Επισκέφθηκε εν συνεχεία την Καισαρεία, όπου ο διοικητής Μαρζαβανά πληροφορήθηκε ότι είναι χριστιανός. Επειδή απέτυχε να τον μεταπείσει διέταξε τον βασανισμό του. Μετά από πολλά βασανιστήρια οι ειδωλολάτρες τον αποκεφάλισαν. Το μαρτύριό του έγινε το 628 μ.Χ. με άλλους εβδομήντα χριστιανούς Μάρτυρες.
Η Σύναξη του Αγίου ετελείτο στο Μαρτύριό του, που βρισκόταν εντός του Αγίου Φιλήμονος, στο Στρατήγιο. H δε ανακομιδή των λειψάνων του Οσίου Αναστασίου, εορτάζεται στις 24 Ιανουαρίου.
Σχετικά με τα Λείψανα του Αγίου Αναστασίου επικρατούν τρείς παραδόσεις.
Σύμφωνα με την πρώτη, τα Λείψανα μεταφέρθηκαν στη Ρώμη κατά τη βασιλεία του Ηρακλείου και κατατέθηκαν στην ελληνική Μονή των Τριών Πηγών. Η δεύτερη δέχεται μεταφορά των Λειψάνων στην Κωνσταντινούπολη, επίσης κατά τη βασιλεία του Ηρακλείου, από όπου η Κάρα μεταφέρθηκε στη Ρώμη επί των ημερών του ελληνικής καταγωγής Πάπα Θεοδώρου Α΄ (642 – 649 μ.Χ.). Η τρίτη, τέλος, παράδοση, δέχεται ότι τα Λείψανα μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη ο Ηράκλειος, από όπου το 1204 μ.Χ. τα αφαίρεσε ο Δόγης Ερρίκος Δάνδολος και τα κατέθεσε στον Ναό της Αγίας Τριάδος Βενετίας.
Σήμερα τα φυλασσόμενα στον ρωμαιοκαθολικό Ναό του Αγίου Φραγκίσκου της Αμπέλου Λείψανα, έχουν την μορφή ακέφαλου σώματος, συναρμολογημένου μέσα σε στολή της εποχής.