Θά ἤθελα νά σταθῶ γιά λίγο σέ ἐκείνους τούς δύο ἀνθρώπους πού ἦταν στόν ναό καί ὑποδέχθηκαν τόν Χριστό. Τόν ἅγιο Συμεών, ἄνθρωπο «δίκαιο καί εὐλαβῆ», ὅπως τόν περιγράφει ἡ Ἁγία Γραφή, καί τήν προφήτιδα Ἄννα. Καί οἱ δύο ἦταν περασμένης ἡλικίας, ἀλλά διατηροῦσαν στήν καρδιά τους πολύ ἰσχυρή τήν προσδοκία γιά τήν ἐπερχόμενη λύτρωση, προσμένοντας τήν ἄφθαρτη «παράκληση τοῦ Ἰσραήλ», πού ἦταν ὁ Χριστός (Λουκ. 2, 25). Αὐτό σημαίνει ὅτι ἀναζωπύρωναν μέσα στήν καρδιά τους ἀδιάλειπτά τό προφητικό χάρισμα, ἔχοντας γίνει μέτοχοι τοῦ προφητικοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἱερωσύνη εἶναι ἐπίσης προφητικό χάρισμα, τό ὁποῖο ὀφείλουμε νά ἀνανεώνουμε μέσα μας συνεχῶς, γιά νά τό κρατήσουμε ζωντανό μέχρι τέλους. Καί αὐτό ἐξασφαλίζεται, ἄν πάντοτε διαφυλάττουμε ζέουσα στήν καρδιά μας τήν ἄφθαρτη παράκληση τοῦ Θεοῦ. Καί ὅταν ἡ παρηγοριά αὐτή ἀφθονεῖ στήν καρδιά, μποροῦμε νά παρηγοροῦμε ἄλλους, τόν λαό τοῦ Θεοῦ, πού προσέρχεται σέ μᾶς. Οἱ δύο αὐτοί ἄνθρωποι, ὁ Συμεών καί ἡ Ἄννα, ἀποτελοῦν παραδείγματα ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι μέ προφητικό τρόπο ἔλαβαν μερίδα ἀπό τό βασίλειο ἱεράτευμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ προσδοκία τους ἦταν μεγάλη. Περίμεναν τήν παράκληση τοῦ Ἰσραήλ, ὅπως καί ἐμεῖς ἄλλωστε, ὁ λαός τοῦ Νέου Ἰσραήλ, προσμένουμε τή μεγάλη ἡμέρα τῆς Δευτέρας ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου.
Ὁ Κύριος «ἔκλινε τούς οὐρανούς καί κατέβη», καί ἡ ἐν σαρκί ἔλευσή Του στή γῆ συνιστᾶ συγχρόνως τήν προφητεία γιά τή δεύτερη ἔλευσή Του. Γι’ αὐτό τόν λόγο, ὅσοι ἀγάπησαν τήν ἐν σαρκί ἐπιφάνειά Του ζοῦν μέ ἄσβεστη δίψα γιά τή δεύτερη ἔλευσή Του ἐν τῇ δόξη τοῦ Πατρός Του. Δέν ζοῦν ἁπλῶς μέ ἔντονη προσμονή, ἀλλά τέτοιος εἶναι ὁ πόθος τους νά συναντήσουν τόν Κύριο, πού μᾶλλον σπεύδουν πρός αὐτήν.
Ὅταν ὁ Κύριος ἦλθε, ἀποτέλεσε τό ἀντιλεγόμενο «σημεῖο» τοῦ Θεοῦ γιά ὅλες τίς ἐρχόμενες γενεές, ὅπως λέει τό σημερινό Εὐαγγέλιο (Λουκ. 2, 34). Δηλαδή, δέν χωρεῖ οὐδετερότητα στή στάση μας ἀπέναντί Του. Συνεπῶς, ἄν παραδοθοῦμε σέ Αὐτόν μέ ταπεινή ἀγάπη, θά μᾶς σκεπάσει ἀπλώνοντας πάνω μας τή μεσσιανική Του ἐξουσία. Θά Τόν φέρουμε μέσα μας ψάλλοντας ἐπινίκιο ὕμνο, ὅπως ἔκανε ὁ δίκαιος πρεσβύτης Συμεών. Ἄν ὅμως ἐπιτρέψουμε στά μακρά ἔτη τῆς ζωῆς μας νά ἐξαλείψουν ἀπό τίς καρδιές μας τήν ἐλπίδα μιᾶς τόσο μεγαλειώδους ἀπολυτρώσεως, θά καταλήξουμε σέ τραγικό ναυάγιο. Ἄν ἡ αἰωνιότητα πάψει νά ἀποτελεῖ τήν ἀποκλειστική καί μοναδική ἔμπνευσή μας, μέ τή βοήθεια τῆς ὁποίας ἡ ἐπίγεια ὕπαρξή μας πραγματώνεται ἐπάξια, θά συμμορφωθοῦμε ἀναπόφευκτα μέ τή θλιβερή πραγματικότητα τοῦ πεπτωκότος κόσμου πού μᾶς περιβάλλει. Σέ αὐτό ἔγκειται φυσικά καί ἡ τραγωδία τῆς ἀνθρωπότητας.
Ὁ Κύριός μας ἐμπιστεύθηκε ἱερή παρακαταθήκη, τήν ὁποία φυλάσσουμε μέ πίστη, καί περιμένει ἀπό ἐμᾶς νά τοῦ τήν παρουσιάσουμε ἀμόλυντη τήν ἡμέρα ἐκείνη, ὅταν θά ἔλθει πάλι νά κρίνει τόν κόσμο μέ δικαιοσύνη καί ἀγαθότητα. Ὅπως προαναφέραμε, δέν χωρεῖ οὐδετερότητα στάσεως. Ἄν τοῦ παραδοθοῦμε, θά ψάλουμε καί ἐμεῖς ἐπινίκιο ὕμνο, ὅπως ὁ δίκαιος Συμεών, διότι δέν θά ὑπάρξει μεγαλειωδέστερη ἡμέρα ἀπό ἐκείνη, κατά τήν ὁποία θά συναντήσουμε τόν Κύριο, τόν Δεσπότη καί Λυτρωτή μας. Ἡ μεγάλη αὐτή ἐλπίδα διατηρεῖ ζωντανή τήν καρδιά μας, παρά τά παθήματά μας. Γι’ αὐτό ἅς μήν ἐπιτρέψουμε στόν ἑαυτό μας νά ὀλιγοψυχήσει στίς δοκιμασίες καί στίς θλίψεις, ἀλλά μᾶλλον ἅς ἀνανεώνουμε τήν προσδοκία μᾶς μέσω τῆς προσευχῆς καί τῆς λατρείας. Τότε τό χάρισμα πού μᾶς ἀπένειμε ὁ Κύριος θά ἀναζωογονεῖ συνεχῶς τήν καρδιά μας καί θά τήν ἑδραιώνει σταθερά στήν ἐλπίδα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν.
Ὁ κόσμος στόν ὁποῖο ζοῦμε τώρα, ὅσο ὄμορφος καί ἑλκυστικός καί ἄν εἶναι, ὁμοιάζει μέ παραπέτασμα πού μᾶς χωρίζει τόσο ἀπό τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὅσο καί ἀπό τό βασίλειο τοῦ σκότους. Ὑπάρχουν ὡστόσο φορές, πού ἡ σκιά ἀπό τό βασίλειο τοῦ σκότους ἁπλώνεται πάνω μας ἀπειλητικά. Ἄλλοτε πάλι δεχόμαστε τίς λαμπερές ἀκτίνες τῆς Βασιλείας τοῦ Φωτός, οἱ ὁποῖες μᾶς παρηγοροῦν καί μᾶς συντηροῦν. Ὀφείλουμε ἁπλῶς νά φυλάξουμε τό χάρισμα τοῦ Θεοῦ μέσα στήν καρδιά μας, οὕτως ὥστε νά ἀξιωθοῦμε νά σταθοῦμε ἀκλόνητοι τήν ἡμέρα ἐκείνη πού ὁ Κύριος θά σαλεύσει οὐρανό καί γῆ. Τότε ὅλα τά κτιστά θά παρέλθουν, καί μόνο ὅσα σφραγίσθηκαν ἀπό τήν ἄκτιστη χάρη τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως θά παραμείνουν αἰώνια.
Ἀκριβῶς πρίν ἀπό τό Πάθος Τοῦ ὁ Κύριος εἶπε: «Νῦν κρίσις ἐστί τοῦ κόσμου τούτου» (Ἰω. 12, 31). Καθώς κρεμόταν πάνω στόν Σταυρό, ὁ κόσμος πράγματι κρινόταν. Ἐκεῖνος σιωποῦσε, ἀλλά ὅλη ἡ κτίση Τοῦ δάνεισε τή φωνή της. Γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἥλιος σκοτίσθηκε, οἱ πέτρες ράγισαν καί τά μνημεῖα τῶν κεκοιμημένων ἀνοίχθηκαν. Καί ὅλοι οἱ παρόντες, οἱ ὁποῖοι δέν εἶχαν τό φῶς τῆς χάριτός Του στήν καρδιά τους, «τύπτοντες ἑαυτῶν τά στήθη ὑπέστρεφον». Δέν μποροῦσαν νά ἀντέξουν τή σκηνή τῆς Σταυρώσεώς Του. Οἱ μοναδικοί δύο ἄνθρωποι, πού ἀποδείχθηκαν ἱκανοί νά σταθοῦν στά πόδια τοῦ Σταυροῦ, ἦταν ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Διότι Αὐτός πού ἦταν νεκρός πάνω στόν Σταυρό ἦταν ζωντανός μέσα στίς καρδιές τους, καί Αὐτός ἦταν πού τούς ἔδωσε τή δύναμη νά στέκονται ἀσάλευτοι τή φοβερή ἐκείνη ὥρα, παρόλο πού ἀσφαλῶς ἦταν βυθισμένοι σέ μεγάλη ὀδύνη.
Ἄν καί ἐμεῖς ἀγαπήσαμε τήν πρώτη ἐπιφάνεια τοῦ Θεοῦ καί ἀποθησαυρίζουμε τό χάρισμα πού μᾶς χορηγήθηκε, θαυμαστό φῶς θά λάμψει στίς καρδιές μας ἐμπνέοντας τήν ἐλπίδα καί προσδοκία τῆς δευτέρας ἐλεύσεώς Του. Τό φῶς αὐτό, ἀκόμη καί ἄν φαίνεται τώρα ἀμυδρό, θά ἀποβεῖ θυρίδα γιά τήν ἀτελεύτητη Βασιλεία τοῦ Φωτός, ὅταν ὁ Κύριος ξαναέλθει ἐν δόξη. Καί τότε, μαζί μέ ὅλους τους Ἁγίους καί τόν δίκαιο Συμεών, θά ψάλουμε τόν ἐπινίκιο ὕμνο: «Εὐλογημένος ὁ ἐλθῶν καί πάλιν ἐρχόμενος ἐν Ὀνόματι Κυρίου». Ἀμήν.
† π. Ζαχαρίας Ζάχαρου