Φωνές, φασαρία, θυμός, νεύρα και όλα μαζί. Χειμώνας βαρύς. Σαρακοστή στον Άθω. Ο Θανασός είχε ξεμείνει στο κελλί του γερο – Κοσμά, αφού το χιόνι είχε αποκλείσει τα μονοπάτια. Κλειστός ο δρόμος για τα μοναστήρια και η θάλασσα κάτω δεν ησύχαζε. Τα μοναστήρια άλλωστε ήτανε και μακριά και δεν είχε τρόπο να φύγει.
– Μην χολοσκάς. Θα μείνεις στο κελλί, του είπε ο γέροντας Κοσμάς όλο αρχοντιά. Κουκιά έχουμε, ξύλα για το τζάκι έχουμε, να ΄ναι καλά ο γερο – Τιμόθεος που μας οικονόμησε νωρίς κούτσουρα. Και είναι ελιά που καίει όμορφα.
Σαν να κατάλαβε ο Θανασός τώρα στα σοβαρά τι του έλεγε ο γερο – Κοσμάς και πήρε να το χαρεί. Και όσοι θα του λέγανε γιατί άργησε να γυρίσει από τον Άθωνα, την είχε τη δικαιολογία έτοιμη και αληθινή. «Ήθελα, εγώ! Αλλά το χιόνι μας απέκλεισε».
«Για φαντάσου…», μονολογούσε χωρίς καημούς, χωρίς το ζόρι της φαμίλιας του, χωρίς τη φωνή του αφεντικού, χωρίς την οργή στη στραβοτιμονιά του απέναντι, χωρίς τα βάσανα της ζωής ετούτης. Χρόνια το δούλευε στο μυαλό του και το ομολογούσε ανάμεσα στο χωρατό και το σοβαρό του.
– Εσείς γέροντα, έλεγε στον γερο – Κοσμά, ζείτε στον Παράδεισο ενώ εμείς εκεί μέσα και να θες να αγιάσεις δεν σ’ αφήνουνε.
Και να που γίνεται μερικές φορές σαν να ακούει ο Θεός δυό φορές και του γίνεται το χατίρι του ανθρώπου. Χωρίς να το μετρήσει και βρίσκεται ίδιος καλόγερος στον Άθω, στο καλύβι του γέρο – Κοσμά, που δεν αγαπούσε και πολύ τις βολές και δεν είχε μήτε ρεύμα, μήτε τηλέφωνο. Μια στέρνα είχε μοναχά στο κελλί και κάθε πρωί έβγαζε λίγο νερό για τη λάτρα του.
– Είμαι στον Παράδεισο! μονολογούσε ο Θανασός.
Πήγαινε και ερχότανε και η χαρά του δεν έλεγε να ησυχάσει.
-Έλα, παιδί μου. Θα κάνουμε τις Ώρες και τον Εσπερινό. Ήτανε βλέπεις Σαρακοστή και οι Ακολουθίες ήτανε πολλές.
– Μετά χαράς, έκανε ο Θανασός.
Πήρε να διαβάζει ο γερο – Κοσμάς, διάβαζε, διάβαζε και τελειωμό δεν είχε.
Το μυαλό του Θανασού πήρε να ταξιδεύει.
Μετά ο γέροντας λέει στο Θανασό.
– Είναι Σαρακοστή, παιδί μου. Έχουμε μονοτράπεζο και αλάδωτο.
– Και αλάδωτο; επανέλαβε ο Θανασός.
Φάγανε κάτι παξιμάδια που του φανήκανε παντεσπάνι του Θανασού και χαλβά Μακεδονίτικο που του είχε φέρει κάποιος προσκυνητής από τη Θεσσαλονίκη.
Πήρε να βράζει ο Θανασός.
– Να πας, αν είναι ευλογημένο, να φέρεις από το πηγάδι νερό, του λέει ο γέροντας.
Τρέχει με τον κουβά ο Θανασός να τραβήξει νερό. Μα στη βιάση του δεν δένει καλά την τριχιά και ο κουβάς βρέθηκε μέσα στο πηγάδι.
Φωνές, φασαρία, θυμός, νεύρα και όλα μαζί.
Τα άκουσε από το καλύβι ο γερο – Κοσμάς και νόμιζε ότι κάτι του συνέβη.
– Τι έπαθες παιδί μου; Ποιος σε πείραξε;
Ο Θανασός, όμοια σαλεμένος, κόκκινος από την αναποδιά δεν μιλιότανε.
– Και εδώ αναποδιές! Και εδώ δυσκολίες! Και εδώ ο πειρασμός! Πού θα ησυχάσω γέροντα; Μέχρι που θα με κυνηγάει το θηρίο;
Τον πήρε με τρόπο πατρικό ο γέρο – Κοσμάς και τον έβαλε στο καλύβι. Ο Θανασός πήρε να κλαίει σαν παιδί.
– Το θηρίο, παλληκάρι μου, ούτε στον κόσμο μένει ούτε στο καλύβι μου δεν πατά. Κάθε τόπος παιδί μου είναι αγώνας. Δεν υπάρχει τόπος χωρίς αγώνα. Δεν υπάρχει, όμως, και παράδεισος που να είναι εδώ και να μην είναι εκεί. Το θηρίο πάει να πει τα πάθη. Αν το κουβαλάς μέσα σου, όπου και να πας θα σε φάει. Και αν το παλέψεις, όπου και να πας θα ΄ναι Παράδεισος.