Η παλαιότερη καταγραφή του ύμνου βρίσκεται στο έργο Αποστολικές Διαταγές, αγνώστου συγγραφέως, που χρονολογείται στα τέλη του τρίτου, ή στις αρχές του τετάρτου αιώνα.
Ο Μέγας Βασίλειος (329-379), στο έργο του «Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», χαρακτηρίζει τον ύμνο «ἀρχαίαν φωνὴν», γεγονός που υποδηλώνει ότι η επιλύχνιος ευχαριστία απηχεί λατρευτική παράδοση πολύ αρχαιότερη του 4ουαιώνα.
Σύμφωνα με μία αρχαία παράδοση, η σύνθεση του ύμνου αποδίδεται στον μάρτυρα Αθηνογένη, ο οποίος τον εκφώνησε οδηγούμενος στο μαρτύριο. Πιστεύεται δε ότι πρόκειται για τον επίσκοπο Αθηνογένη, που μαρτύρησε στη Σεβάστεια, πιθανότατα το 305 μ.Χ. Ωστόσο, σύγχρονοι μελετητές τοποθετούν τη σύνθεση του ύμνου ακόμη νωρίτερα.
Η «Επιλύχνιος Ευχαριστία» συνδέθηκε με την ακολουθία του Εσπερινού από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους.
Ο ύμνος, με ποιητική γλώσσα, απευθύνεται προς τον Χριστό, τον Οποίο και ονομάζει «Φῶς ἱλαρὸν». Το «ἱλαρὸν», όμως, αυτό «φῶς», είναι διαφορετικό, ως προς τη φύση Του, από το κτιστό φως του ηλίου, γιατί είναι το «φῶς τῆς ἁγίας δόξης τοῦ ἀθανάτου, οὐρανίου καὶ μάκαρος Θεοῦ Πατρός».
Σε αυτό το άκτιστο φως της αγίας δόξης, που είναι ο Χριστός, ανάγουν οι χριστιανοί λατρευτικά τον νου και την καρδιά τους, κάθε φορά, που, «ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν», βλέπουν το «ἑσπερινόν φῶς» του φυσικού ήλιου, και μέσα από αυτή τη μυσταγωγική αναγωγή αισθάνονται την ανάγκη να υμνήσουν «Πατέρα, Υἱόν, καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, Θεόν».
Ο επίλογος του ύμνου, απευθυνόμενος, όπως και ο υπόλοιπος ύμνος, προς τον Χριστό, δικαιολογεί την πνευματική αυτή αντίδραση των χριστιανών στη θέα του εσπερινού φωτός, γιατί∙ «Ἄξιόν σε ἐν πᾶσι καιροῖς ὑμνεῖσθαι φωναῖς αἰσίαις, Υἱὲ Θεοῦ, ζωὴν ὁ διδούς· διὸ ὁ κόσμος σὲ δοξάζει».
Φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης ἀθανάτου Πατρός,
οὐρανίου, ἁγίου, μάκαρος, Ἰησοῦ Χριστέ,
ἐλθόντες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν, ἰδόντες φῶς ἑσπερινόν,
ὑμνοῦμεν Πατέρα, Υἱόν, καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, Θεόν.
Ἄξιόν σε ἐν πᾶσι καιροῖς ὑμνεῖσθαι φωναῖς αἰσίαις,
Υἱὲ Θεοῦ, ζωὴν ὁ διδούς· διὸ ὁ κόσμος σὲ δοξάζει.