Ὁ Κανόνας τοῦ Ἀκάθιστου (Ἀνοίξω τὸ στόμα μου) εἶναι ἔργο τῶν Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ (οἱ εἱρμοί) καὶ Ἰωσὴφ Ξένου τοῦ Ὑμνογράφου (τὰ τροπάρια).
Πηγὲς τοῦ Ὕμνου εἶναι ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐνῷ ὁ συνθέτης, ὁ χρόνος καὶ ἡ αἰτία τῆς σύνθεσης τοῦ Ὕμνου, παραμένουν ἀκόμα ἀνεξακρίβωτα ἀπὸ τοὺς μελετητές.
Ἕνα εἶναι τὸ ἀδιαμφισβήτητο στοιχεῖο, πού μᾶς δίνουν οἱ σχετικές πηγές, ὅτι ὁ ὕμνος ἐψάλλετο ὡς εὐχαριστήριος ᾠδὴ πρὸς τὴν Ὑπέρμαχο Στρατηγὸ τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους.
Ὁ «Ἀκάθιστος Ὕμνος» περιλαμβάνει τὸ Ἀπολυτίκιο «Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβῶν ἐν γνώσει», τὸ Κοντάκιο «Τῇ Ὑπερμάχω Στρατηγῶ τὰ νικητήρια», τοὺς 24 Οἴκους (στροφές) σὲ ἀλφαβητικὴ ἀκροστιχίδα (Α – Ω) καὶ δυὸ Ἐφύμνια (ἡ τελευταία φράση τοῦ ὕμνου ποὺ ἐπαναλαμβάνει ὁ λαός) τὸ «Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε» καὶ τὸ «Ἀλληλούϊα».
Ἰδιαίτερη εἶναι ἡ ἀγάπη καὶ ξεχωριστὸς ὁ σεβασμός, μὲ τὸν ὁποῖο τὸ σύνολο τῶν πιστῶν περιβάλλει τὴν Ἀκολουθία τοῦ Ἀκάθιστου Ὕμνου. Ἀγάπη καὶ σεβασμὸς ποὺ πηγάζουν καὶ ἐμπνέονται ἀπὸ τὸ πρόσωπο πρὸς τὸ ὁποῖο ἀπευθύνεται ἡ Ἀκολουθία, ἀπὸ τὴν ἐκφραστικότητα καὶ τὸν πλοῦτο τῶν κειμένων, ἀπὸ τὸ μελῳδικὸ ἔνδυμα τῶν λόγων. Ἀγάπη καὶ σεβασμὸς ποὺ ἐκδηλώνονται μὲ τὴν εὐλαβῆ παρουσία καὶ ἐνεργὸ συμμετοχὴ στὴν Ἀκολουθία τῶν «πιστῶς προσκυνούντων καὶ δοξαζόντων» Χριστιανῶν, τὰ ἀπογεύματα τῆς Παρασκευῆς καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος χαρακτηρίζεται ὡς ἕνα ἀριστούργημα τῆς βυζαντινῆς ὑμνογραφίας, γραμμένο πάνω στοὺς κανόνες τῆς ὁμοτονίας, ἰσοσυλλαβίας καὶ μερικῶς τῆς ὁμοιοκαταληξίας. Ἡ γλῶσσα τοῦ ὕμνου εἶναι σοβαρὴ καὶ ρέουσα, γεμάτη ἀπὸ κοσμητικὰ ἐπίθετα καὶ πολλὰ σχήματα. Ἔτσι ἡ ἐξωτερική του μορφὴ παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία καὶ ὡραιότητα, ποὺ συναγωνίζεται τὸ βαθύ του περιεχόμενο.
Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει τὸν πλοῦτο τοῦ λόγου, τὴν ὕπαρξη σχημάτων, τὴν ποιητικότητα ὁρισμένων στίχων καὶ προπαντὸς τὸ ὑψηλὸ περιεχόμενο τοῦ ὕμνου, ποὺ ἐξυμνεῖ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς Παναγίας Θεοτόκου. Εἶναι ἀλλεπάλληλες οἱ ἐκφράσεις χαρᾶς, ἀγαλλιάσεως καὶ λυτρώσεως ποὺ δίνουν ἐνθουσιαστικὸ τόνο στὸν ὕμνο.
Τὸ γεγονὸς δὲ ὅτι ἀπ’ ὅλα τὰ Κοντάκια μόνο αὐτὸ εἶναι σήμερα σὲ χρήση στὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας δείχνει τὴ δύναμη καὶ τὴν ἐντύπωση ποὺ ἔκανε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ κάνει στοὺς πιστούς μέχρι σήμερα.