Ἡ Ἱερουσαλὴμ ἦταν γεμάτη κόσμο ποὺ ἦλθε ἀπὸ παντοῦ γιὰ νὰ γιορτάσει τὴ μεγάλη γιορτὴ τοῦ Πάσχα. Ὅλη ἡ πόλη μιλοῦσε γιὰ τὸν μεγάλο προφήτη καὶ θαυματουργὸ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, ὁ ὁποῖος μόλις τώρα ἔκανε τὸ μεγαλύτερο ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα ἀμέτρητα θαύματά Του. Ἀνέστησε τὸν Λάζαρο, πού τέσσερεις ὁλόκληρες ἡμέρες βρισκόταν στὸν τάφο. Τὸν περίμεναν νὰ ἔλθει στὴν πόλη καὶ προετοιμάζονταν γιὰ τὴ θερμὴ ὑποδοχή Του.
Αὐτός, συνοδευόμενος ἀπὸ τοὺς μαθητές Του, δὲν περπατοῦσε πεζός, ὅπως πάντα, ἀλλά, ξεκινώντας ἀπὸ τὴ Βηθσφαγῆ, ἀνέβηκε σ’ ἕνα γαϊδουροπούλαρο, ὥστε νὰ πληρωθεῖ ἔτσι ὅ,τι εἶχε προφητεύσει ὁ προφήτης Ζαχαρίας: «Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιὼν κήρυσσε, θύγατερ Ἱερουσαλήμ· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι, δίκαιος καὶ σώζων αὐτός, πραῢς καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὑποζύγιον καὶ πῶλον νέον» (Ζαχ. 9, 9). Οἱ ἀπόστολοι ἔβαλαν πάνω στὸ γαϊδούρι καὶ τὸ πουλάρι του τὰ ροῦχα τους, ἐνῶ ὁ λαὸς πῆρε κλαδιὰ φοινίκων καὶ ἔστρωνε τὰ ροῦχα του στὸν δρόμο, στὰ πόδια τῶν ζώων, κραυγάζοντας μὲ μεγάλη χαρά: «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ». Οἱ Ἀρχιερεῖς, οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ Γραμματεῖς ἄκουγαν μὲ τρόμο τὶς κραυγὲς αὐτές, ποὺ προανάγγελλαν τὴν πτώση τῆς πνευματικῆς τους ἐξουσίας στὸν λαό.
Ἂς στρέψουμε καὶ ἐμεῖς τώρα τὸ βλέμμα μας καὶ ἂς δοῦμε τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ τὴ στιγμὴ αὐτή. Μὲ ἔκπληξη θὰ δοῦμε ὅτι δὲν χαίρεται τὴν πανηγυρικὴ αὐτὴ ὑποδοχή. Ἀντίθετα σκύβει τὸ κεφάλι Του καὶ κλαίει μὲ λυγμούς.
Ὤ, Κύριέ μας! Γιατί κλαῖς τώρα, ὅταν ὅλος ὁ λαὸς χαίρεται; Τὸ ἤξερε μόνο Αὐτὸς ὁ Παντογνώστης. Δὲν ἔκλαιγε γιὰ τὸν Ἑαυτό Του ἀλλὰ γιὰ τὸν λαό Του. Γιὰ τὸ ὅτι δὲν πίστεψε στὸν Μεσσία Χριστό, ὁ ὁποῖος ἦλθε γι’ αὐτόν, γιὰ τὸ ὅτι σκότωνε τοὺς προφῆτες ποὺ ἔστελνε σ’ αὐτὸν καὶ γιὰ τὸ ὅτι πέντε μέρες μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὑποδοχὴ ὡς Βασιλιά, θὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν Πιλάτο νὰ Τὸν σταυρώσει! Γιὰ τὸ ὅτι γιά ὅλα αὐτά, θὰ βροῦν τὸν λαὸ αὐτὸ πολλὰ δεινά.
Ἄραγε ὁ Θεός, ποὺ εἶναι Βασιλιὰς ὅλου τοῦ κόσμου, διεκδικοῦσε τὴν ἐξουσία καὶ προσδοκοῦσε νὰ γίνει βασιλιὰς τοῦ μικροῦ αὐτοῦ καὶ σκληροτράχηλου λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος δὲν γνώρισε καὶ δὲν δέχθηκε τὸν Μεσσία του καὶ τώρα ἑτοιμαζόταν νὰ Τὸν παραδώσει στὸ φρικτὸ καὶ βασανιστικότατο σταυρικὸ θάνατο; Ὅλες οἱ ἅγιες ἐπουράνιες ἀσώματες δυνάμεις θὰ θρηνοῦσαν κατὰ τὴν πανηγυρική Του εἴσοδο στὴν Ἱερουσαλήμ, ἂν ἤξεραν γιὰ τὸν φρικτὸ σταυρὸ ποὺ Τοῦ ἑτοιμαζόταν στὸν Γολγοθά.
Μόνο γιὰ τοὺς σύγχρονούς Του Ἑβραίους ἔκλαιγε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός; Ἀσφαλῶς ὄχι! Αὐτὸς ὁ Παντογνώστης ἤξερε ἀκόμα καὶ αὐτὰ ποὺ βλέπουμε ἐμεῖς στὶς ἡμέρες μας. Ἤξερε ὅτι μὲ τὸ πέρασμα τῶν αἰώνων τὸ ἀνθρώπινο γένος ὅλο καὶ περισσότερο θὰ Τὸν ξεχνοῦσε, ὅτι θὰ Τὸν βλασφημοῦσε καὶ θὰ ἔβριζε τὸ ἅγιο ὄνομά Του. Τὸ ἤξερε, γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν θὰ ἔλθει γιὰ δεύτερη φορά, πιθανῶς, δὲν θὰ βρεῖ τὴν πίστη πάνω στὴ γῆ.
Πρέπει νὰ κλαῖμε καὶ ἐμεῖς ποὺ τόσο συχνὰ ξεχνᾶμε τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἰδιαίτερα αὐτοὶ γιὰ τοὺς ὁποίους λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ὁ τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ καταπατήσας καὶ τὸ αἷμα τῆς διαθήκης κοινὸν ἡγησάμενος, ἐν ᾧ ἡγιάσθη, καὶ τὸ Πνεῦμα τῆς χάριτος ἐνυβρίσας» (Ἑβρ. 10, 29). Καὶ τόσο πολλοί, καὶ σὲ ποιὸ τρομερὸ βαθμό, ὑπάρχουν μεταξὺ μας τέτοιοι κακότυχοι ἀδελφοί μας.
Σῶσε τους, Κύριε! Σῶσε τους, Κύριε! Σῶσε τους, Κύριε! Ἀμήν.
Ἁγίου Λουκᾶ Κριμαίας