Τό Κοντάκιο: «Ὑπέρ τήν πόρνην, ἀγαθέ, ἀνομήσας, δακρύων ὄμβρους οὐδαμῶς σοι προσῆξα· ἀλλά σιγῇ δεόμενος προσπίπτω σοι, πόθῳ ἀσπαζόμενος τούς ἀρχάντους σου πόδας, ὅπως μοι τήν ἄφεσιν, ὡς Δεσπότης, παράσχῃς τῶν ὀφλημάτων κράζοντι, Σωτήρ· Ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου ῥῦσαί με».
Μετάφραση: Ἀγαθέ Κύριε, ἄν καί ἁμάρτησα πιό πολύ ἀπό τήν πόρνη ὅμως δέν σοῦ πρόσφερα (ὅπως ἐκείνη) βροχή δακρύων μετανοίας ἀλλά πέφτω στά πόδια σου, σιωπηλά δεόμενος καί ἀσπαζόμενος τά ὁλοκάθαρα πόδια σου, νά μοῦ χορηγήσεις συγχώρηση τῶν πταισμάτων μου, κράζοντας Σωτήρα μου: ‘’Λύτρωσέ με ἀπό τόν ἠθικό βόρβορο τῶν ἁμαρτημάτων μου καί σῶσε με’’».
Ὁ πιστός στό Κοντάκιο παραβάλλει τόν ἑαυτό του πρός τήν πόρνη γυναίκα, πού ἄλειψε τά πόδια τοῦ Χριστοῦ μέ μύρο. Ἡ γυναίκα πληγωμένη ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, στρέφεται μετανιωμένη στόν Κύριο καί ἐκφράζει τή μεγάλη ἀγάπη, πού ἄρχισε νά φεγγίζει στή σκοτισμένη της ψυχή, μέ τρόπο ἄκρως συγκινητικό. Μύρισε τά πόδια τοῦ Χριστοῦ, ἐκδήλωση τῆς μεγάλης τρυφερότητας πού ἔτρεφε στό Σωτήρα της, κλαίγοντας συγχρόνως καί βρέχοντας μέ τά δάκρυά της τά ἄχραντα πόδια του. Ἐνῶ αὐτός (ὁ πιστός) ἄν καί πολύ ἁμαρτωλότερος, οὔτε ἕνα δάκρυ δέν ἔχυσε, ἐκφραστικό τῆς μετάνοιας τῆς καρδιᾶς του. Εἶναι λιγοστός μπροστά στό πλάσμα ἐκεῖνο, πού τράπηκε ξαφνικά στήν ἀγάπηση Ἐκείνου.
Τό μόνο πού μπορεῖ νά κάνει εἶναι νά σωπαίνει καί νά προσεύχεται. Στή σιγή τῆς ψυχῆς του νά νιώθει τόν ἄπειρο Θεό του. Τί χρειάζονται τάχα τά λόγια στό ἀχανές μυστήριο τῆς θείας ἀπειρίας, πού ὅλα τά περιλαμβάνει καί ὅλα τά γνωρίζει; Ὡς ἄνθρωπος ὅμως δέν μπορεῖ παρά νά ἐκφράζεται. Δέν ἔχει ἄλλη δυνατότητα. Στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ μόνο δέν θά ὑπάρξει ἀνάγκη προσευχῆς. Οἱ Ἄγγελοι καί οἱ μάκαρες δέν προσεύχονται στόν Θεό. Τόν ζοῦν καί τόν δοξάζουν. Ἡ προσευχή εἶναι ἀναφορά, πού προϋποθέτει ἀπόσταση. Εἶναι σχῆμα τοῦ κόσμου καί τῆς γῆς. Ὁ οὐρανός εἶναι βίωση, ἕνωση, ἀνάχυση πνευματική, ἄυλη ἀμεσότητα. Ἐκεῖ δέν προσευχόμαστε, ἀγαπᾶμε.
Ὁ πιστός, λοιπόν, πέφτει νοερά στά ἄχραντα πόδια τοῦ Κυρίου καί τά ἀσπάζεται μέ πόθο, ζητῶντας ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του καί κράζοντας: «Ἀπό τό βόρβορο τῶν ἔργων μου λύτρωσέ με, Κύριε».
Ὁ Οἶκος: «Ἡ πρῴην ἄσωτος γυνή ἐξαίφνης σώφρων ὤφθη, μισήσασα τά ἔργα τῆς αἰσχρᾶς ἁμαρτίας καί ἡδονάς τοῦ σώματος, διενθυμουμένη τήν αἰσχύνην τήν πολλήν καί κρίσιν τῆς κολάσεως, ἥν ὑποστῶσι πόρνοι καί ἄσωτοι· ὧν περ πρῶτος πέλω καί πτοοῦμαι, ἀλλ᾽ ἐμμένω τῇ φαύλῃ συνηθείᾳ ὁ ἄφρων· ἡ πόρνη δέ γυνή, καί πτοηθεῖσα καί σπουδάσασα ταχύ, ἦλθε βοῶσα πρός τόν λυτρωτήν· Φιλάνθρωπε καί οἰκτίρμον, ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου ῥῦσαί με».
Μετάφραση: «Ἡ γυναίκα, πού ἦταν προηγουμένως ἄσωτη, ξαφνικά φάνηκε συνετή, μισήσασα τά αἰσχρά ἔργα τῆς ἁμαρτίας καί τίς αἰσχρές ἡδονές τοῦ σώματος, ἐνθυμουμένη τήν πολλή αἰσχύνη καί τήν καταδίκη τῆς κολάσεως, τήν ὁποία θά ὑποστοῦν οἱ πόρνοι καί οἱ ἄσωτοι μεταξύ τῶν ὁποίων πρῶτος εἶμαι ἐγώ, ἀλλ᾽ ἐπιμένω στή φαύλη μου συνήθεια ὁ ἀνοήτος, ἐνῶ ἡ ἁμαρτωλή γυναίκα καί φοβήθηκε καί ἦλθε γρήγορα, φωνάζουσα πρός τό Λυτρωτή: ‘’Ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν ἁμαρτωλῶν ἔργων μου, σῶσε με’’».
Μιά ἐκ βαθέων ἐξομολόγηση τῆς πιστεύουσας ἁμαρτωλῆς καρδιᾶς. Μέ κατάνυξη καί ἀμηχανία φέρει νοερά μπροστά της τήν ἁμαρτωλή γυναίκα. Τή βλέπει ξαφνικά ν᾽ ἀλλάζει ὑπόσταση. Νά μισεῖ καί ν᾽ ἀποστρέφεται τά αἰσχρά ἔργα τῆς ἁμαρτίας, τά ὁποῖα σφράγιζαν τή ζωή της, μέχρι τή μεγάλη συνάντηση. Νά μισεῖ τίς ἐπαίσχυντες ἡδονές τοῦ σώματος, ἀπό τίς ὁποῖες ἔτρωγε τό μικρό ψωμί τῆς ζωῆς της, δουλεύοντας νύχτα-μέρα στήν πορνεία. Καί νά θυμᾶται τή ντροπή τήν πολλή τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς, πού ντρόπιαζε τό κορμί της, κάνοντας το σέ πρώτη ζήτηση σκεῦος ἡδονῆς. Καί συγχρόνως νά θυμᾶται μέ τρόμο τήν αἰώνια καταδίκη τῆς κολάσεως, τήν ὁποία θά ὑποστοῦν, ἄν δέν μετανοήσουν, οἱ πόρνοι καί οἱ ἄσωτοι, μεταξύ τῶν ὁποίων πρῶτος εἶναι αὐτός (ὁ ἐξομολογούμενος ἁμαρτωλός), ὁ ὁποῖος φοβᾶται τό ἴδιο τήν κόλαση, τρέμει τήν καταδίκη καί τήν ἀπόρριψη καί τά δεινά κολαστήρια, κι ὡστόσο δέν μπορεῖ ν᾽ ἀπαλλαγεῖ ἀπό τή φαύλη συνήθεια τῆς πορνείας.
Δεινό πράγματι ἡ συνήθεια καί δυσκαταγώνιστο. Γίνεται δεύτερη φύση στόν ἄνθρωπο. Συνήθως πεθαίνει μαζί του καί παύει μονάχα στά ψυχρά τοιχώματα τοῦ τάφου! Ἐκφράζει ὅμως καί κάποια ζήλεια πρός τήν ἁμαρτωλή γυναίκα. Ναί, αὐτό συμβαίνει μαζί μου, ταλαιπωροῦμαι καί κολάζομαι, κυλιέμαι στήν ἁμαρτωλή συνήθεια, ἐνῶ ἐκείνη καί φοβήθηκε, ἀλλά βρῆκε λύση τῆς δυστυχίας της τρέχοντας στόν Κύριο καί Λυτρωτή της. Μ᾽ ἐμένα θά συμβεῖ τό ἴδιο, ἤ μήπως πεθαίνοντας θά χαθῶ στήν ἄβυσσο τῆς ἀθλιότητάς μου;
Στίχοι: «Γυνή βαλοῦσα σώματι Χριστοῦ μύρον· τήν Νικοδήμου προὔλαβε σμυρναλόην».
«Ἀλλ᾽ ὁ τῷ νοητῷ μύρῳ χρισθείς, Χριστέ ὁ Θεός, τῶν ἐπιῤῥύτων παθῶν ἐλευθέρωσον καί ἐλέησον ἡμᾶς, ὡς μόνος ἅγιος καί φιλάνθρωπος. Ἀμήν».
Μετάφραση: Ἡ γυναίκα, πού ἄλειψε τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ μέ μύρο, πρόλαβε τόν Νικόδημο, ὁ ὁποῖος ἄλειψε τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ (κατά τόν ἐνταφιασμό του) μέ μίγμα σμύρνας καί ἀλόης. Ἀλλά σύ, Χριστέ ὁ Θεός μας, τοῦ ὁποίου ἡ ἀνθρώπινη φύση χρίστηκε μέ τό νοητό μύρο (τοῦ Ἁγίου Πνεύματος), λύτρωσέ μας ἀπό τά πολλά πάθη πού μᾶς κατακλύζουν, ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος. Ἀμήν.